Κάποιες από τις ανεξίτηλες μνήμες μιας εφηβείας με ισχυρές αγωνίες αναζήτησης είναι οι ζωγραφιές του Mike Hannan, που κοσμούσαν την επιβλητική, συλλεκτική έκδοση του βινυλίου του τρίτου άλμπουμ των Άγγλων Demon από το Leek του Staffordshire. Η δυστοπική αίσθηση της ατομικής απομόνωσης, της κοινωνικής χειραφέτησης αλλά και της περιβαλλοντικής καταστροφής περνούσαν μέσα από τους ολοσέλιδους πίνακες σαν καρφιά στο μυαλό.
“The Plague” λοιπόν, μια προφητική, δύσκολη δημιουργία που τράβηξε την μπάντα πολύ μακριά από τη μυστικιστική, δαιμονική θεματολογία των δυο πρώτων δίσκων. Η έκθεση για την πανούκλα στο Λονδίνο του 1600 στο μουσείο Hanley, δίπλα στα γραφεία της δισκογραφικής εταιρείας, τα γεγονότα στο Λίβανο, ο Μεγάλος Αδερφός και το “1984” του Orwell έσπρωξαν τα ανήσυχα μυαλά του Mal Spooner, του Les Hunt και του Dave Hill σε ένα φουτουριστικό μονοπάτι, που ενισχύεται από την προσθήκη του session κημπορντίστα Αndy Richards. Τα φίλτρα μιας απόκοσμης ψηφιακής εντύπωσης μεταφέρουν μια άγνωστη εφιαλτική προειδοποίηση, και οι πένθιμοι ύμνοι “Fever in the City” και “The Only Sane Man” απλώνονται σε μια συντριπτική ερημιά προοπτικής.
Το “The Plague” υπήρξε πραγματικά ένα έργο που διαμόρφωσε αισθητά τη σκέψη και την οπτική μου εκείνα τα τρυφερά και καθοριστικά χρόνια. Ήταν μάλλον ένα από τα μουσικά καταφύγια που συνόψισε τον ρόλο που ήθελα να έχει η μουσική, πέρα από την ακουστική τέρψη: ήθελα να με συμπληρώνει και να με ολοκληρώνει σαν άνθρωπο απέναντι σε έναν κόσμο που άρχιζε να ξεκαθαρίζεται πως θα παραμείνει αιώνια σκληρός και άδικος.
Αν η επίκτητη ιδιότητα του ενήλικα είναι ο κυνισμός, που έρχεται πανούργα και αθόρυβα μέσα από τους επίμονους κύκλους της καθημερινής επανάληψης μιας ζωής που εύκολα μας τραβά σε ψυχοφθόρες επιλογές και προτεραιότητες, η μεγαλύτερη έκπληξη που βιώνω σήμερα είναι ο αμείλικτος κυνισμός των παιδιών. Συμβαδίζει ξεκάθαρα με μια εποχή που μοιάζει να έχει απομυθοποιήσει πλήρως κάθε υποψία ιδεαλισμού, και μάλλον οι ευαισθησίες του “The Plague” θα κερδίσουν μόνο έναν βιαστικό χλευασμό στις αντίστοιχες σημερινές εφηβείες.
Δεν μπορώ να ισχυριστώ πως έχω απαντήσεις, έχω μάλλον μόνο ισχυρές διαισθήσεις. Η απρόσμενη, σοκαριστική βία στις μικρές ηλικίες μου φαίνεται όλο και περισσότερο σαν μια ακούσια εκδίκηση απέναντι σε έναν κόσμο που ξεκάθαρα πια δεν αφήνει χώρο σε αξίες και ιδεαλισμούς. Μέσα στα κύματα γενεών που έμαθαν να διαβάζουν με λάθος τρόπο, να ακούνε με λάθος τρόπο, να βλέπουν με λάθος τρόπο, η μηδενιστική θεώρηση και δράση απέναντι σε κανόνες και ηθικές μεταμφιέζεται στην πιο άμεση και γρήγορη άμυνα. Ο ευτελισμός της αξίας της ζωής, πόσο μάλλον το κυνήγι μιας ζωής με πνευματική ποιότητα, εμφανίζεται με τον στόχο μιας εύκολης και άνετης, υλιστικής ζωής όπου το εύκολο χρήμα με κάθε τρόπο μοιάζει να είναι η απάντηση σε απάνθρωπες απαιτήσεις επαγγελματικής κατάρτισης και απόδοσης στο κοινωνικό κατεστημένο του ενήλικα. Οι τέχνες και η μουσική έπαψαν να μπορούν να διεκδικήσουν οποιαδήποτε εξύψωση, να εμπνεύσουν οποιονδήποτε αγώνα απέναντι σε μια καθολική ισοπέδωση των πάντων. Οι ήχοι είναι πια ρηχοί και επαναλαμβανόμενοι, η τεχνολογία αποτέλεσε τελικά τον καταλύτη αυτής της πληθώρας μιας φτηνής δημιουργίας υποκουλτούρας κοντινής στον καθένα που θέλει να δοκιμάσει. Όλη αυτή η παραγωγή του ποδαριού συνοδεύεται από την επιβολή στης σκοτεινής πλευράς της δύναμης στον ομιλούντα στίχο, μιας επιβολής ταπείνωσης, μιας τυφλής επίδειξης ισχύος που μοιραία φλερτάρει με κάθε είδους εγκληματικότητα. Οι χορευτικοί ήχοι μιας στιγμιαίας προκάτ συνοδευτικής γέφυρας εξυπηρετούν χιλιάδες φιλήδονες τικ τόκερς, μέρος και αυτές μιας παγκόσμιας πασαρέλας που μας έχει σπρώξει ανεπιστρεπτί στη μοντέρνα εποχή της εικονολατρίας. Είναι αληθινά τρομακτική η ολιγάρκεια με την οποία βολεύονται πνευματικά εκατομμύρια παιδιά σήμερα και σε συνδυασμό με τις δυνατότητες της τεχνολογίας, τα αποτελέσματα άρχισαν να φυτρώνουν με απίθανη ταχύτητα.
Το τελευταίο χτύπημα απέναντι στην τέχνη και όσα μπορούσε κάποτε να κουβαλήσει θα είναι η συνολική της μιμητική γελιοποίηση από την καταιγίδα της ΑΙ. Ο ευτελισμός και η απομίμηση της δημιουργικής διαδικασίας και η υποτίμηση της αυθεντικότητας θρέφουν κάθε κόκκο κυνισμού. Όσο μικρά παιδιά πληγώνουν, βασανίζουν, ποδοπατούν ακόμα και βιάζουν εν δυνάμει φίλους και συντρόφους τους, η άρχουσα γενιά αναρωτιέται για την εξέλιξη και προβληματίζεται σα να μπορούν να αντιμετωπιστούν αυτές οι ασύγκριτες και ανυπολόγιστες κοινωνικές παθογένειες με το εμβόλιο κάποιων πολυεθνικών. Αρκεί να παραμείνει το νεανικό πλήθος ένα εν δυνάμει πεδίο καταναλωτών, αποπροσανατολισμένο, δηλητηριασμένο από μαύρα ερεθίσματα, τυλιγμένο από παραπετάσματα μικρών ανόητων στόχων. Μπορεί να νομίζουμε πως είναι μακριά, αλλά όλη αυτή την ενήλικη κυνική διαχείριση των νέων ψυχών για τόσες τυφλές, υλιστικές δεκαετίες, θα την υποστούμε όλοι μας με τον σκληρότερο τρόπο, χωρίς ηλικιακές διακρίσεις. Σε έναν κόσμο που έχουμε δει τον θάνατο να δρασκελίζει το κατώφλι του βίντεο παιχνιδιού και να εισβάλλει στη ζωή, η δυναστεία των μαύρων ηρώων αρχίζει να παίρνει τα ηνία.
Όσο το μαγικό ραβδί της παγκόσμιας ολιγαρχίας εξακολουθεί να εξασφαλίζει έναν κόσμο μέσα στον οποίο κάθε νόημα και ευαισθησία φαντάζουν γυναικείες ή και λεπτεπίλεπτες ανησυχίες για αδερφές, όσο ο ίδιος ο κόσμος των μεγάλων παραμένει πίσω από τη γυαλιστερή του βιτρίνα μια φαβέλα δολοφόνων, τόσο η τύχη της φωτεινής πλευράς της ζωής θα λιγοστεύει. Ο “ασυμβίβαστος” του 1979 μοιάζει να φωνάζει αιώνια με αγωνία: ”υπερασπίσου το παιδί, γιατί αν γλυτώσει το παιδί, υπάρχει ελπίδα”.