Το όνομα των Atrophy στους περισσότερους δε λέει τίποτα. Σε κάποιους θυμίζει μια εποχή πολύ μακρινή, τότε που “άκουγα κι εγώ thrash” ή “τι είπες τώρα; Πού τους θυμήθηκες;” και στους λίγους “υποψιασμένους” η μπάντα αποτελεί ένα από τα πλέον υποτιμημένα thrash γκρουπ που υπήρξαν ποτέ.
Στο mini review-tribute που ακολουθεί θα επικεντρωθώ στην πρώτη κατηγορία ακροατών, με σκοπό να γίνει ευρύτερα γνωστό ένα από τα μεγάλα “στοιχήματα” και συνάμα “what if” του ιδιώματος. Αυτό γίνεται με αφορμή την επανακυκλοφορία των δύο (και μοναδικών δυστυχώς) album των Αμερικανών την οποία έχει επιμεληθεί η Dissonance Productions. Τα “Socialized Hate” (1988) και “Violent By Nature” (1990) αποτελούν δύο εξαίσια δείγματα thrash metal, του λεγόμενου 2ου “κύματος” στα τέλη της δεκαετίας του 1980.
Οι Atrophy δημιουργήθηκαν το 1986 (χρονιά “σταθμός”) στην πόλη Tucson της Αριζόνα από τους Chris Lykins (κιθάρα), James Gulotta (μπάσο) και Brian Zimmerman (φωνητικά). Το “παζλ” συμπληρώνουν το “πυροβόλο” Tim Kelly (τύμπανα) και ο Rick Skowron (κιθάρα), και η μπάντα είναι έτοιμη να ηχογραφήσει άμεσα το πρώτο της demo. Έχοντας ήδη έξι κομμάτια έτοιμα, το 1987 κυκλοφορούν το “Chemical Dependency” demo . Το “ακατέργαστο” και ταχύτατο υλικό τους, στα πρότυπα των επιρροών τους (Megadeth, Dark Angel, Sacred Reich κτλ) λαμβάνει εξαιρετικές κριτικές και έτσι με το demo στο “οπλοστάσιό” τους αλλά και μια συνεργασία στο management με την, μετέπειτα κυρία Cavalera, Gloria Bujnowski “κεντρίζουν” το ενδιαφέρον μεγάλων εταιρειών με “νικήτρια” να ανακηρύσσεται η κραταιά Roadrunner Records.
Παρότι έχουν υπογράψει με την RR, η Gloria (είχε τους Sacred Reich στη Metal Blade) τους στέλνει στο Hollywood και τον Bill Metoyer για την παραγωγή του album, το οποίο κυκλοφορεί τον Νοέμβριο του ’88. Το “Socialized Hate” χαρακτηρίζεται από πολλούς – και είναι αν θέλετε τη γνώμη μου – ένα από τα καλύτερα debut album του thrash. Το album “ξεχειλίζει” από οργισμένα riffs και η “ολομέτωπη” επίθεση γίνεται αισθητή σε highlights τραγούδια όπως τα “Chemical Dependency”, Killing Machine” και “Matter of Attitude”. Τα φωνητικά του Zimmerman χαρακτηρίζονται ιδιαίτερα και “τραχιά” και το γεγονός ότι θυμίζουν έντονα αυτά του Royce των Coroner μόνο ως τιμητικό μπορεί να χαρακτηριστεί. Όσο για τον Tim Kelly, δε χρειάζεται να πω και πολλά. Αν και δεν είναι ευρέως γνωστός, παρ’όλα αυτά η τεχνική του κατάρτιση τον κατατάσσει άνετα ανάμεσα στους καλύτερους drummer εκεί έξω. Ρίξτε μια “αυτιά” για παράδειγμα στο “Urban Decay”.
Μετά το ντεμπούτο τους και ακολουθώντας το “ρεύμα” της εποχής (ή των “αδηφάγων” εταιριών) οι Atrophy μπαίνουν “καπάκι” στο στούντιο για να ηχογραφήσουν τον διάδοχο του “SH”. Το 2ο album τους κυκλοφορεί τον Μάρτιο του 1990. Το “Violent By Nature”, με το “αρρωστημένο” εξώφυλλο, βρίσκει τη μπάντα να “βαδίζει” στα ίδια ηχητικά “μονοπάτια” αλλά με μια περισσότερο ώριμη προσέγγιση. Τα leads των Lykins/Skowron παρουσιάζονται με πολλή περισσότερη μελωδία, χωρίς φυσικά να παραβλέπεται ο “επιθετικός” τους χαρακτήρας. Η τραχύτητα σε καμία περίπτωση δε “θυσιάζεται” για χάρη αυτής της μελωδίας και αυτό είναι φανερό σε τραγούδια όπως το εναρκτήριο “Puppies and Friends”, το “Violent By Nature” και “Right to Die”. Στιχουργικά, τη μπάντα συνεχίζουν να απασχολούν κοινωνικά θέματα όπως η ευθανασία, οι δοκιμές προϊόντων στα ζώα, το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα και ο παγκόσμιος υπερπληθυσμός.
Κι ενώ όλα έδειχναν πως η μπάντα θα συνέχιζε την ανοδική της πορεία, περιοδεύοντας μάλιστα τόσο με τους Coroner όσο και με τους Sacred Reich, έρχεται ο παράγοντας “ατυχία” για να αποδειχτεί περίτρανα πως πολλές φορές οι ικανότητες από μόνες τους δεν αρκούν. Ο ιδιοφυής κιθαρίστας και mastermind των Atrophy, Chris Lykins ο οποίος σπούδαζε ιατρική, αφήνει τη μπάντα εν μέσω ευρωπαϊκής περιοδείας για να αφοσιωθεί στο λειτούργημά του. Οι Αμερικανοί συνεχίζουν για τις υπόλοιπες εμφανίσεις χωρίς τον Lykins αλλά με την επιστροφή τους πίσω στις ΗΠΑ, και μην έχοντας βρει κατάλληλο αντικαταστάτη, φτάνουν σε τέλμα. Δέχονται πιέσεις από την RR για την άμεση δημιουργία νέου album και όταν οι Atrophy αδυνατούν να το πράξουν, η εταιρία απλώς τους ανακοινώνει πως διακόπτει τη συνεργασία μαζί τους.
“Ευχαριστούμε” πολύ Roadrunner που έτσι απλά “έσβησες” από τον χάρτη μια πολλά υποσχόμενη μπάντα που θαρρώ πως είχε να προσφέρει πάρα πολλά ακόμη. Τριάντα χρόνια αργότερα οι Atrophy ή αν θέλετε ο Brian Zimmerman, προσπαθούν και πάλι να ανακτήσουν λίγο από το status εκείνης της εποχής, πράγμα το οποίο φαντάζει σχεδόν αδύνατο ή μήπως όχι;
Όπως και να’χει, ο γράφων σας καλεί να αναζητήσετε αυτούς τους “εγκληματικά” αδικημένους Αμερικανούς και να αποκαταστήσετε εν μέρει την αδικία, με την ακρόαση αυτών των δύο album τα οποία σίγουρα “κοσμούν” το thrash metal “σύμπαν” και ίσως θα έπρεπε να συμβεί το ίδιο και με τη δισκοθήκη σας.
Είδος: Thrash metal
Δισκογραφική: Dissonance Productions
Ημερομηνία κυκλοφορίας: 13 Μαΐου 2022
Facebook: https://www.facebook.com/atrophyofficial