Η αλήθεια είναι ότι τα ακουστικά live έχουν αρκετές ιδιαιτερότητες. Η “μοναξιά” του εκάστοτε καλλιτέχνη επί σκηνής, είναι κάτι περισσότερο από εμφανής, γεγονός που δημιουργεί μια παράξενη ατμόσφαιρα, που ενίοτε αγγίζει τα όρια της μυσταγωγίας. Όταν αυτή η μυσταγωγία επιτυγχάνεται, θεωρώ ότι το ακουστικό σετ, έχει τύχει της πλήρους αποδοχής από την πλευρά του κοινού.
Την Τρίτη που μας πέρασε, ο Devon Graves τα κατάφερε και με το παραπάνω. Επί 2 ώρες και 10 λεπτά, ήταν καθηλωτικός. Ενίοτε συγκλονιστικός και συγκινητικός. Με μόνο του “όπλο” την κιθάρα, και τις φωνητικές του χορδές, έδωσε, κατά το κοινώς λεγόμενο, ρέστα. Ήταν μία από αυτές τις εμφανίσεις, που αυξάνουν το status του εκάστοτε ερμηνευτή, και σε ωθούν να τον υποστηρίξεις σε οποιοδήποτε καλλιτεχνικό του εγχείρημα.
Άξιοι συμπαραστάτες αποδείχθηκαν και οι Sing Along, που άνοιξαν την αυλαία. Το τριμελές μουσικό project, με έδρα τη Λάρισα, επέλεξε ένα σετ διασκευών, που αποδείχθηκαν ιδανικές για το “ζέσταμα” των θεατών. Ακουστικές εκτελέσεις σε anthems του παρελθόντος, όπως τα “Man in the box”-Alice in Chains, “Wrathchild”-Iron Maiden αλλά και “Ace of Spades”-Motorhead, προλείαναν το έδαφος, στρώνοντάς το με τα ροδοπέταλα της ροκ.
Ένα έδαφος που έμελε να καταληφθεί, κατά τον πλέον εμφατικό τρόπο από τον Devon Graves. Όταν ανέβηκε στη σκηνή, γύρω στις 21.40, προσωπικά αναρωτιόμουν, εάν θα κατάφερνε να κερδίσει εξ’ αρχής την προσοχή του κοινού, και το κυριότερο, για πόσο μεγάλο χρονικό διάστημα θα συνέβαινε αυτό. Και όσο η ώρα περνούσε, όχι μόνο δεν παρατηρήθηκαν σημάδια αδιαφορίας ή κούρασης από πλευράς θεατών, αλλά τουναντίον, η προσήλωση και το ενδιαφέρον τους, αυξανόταν. Δείγμα της άψογης εμφάνισης του Graves, αλλά και της ποικιλίας των κομματιών που επέλεξε να παρουσιάσει. Να αναφέρω πως ρίχνοντας μια ματιά στις set-list της τρέχουσας mini-tour, παρατηρώ ότι από πόλη σε πόλη, επιλέγει αρκετά διαφορετικά κομμάτια, γεγονός που αποδεικνύει, το πόσο καλά προετοιμασμένος είναι, για την ευόδωση του εν λόγω εγχειρήματος.
Όπως είχαμε πληροφορηθεί, το κερασάκι στην τούρτα θα ήταν η πλήρης ακουστική απόδοση του “Bleeding”, του κορυφαίου άλμπουμ των Psychotic Waltz. “Faded”, “Locust”,”Morbid”, “Bleeding”, “Need”, “Drift”, “Northern Lights”, “Sleep”, ”My Grave”,” Skeleton”, και”Freedom?”, επανεκτελέστηκαν και ερμηνεύθηκαν με έναν τρόπο καινοτόμο, περισσότερο εσωτερικό και ενδεχομένως εσωστρεφή. Υποδειγματική προσέγγιση, ενός κολοσσιαίου άλμπουμ, που δικαίως συγκαταλέγεται στα καλύτερα των nineties στο χώρο του progressive metal/rock. Η τούρτα όμως, εκτός από το κερασάκι, περιείχε υπέροχες στρώσεις υλικού, τόσο από τους Deadsoul Tribe, όσο και από τα υπόλοιπα άλμπουμ των Psychotic Waltz. Κομμάτια όπως το “To my beloved”-Deadsoul Tribe, – μπήκε “σφήνα” στην παρουσίαση του “Bleeding”-, αλλά και τα “Black Smoke and Mirrors” και κυρίως τα “Regret” και “Cry for Tomorrow” από το ίδιο συγκρότημα, “έδεσαν” απόλυτα και αρμονικά, με τα “Hanging on a string”,”Demystified” και φυσικά το “I Remember” των Waltz. Εκτός όμως από το γνώριμο υλικό, η βραδιά περιελάμβανε εξαιρετικές διασκευές, σε κομμάτια όπως τα “Space Oddity” του Bowie, αλλά και τα “Imagine”- Lennon και “Let it be” από The Beatles.
Ο ίδιος, αποδείχθηκε ιδιαίτερα επικοινωνιακός, μετριοπαθής, και απολαυστικός ως προς το story-telling, λέγοντάς μας ιστορίες από την προσωπική του ζωή, όπως η “βουτιά” στις καταχρήσεις, περιγράφοντάς μας καταστάσεις από την προσωπική μουσική του διαδρομή, αλλά και δηλώνοντας την αρνητική του στάση απέναντι στα εμβόλια.
Με το πέρας της εμφάνισής του υποκλίθηκε, κερδίζοντας το σεβασμό και την αγάπη μας. Εκτιμώ ότι το καλλιτεχνικό του άστρο έχει πολλές ακόμα λάμψεις να μας προσφέρει.
Αντί επιλόγου (γράφει ο Γιώργος Γεωργίου):
Είτε θεωρείται αιρετική στενοκεφαλιά ή εμμονική λαγνεία για το παρελθόν, χτες πήγα να δω τον Buddy Lackey. Και φυσικά θα πήγαινα να δω τον B.L. ακόμα και αν απλά διάβαζε σε ποιητική βραδιά. Αν οι Psychotic Waltz ήταν εμφατικά μέσα σε εκείνη την απίθανη τετράδα του δεύτερου κύματος προοδευτισμού των 90’s (βάλε τα δικά σου άλλα τρία, τα δικά μου τα κρατώ για μένα), ο τύπος πίσω από το μικρόφωνο αυτής της απόκοσμης μπάντας ήταν μάλλον η πιο εκλεκτική και ολοκληρωμένη μορφή frontman της γενιάς του. Μια τόσο κλισέ και εύηχη λέξη σαν το “ταλέντο” είναι μάλλον άδικη και περιοριστική. Ακούγοντας τις εμβόλιμες χτεσινές ιστορίες του φαινόταν αναπόφευκτο να καταλήξει τραγουδιστής αυτής της μπάντας, έμοιαζε σαν να μην υπήρχε περιθώριο για κάτι διαφορετικό, στον ανεξάρτητο κόσμο της τέχνης με τους δικούς του όρους: μια τέτοια απίστευτη μπάντα για έναν καταπληκτικό μουσικό και ερμηνευτή.
Μικρή σημασία έχουν οι χτεσινές διαπιστώσεις, πως για παράδειγμα είναι σίγουρα πολύ καλύτερος κιθαρίστας από την τελευταία ακουστική του παράσταση. Ή ίσως η ίδια παλιά αίσθηση, πως αδίκησε σημαντικά τον εαυτό του με τους Dead Soul Tribe, άλλωστε ήταν δύσκολο να γίνει κάτι διαφορετικό σε σύγκριση με τους Waltz. Ήταν όμως καθηλωτικά ειλικρινής και πέταξε τα εσώψυχά του πάνω μας, ενώ έγινε εύστοχα επίκαιρος με τον πρόλογο του “I Remember” αλλά και την απόδοσή του, όσο άνθρωποι εξακολουθούν να πεθαίνουν σε πόλεμο. Και επειδή στο συγκεκριμένο μουσικό χώρο, μέρος του “ομερτά” του είναι πως απολαμβάνουμε το αυτομαστίγωμα, δεν γινόταν να μην ταυτιστώ με την άποψη πως όσο περισσότερο τον οδηγεί σε δάκρια η μουσική τόσο πιο πολύ την αγαπά.
Αν προσθέσεις σε όλα αυτά την αυτοβιογραφική τοποθέτηση του μαγικού “Hanging on a String”, που για τον γράφοντα ήταν η κορυφή της νύχτας, στη μνήμη όλων ζωντάνεψε σθεναρά η εποχή που “είχαμε το δικαίωμα να είμαστε λυπημένοι όλη την ώρα”…
Φωτογραφίες: Δημήτρης Ζαμπός