Το “Twilight of the Gods” είναι το έκτο στούντιο άλμπουμ του σουηδού metal δημιουργού Quorthon, που έμεινε στην ιστορία με το όνομα Bathory, και κυκλοφορεί από την Black Mark to 1991. Συνεχίζει την εξέλιξη του νέου ύφους που είχε υιοθετήσει και χαρακτηρίστηκε σαν “Viking Metal”, και επίσης εμπεριέχει πολλά heavy epic doom στοιχεία, αλλά και άφθονες κλασικές επιρροές. Χαρακτηριστικό είναι άλλωστε πως πήρε τον τίτλο του από όπερα του Wagner.
Σημαντικός παράγοντας είναι ο απόλυτος έλεγχος του άλμπουμ από τον Quorthon, που παίζει όλες τις ηλεκτρικές και ακουστικές κιθάρες, τα πλήκτρα, το μπάσο ενώ κάνει και τον προγραμματισμό στα ντραμς.
Ηχητικά και στιχουργικά, είναι μάλλον διαφορετικό από τα άλλα τέσσερα του είδους του στον κατάλογο του Bathory. Ολόκληρο το άλμπουμ έχει αυτή την απίστευτα μοναδική πνευματική ποιότητα, η οποία είναι εξαιρετικά ειλικρινής και αυθεντική. Το άλμπουμ έχει μεγαλύτερη χρήση ακουστικών κιθάρων και χορωδιών, δίνοντας ένα σχεδόν θρησκευτικό ύφος, επικεντρώνοντας στη θρησκεία των Βίκινγκς φυσικά. Ολόκληρο το άλμπουμ είναι mid tempo, γεγονός που το κάνει να μοιάζει λιγότερο με metal άλμπουμ, κάτι που είναι ουσιαστικά το κλειδί για το μεγαλείο του. Τα φωνητικά του Quorthon είναι ένα από τα σημαντικότερα κομμάτια του παζλ. Στην πραγματικότητα έχει βελτιωθεί πολύ φωνητικά, ενώ η απίστευτη παράδοση του από τον προκάτοχο αυτού του άλμπουμ παραμένει. Το αποτέλεσμα είναι μια εξαιρετικά παθιασμένη ερμηνεία με αξιοσημείωτη πεποίθηση και μια υπέροχη τραγουδιστική φωνή. Είναι αυτή η φωνητική απόδοση, η καλύτερη μέχρι σήμερα του Quorthon, που συμβάλλει σημαντικά στον μοναδικό ήχο του άλμπουμ. Αντί να είναι ακατέργαστο και τυχαίο όπως το “Hammerheart” και τα “Nordlands”, ή αιχμηρό όπως το “Blood On Ice”, το “Twilight Of The Gods” είναι πιο ευγενικό και συγκαταβατικό, αλλά πολύ σταθερό και στιβαρό στη βάση του. Είναι το πιο απαλό άλμπουμ των Bathory, με ακουστικές κιθάρες και έντονη αίσθηση μελωδίας, αλλά ταυτόχρονα βαρύ και περίπλοκο, με τεχνικά στοιχεία και πολλά δυνατά riff.
1988– Το Dimension Hatröss είναι το τέταρτο στούντιο άλμπουμ του καναδικού progressive heavy metal συγκροτήματος Voivod. Κυκλοφόρησε το 1988 στη Noise Records και είναι ένα concept άλμπουμ που αφηγείται τις περιπέτειες της μασκότ “cyborg Korgulull” των Voivod. Η ιδέα του εξωφύλλου και το artwork έγιναν από τον ντράμερ Michel Langevin. Οι πωλήσεις είναι περισσότερα από 70.000 αντίτυπα, παγκοσμίως.
Το εξώφυλλο του “Batman Theme” εμφανίζεται μόνο στην έκδοση του CD, δεν υπάρχει στα αυθεντικά εξώφυλλα βινυλίου και κασέτας. Το 2017, το Dimension Hatröss προστέθηκε από το αμερικανικό περιοδικό Rolling Stone στη λίστα με τα 100 κορυφαία metal άλμπουμ όλων των εποχών στο Νο. 78.Η λέξη Hatröss[9] προφέρεται από τον τραγουδιστή Snake (Denis Bélanger) στα γαλλικά ως λέξη atroce, που σημαίνει τρομερό ή φρικτό.
1993– Το “Crazy Legs” είναι ένα στούντιο άλμπουμ των Jeff Beck and the Big Town Playboys, που κυκλοφόρησε από την Epic. Η ηχογράφηση είναι ένα άλμπουμ με τραγούδια του Gene Vincent. Το άλμπουμ θεωρείται ότι είναι ένας φόρος τιμής στους “Gene Vincent and his Blue Hats”, και συγκεκριμένα στον πρώτο κιθαρίστα του Vincent, Cliff Gallup,τον οποίο ο Beck αναγνώρισε ως τη μεγαλύτερη επιρροή του.Το άλμπουμ έφτασε στο Νο. 171 του chart Billboard 200.
Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί το Liberator, που είναι το ένατο στούντιο άλμπουμ του αγγλικού ηλεκτρονικού συγκροτήματος Orchestral Maneuvers in the Dark (OMD), και βγήκε από τη Virgin. Ηχογραφημένο από τον frontman του OMD Andy McCluskey μαζί με μουσικούς που επιστρατεύτηκαν για το Sugar Tax (1991), το άλμπουμ εξελίσσει περισσότερο το dance-pop στυλ που εξερευνούσε ο προκάτοχός του.
Το Liberator έγινε δεκτό με ανάμεικτες κριτικές και έφτασε στο νούμερο 14 στο UK Albums Chart, βγάζοντας τρία singles, με τα “Stand Above Me” και το επόμενο “Dream of Me” να μπαίνουν στο Top 25 στο UK Singles Chart.
2004– Το “The Cure” είναι το δωδέκατο στούντιο άλμπουμ του ομώνυμου αγγλικού post punk/rock συγκροτήματος, που κυκλοφόρησε από την Geffen Records. Η παραγωγή του άλμπουμ έγινε εξ ολοκλήρου από τον Αμερικανό παραγωγό Ross Robinson και προέκυψε το single “The End of the World”.
Το άλμπουμ ήταν ουσιαστικά συμπαραγωγή από τον frontman των Cure, Robert Smith και τον Ross Robinson, ο οποίος είχε συνεργαστεί με συγκροτήματα όπως οι Korn, Limp Bizkit, Slipknot, At the Drive-In, Glassjaw και Blood Brothers. Αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί τα τραγούδια του άλμπουμ είναι πιο βαριά από το προηγούμενο υλικό της μπάντας. Ο Smith περιέγραψε τον δίσκο ως “heavy Cure”.
Σύμφωνα με τα στοιχεία στο booklet, ολόκληρο το άλμπουμ ηχογραφήθηκε ζωντανά στο στούντιο. Σύμφωνα με τον Smith, η επίσημη λίστα κομματιών περιλαμβάνει το τελευταίο “Going Nowhere”, το οποίο αποκλείστηκε από τα αντίτυπα στη Βόρεια Αμερική.