Σε μια σειρά από άρθρα που πέρασα μάλλον βιαστικά από το αναγνωστικό μου περισκόπιο τις τελευταίες μέρες, κάπου έπεσα πάνω σε ένα που παρουσίαζε μια έρευνα σχετικά με τη σύγχρονη μουσική αγορά σε όλες τις μορφές της. Το εντυπωσιακό στοιχείο ήταν πως τα λεγόμενα “παλιά” τραγούδια αντιπροσωπεύουν πια το 70% της μουσικής αγοράς των ΗΠΑ. Η αγωνιώδης επισήμανση του συγκεκριμένου άρθρου ήταν πως η αγορά της νέας μουσικής ουσιαστικά συρρικνώνεται.
Υπάρχει μια άμεση πρακτική συνέπεια αυτής της πραγματικότητας, που έχει φυσικά να κάνει με όλους αυτούς που έχουν αποφασίσει να ζουν από τη νέα μουσική, τους εργαζόμενους μουσικούς. Αν θέλουμε να το προσδιορίσουμε με ακόμα πιο σκληρούς αριθμούς, τα 200 πιο δημοφιλή ΝΕΑ τραγούδια αποτελούν πια σε μόνιμη βάση λιγότερο από το 5% των συνολικών streams. Όσο λοιπόν μια φανερά μεταλλαγμένη σημερινή μουσική βιομηχανία ελέγχει ακόμα τις ιδιαίτερες συνθήκες με τις οποίες πρέπει να πορευτούν και όλοι οι συμμετέχοντες, αυτό το συνολικό ιερό καλλιτεχνικό τοτέμ του παρελθόντος συνεχίζει να ρίχνει τη βαριά σκιά του στους ανθρώπους που έμαθαν να πορεύονται στη ζωή τους με τη μόνιμη συντροφιά της μουσικής.
Τέτοιοι αριθμοί δεν θα αργούσαν να ταΐσουν εκείνη την παράταξη των αντιφρονούντων που υποστηρίζουν με σθένος και επιμονή πως η σημερινή μουσική είναι χάλια. Και φυσικά πίσω από την επιφανειακά νοσταλγική και συναισθηματική άποψη, έρχεται μια ολόκληρη επιχειρηματολογία για τους λόγους που συμβαίνει αυτό. Δεν αποτελεί έκπληξη πως η τεχνολογία πιστώνεται την κύρια ευθύνη για τη φθήνια της μουσικής του σήμερα. Ένα προσωπικό στούντιο με τεράστιες δυνατότητες που μπορεί να κρύβεται στον υπολογιστή οποιουδήποτε είναι μια μαζική αφετηρία απελευθέρωσης από το κατεστημένο δεκαετιών με τα εικονικά ακριβά στούντιο και τον προγραμματισμό μηνών. Φυσικά, για να βρεθείς σε εκείνους τους χώρους, είχε προηγηθεί μια μακριά διαδικασία προσωπικής προετοιμασίας, εντοπισμού, έγκρισης, τελικής συμφωνίας, και ενός συνήθως μακροπρόθεσμου προγραμματισμού με την αντίστοιχη εταιρεία. Με απλά λόγια, η διαδικασία της ηχογράφησης ήταν μια υπόθεση κάποιων ανθρώπων που κυνήγησαν το όνειρό τους για χρόνια, απέκτησαν μια δεξιότητα, εντοπίστηκαν από μια δισκογραφική, και βρέθηκαν με ένα μπάτζετ σε ένα σπουδαίο στούντιο γιατί κάποιοι άνθρωποι που έκαναν αυτή τη δουλειά, κάτι άκουγαν σε αυτούς.
Από την άλλη, είναι υπέροχη η καλλιτεχνική ελευθερία και το DIY, απλά ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις ποιος θεωρεί τον εαυτό του καλλιτέχνη. Είναι τελείως διαφορετική η εύκολη, σήμερα πια, επιλογή να δοκιμάσει κάποιος την τύχη του με ένα μάτσο τραγούδια, ηχογραφώντας στο σπίτι του. Κανείς δεν αρνιέται την πιθανότητα ενός μοναδικού ταλέντου που κρύβεται σε κάποια άγνωστη κατοικία, από την άλλη όμως είναι και τόσο ειρωνικό που αυτή η δημοκρατία της έκφρασης θα πνίξει τις αξιόλογες περιπτώσεις σε μια πλημμύρα δεδομένων, όπου συνήθως η μετριότητα βασιλεύει. Και η μεγαλύτερη ρυθμιστική παγίδα στους σωρούς σκουπιδιών που ξεβράζει η σύγχρονη παραγωγική ευκολία, είναι η τάση των ανθρώπων να γίνουν διάσημοι. Πάρα πολλοί από τους παροδικούς καλλιτέχνες της σύγχρονης μουσικής κουλτούρας ταΐζουν έναν προσωπικό εγωισμό. Είναι μια ροπή που γιγαντώθηκε από τον τρόπο λειτουργίας των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Εκεί άρχισαν οι αριθμοί να παίζουν έναν ρόλο που απομάκρυνε τους πρωταγωνιστές από τη σχέση τους με την τέχνη. Με τις εταιρείες να προσαρμόζονται στα νέα δεδομένα, και αλλάζοντας τις βλέψεις από την πρόθεση να προωθήσουν και να δημιουργήσουν μέσα από τη μουσική ένα νέο ίνδαλμα, στον σκοπό να βρουν το ίνδαλμα αυτό έτοιμο. Το TikTok και το Instagram έγιναν οι νέες δεξαμενές αναζήτησης, οι εύκολες επιλογές, αστέρια έτοιμα με στρατιές θαυμαστών. Βέβαια, έλειψαν όλα τα υπόλοιπα, η ζύμη των μεγάλων αστέρων του παρελθόντος πετάχτηκε στον κάδο και έμεινε η λάμψη των ψηφιακών φίλτρων.
Σε όλη αυτή την φιλολογία της κόντρας εποχών και ινδαλμάτων, ο τόπος κλειδί είναι το σανίδι, η σκηνή. Σε αυτό το θέμα, με πλήρη αποχρωματισμό και των δυο πλευρών, οι ήρωες των 60’s, 70’s, 90’s έφτασαν έτοιμοι όταν είχαν να αντιμετωπίσουν τα πλήθη της καταξίωσης ή ακόμα και το κοινό μιας τυπικής περιοδείας προώθησης. Κάποτε οι The Beatles έπαιζαν πέντε ώρες την ημέρα, έξι μέρες την εβδομάδα στο The Club Indra και στο Kaiserkeller, και φυσικά ήταν πάντα έτοιμοι με τον τρόπο αυτό για οτιδήποτε. Οι συγκρίσεις μένουν για πάντα, είναι μια σκιά αιώνια που επικαλούνται συχνά και όχι αναίτια οι εραστές του παρελθόντος, με το παράπονο πως αυτοί που ήρθαν ευτέλισαν την δοκιμασία, χαμήλωσαν την απαίτηση, καθιέρωσαν την έκπτωση σε όλα.
Η διαφορετική ανίχνευση και χαρτογράφηση του σύγχρονου επόμενου μεγάλου ειδώλου μείωσε ή και εξαφάνισε θέσεις και ρόλους ανθρώπων με σημαίνοντα ρόλο στον εντοπισμό σπουδαίων καλλιτεχνών. Δεν ήταν άλλωστε όλοι οι υπάλληλοι των δισκογραφικών αδίστακτα τέρατα που προσπαθούσαν να παγιδέψουν μουσικούς. Πέρασαν άνθρωποι με αγάπη για τον χώρο, αφοσίωση, ταλέντο, πάθος και ανεκτίμητη προσφορά. Σήμερα τα περισκόπια των εταιριών μεταλλάχτηκαν. Με την ταχύτητα που αλλάζουν οι αριθμοί στις αντιδράσεις των social media, αντιμετωπίζει η εφήμερη αναγνώριση πολλά όμορφα πρόσωπα που πέρασαν να ζήσουν τις δικές τους στιγμές. Ναι, γιατί αν κάποτε μιλούσαμε για “fame 15 minutes long”, σήμερα ζούμε την εποχή των στιγμών. Σε ένα μεγάλο μέρος της μουσικής βιομηχανίας, η φτηνή, αναλώσιμη, δημοφιλής (POP-ular) μουσική είναι λιγότερο ανθεκτική από ποτέ.
Είναι μια ατέρμονη κουβέντα που θα συνεχίσει να γίνεται, κάποιες φορές αρκετά σκληρή για κάποιους σπουδαίους δημιουργούς που ζουν πιθανά σε μια αδυσώπητη εποχή, άλλοτε δικαιολογημένη μπροστά σε σωρούς από ανώφελες, αδικαιολόγητες δημιουργίες, συχνά χωρίς λόγο ύπαρξης, ειδικά όταν προέρχονται από τα περίφημα αυτόματα προγράμματα που μπορούν να σε καταστήσουν συνθέτη σε ένα βαρετό απόγευμα.
Όπως σε όλα αυτά τα σύνθετα ζητήματα με τις πολλές παραμέτρους, το κλειδί παραμένει ο άνθρωπος και ο τρόπος που βλέπει αυτός την παρουσία του μέσα σε αυτή την πραγματικότητα. Άλλος βιοπορίζεται με κάθε θυσία, άλλος ικανοποιεί τη ματαιοδοξία του, άλλος είναι κλειδωμένος σε αριθμούς και αντιδράσεις ακολούθων, άλλος ακολουθεί το πάθος και την εσωτερική του φωνή και δημιουργεί.
Ο Billy Joel είχε πει κάποτε: “είμαι απλά ένας ικανός συνθέτης, τραγουδιστής και πιανίστας, αλλά σε μια εποχή ανικανότητας, αυτό με κάνει εξαιρετικό”.