Articles – THE RANKING GAME: Death

ARTICLE

Δεύτερο άρθρο της σειράς “The Ranking Game”, και μετά τους King Crimson πηγαίνουμε στην αντίπερα όχθη της μουσικής μας. Ή μήπως όχι; Γιατί, από άποψη προοδευτικότητας το συγκρότημα με το οποίο θα ασχοληθούμε αποτέλεσε πρωτοπόρο στο χώρο της μουσικής. Πρόκειται φυσικά για τους αξεπέραστους Death του επίσης αξεπέραστου και αείμνηστου Chuck Schuldiner.

Μια μπάντα η οποία οδηγήθηκε από τον ηγέτη της (εξού και μόνο ΑΥΤΟΣ στο εξώφυλλο), από το “ακατέργαστο” νεογέννητο death metal στα μέσα των 80s, σε progressive μονοπάτια στα τέλη των 90s καλύπτοντας μεγάλο φάσμα ήχων, υπηρετώντας πάντα το heavy metal σε όλες του τις εκφάνσεις. Μια μπάντα η οποία με 7 album σε 11 χρόνια δισκογραφίας (συν ένα με κάποια από τα μέλη και άλλο όνομα) αποτέλεσε ακρογωνιαίο λίθο για το death metal και όχι μόνο. Μια μπάντα από εκείνες τις λίγες οι οποίες ΠΟΤΕ δεν κυκλοφόρησαν μέτριο album. Λαμβάνοντας μέρος σε αυτό το ιδιαίτερο “παιχνίδι”, είναι εμφανέστερα διακριτό πόσο υποκειμενική είναι η γνώμη του καθενός όταν γίνεται προσπάθεια να μπει σε μια σειρά η δισκογραφία μιας μπάντας. Έτσι κι εδώ, αν κάποιος έβαζε σε μια γυάλα χαρτάκια με τα album των Death και τραβούσε κάποιο από αυτά, είναι πολύ πιθανό να έπεφτε στο αγαπημένο album πολλών ανθρώπων ακόμη. Πάμε λοιπόν να παίξουμε με κάτι που είναι πραγματική “ψυχοθεραπεία”.

(Εκτός λίστας) CONTROL DENIED: “The Fragile Art of Existence” (1999)

Το project το οποίο ξεκίνησε ο Chuck το 1996 θέλοντας να ακολουθήσει πιο μελωδικά μονοπάτια, διατηρώντας παρόλα αυτά τον ηχητικό κορμό των Death των τελευταίων χρόνων, με ακόμη περισσότερη μελωδία. Ο ίδιος ήθελε να ασχοληθεί πλέον μόνο με αυτό και να τερματίσει τους Death αλλά η εταιρία ζητούσε ακόμη ένα Death album (“The Sound of Perseverance”). Τελικά το “TFAoE” κυκλοφορεί το 1999 από τη Nuclear Blast με τα 3/5 του line – up να αποτελούν εκείνοι που ηχογράφησαν το “TSoP” ένα χρόνο νωρίτερα. Εδώ στο μπάσο συμμετέχει ένα παλιός γνώριμος, ο Steve DiGiorgio ενώ τα φωνητικά αναλαμβάνει ο Tim Aymar. Εδώ να πούμε πως υπάρχει ένα από τα μεγαλύτερα “what if…” της μουσικής, καθώς η συνεργασία με τον εκλιπόντα πλέον Warrel Dane (Sanctuary, Nevermore) δεν ευδοκίμησε.

Παρόλο που τα φωνητικά του Aymar είναι αξιοπρεπέστατα, ακόμα ανατριχιάζω όταν φαντάζομαι τον Dane να τραγουδά στο album. Ένα δεύτερο album υπήρχε στα σκαριά από τους Control Denied με τον προσωρινό τίτλο “When Man and Machine Collide”, το οποίο όμως δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, καθώς ο Chuck φεύγει από τη ζωή στις 13 Δεκεμβρίου 2001, μετά από γενναία μάχη με τον καρκίνο του εγκεφάλου. Την ίδια ημερομηνία, 16 χρόνια αργότερα, σαν από ένα περίεργο παιχνίδι της μοίρας, θα φύγει και ο Warrel Dane, αφήνοντάς με (μας) να πιστεύω πως κάπου αυτοί οι δύο τζαμάρουν, εκπληρώνοντας έτσι αυτή την επιθυμία του Chuck.


7. Scream Bloody Gore (1987)

Μην αρχίσετε τα “μα καλά, 7η θέση αυτό;” και “το καλύτερο album τους” κτλ. Είπαμε, είναι απλώς ένα παιχνίδι και τοποθετούμε τα album με βάση τη συνολική τους εικόνα (συνθέσεις, επιδραστικότητα κ.α.). Εδώ οι Death συστήνονται και επίσημα στο ευρύ κοινό με τη “σαπίλα” του πρώτου τους album να ξεχειλίζει από παντού. Ήδη από το 1984 έχουν δείξει σημάδια να “τραβήξουν” τα όρια του thrash metal ακόμη πιο πέρα με τα συνεχόμενα demos (“Death By Metal”, “Reign of Terror”), όμως εδώ κόβουν πρώτοι το νήμα σε αυτόν το άτυπο αγώνα δρόμου πρωτοτυπίας. Ξέρω ότι πολλοί δίνουν αυτό το “βραβείο” στους Possessed και το “Seven Churches”, όμως καθότι η “σατανίλα” υπήρχε άφθονη και πρωτύτερα, υπάρχουν αρκετοί επίσης που θεωρούν αυτό εδώ ως το πρώτο death metal album.

Ο “νονός” του ιδιώματος (ο οποίος ουδόλως ενδιαφερόταν για αυτόν ή άλλους τίτλους) ασχολήθηκε εκτενώς με τη gore θεματολογία που τόσο “εμποτίστηκε” στις επόμενες γενιές. Εδώ οι Death εμφανίζονται με τον μεγάλο Chris Reifert (μετέπειτα Autopsy) στα ντραμς και στα credits αναφέρεται και ο John Hand στη ρυθμική κιθάρα, αλλά ουδέποτε έπαιξε στο album ή σε κάποιο live. Οπότε, μόνο Chuck (τα πάντα όλα) και Reifert, Randy Burns στην παραγωγή, Ed repka στο (οριακά αστείο) εξώφυλλο και έχεις ένα από τα πιο επιδραστικά album όλων των εποχών.


6. “Leprosy” (1988)

Ένα μόλις χρόνο αργότερα, ο Chuck ξαναχτυπά, αλλά αυτή τη φορά με μεγαλύτερη ορμή απ’ ότι στο ντεμπούτο. Το “Leprosy” είναι η αρχή μιας συνεργασίας με τον μετέπειτα γκουρού παραγωγό του death metal, Scott Burns και η συνέχειά της με τον Ed Repka. Αυτή τη φορά η σαπίλα σε καλωσορίζει ήδη από το εξαιρετικό εξώφυλλο. Το “Leprosy” είναι επίσης το πρώτο album που ηχογραφούν οι Death στον “ναό” των Morrisound Studios στη Φλόριντα. Η τετράδα πλέον αποτελείται από τον κιθαρίστα Rick Rozz, ο οποίος ήταν αρχικό μέλος στα χρόνια όπου η μπάντα λεγόταν Mantas, τον ντράμερ Bill Andrews και τον Terry Butler στο μπάσο, παρ’ όλο που αυτό ηχογραφήθηκε από την αυτού μεγαλειότητα, τον Chuck. Η πληθώρα των riffs που υπάρχουν, ακόμη και μέσα στο ίδιο τραγούδι, αρχίζει να γίνεται σήμα κατατεθέν της μπάντας και ο ήχος τους να παίρνει σάρκα και οστά.

Με τα χαρακτηριστικά φωνητικά του Chuck σε πρώτο πλάνο, τις πολύπλοκες (σε ένα εμβρυακό ακόμη ιδίωμα) συνθέσεις και τους στίχους να “ζέχνουν” θάνατο, το “Leprosy” αποτελεί και αυτό album επιτομή στην εξελεγκτική πορεία Schuldiner. Άκου τη σχεδόν doom εισαγωγή του κλασικού ομώνυμου, μόρφασε από “τρόμο” στην κραυγή απόγνωσης στην αρχή του “Left To Die”, νιώσε τους προβληματισμούς του Chuck στο αιώνιο “Pull the Plug” και θα καταλάβεις τόσο τη σημαντικότητα όσο και την επιρροή που άσκησε το συγκεκριμένο album. Όσο για εμένα, σήμερα βρίσκεται στη θέση νούμερο 6. Αύριο είναι μια άλλη μέρα και πιθανότατα να βρίσκεται πιο πάνω.


5. “The Sound of Perseverance” (1998)

Το τελευταίο album των Αμερικανών, έμελλε να είναι ένα ακόμη διαμάντι της πλούσιας δισκογραφίας τους. Με διαφορετικό, για ακόμη μία φορά line – up, και με τον ντράμερ “χταπόδι” Richard Christy να καταθέτει για πρώτη φορά τα διαπιστευτήριά του, ο Chuck Schuldiner έχοντας φύγει εντελώς πλέον από τα “στεγανά” του death metal, “αλωνίζει” σε progressive metal μονοπάτια. Οι συνθέσεις παραμένουν μεγάλες σε διάρκεια, άκρως πολύπλοκες, με επαναλαμβανόμενα μέρη, όμως αν αυτό νομίζεις πως αποτελεί ένδειξη για να βαρεθείς ή στοιχείο απουσίας έμπνευσης, κάνεις μεγάλο λάθος.

Μη με ρωτάς γιατί. Γιατί πολύ απλά μιλάμε για τον Chuck. Ή για τους Death; Οκ, ένα και το αυτό. Πίστευε κανείς πως αυτός ο άνθρωπος θα έβγαζε μέτριο έστω album; Όταν σε παρασέρνει ο R. Christy που “κουτρουβαλάει” τα ντραμς στο “Scavenger of Human Sorrow”, όταν σε “ταξιδεύει” η μελωδία του “Story to Tell”, όταν σε καθηλώνουν τα σχεδόν 10 λεπτά του “Flesh and the Power It Hold”, όταν, όταν, όταν…
Και για κερασάκι στην τούρτα, ο ανυπέρβλητος διασκευάζει το θεϊκό “Painkiller”. Το “Painkiller”, το οποίο αγγίζουν ελάχιστοι, και πλέον το κάνουν δύσκολα ακόμη και οι ίδιοι του οι δημιουργοί. Αν δεν είναι αυτό metal ψυχή, τότε τι είναι μου λες;


4. “Spiritual Healing” (1990)

Το τρίτο album των Death ήταν εκείνο που με έμπασε στον κόσμο τους. Στα 13 μου χρόνια περίπου, έρχεται η πρώτη ακρόαση και όντας “φρέσκος” σε πιο βαριά ακούσματα, παραλαμβάνω την κάτω γνάθο ανά χείρας. Στις αρχές των 90s οι Death δείχνουν να ξεχωρίζουν από την υπόλοιπη death metal “αρμάδα”. Στη θέση του Rick Rozz έρχεται ο μεγάλος James Murphy. Ο μετέπειτα γυρολόγος, συμπληρώνει με το παίξιμό του τον Chuck, δημιουργώντας ένα δίδυμο που έμεινε στην ιστορία. Παραγωγή (Scott Burns ξανά) από άλλο πλανήτη, εξωφυλλάρα (Ed Repka ξανά) από άλλο πλανήτη και συνθέσεις, μαντέψτε…από άλλο πλανήτη για την εποχή. Η ιδιοφυΐα του Chuck δε μένει στα συνηθισμένα death metal ηχοτόπια, αλλά προσθέτει μέχρι και “ανατολίτικες” φόρμες, όπως για παράδειγμα στην “επική” εισαγωγή του “Within the Mind”.

Στιχουργικά, αφήνει στην άκρη τις κλασικές αναφορές των περισσότερων συγκροτημάτων και ασχολείται με διάφορα κοινωνικά θέματα αλλά και με τον ίδιο τον άνθρωπο. Πες μου ποιος έγραφε εν έτει 1990:
“Abortion, when it is needed
Execution, for those who deserve it
The giving and taking of life will always be”

χωρίς να κινδυνεύει να χαρακτηριστεί τουλάχιστον γραφικός ή ακόμη και επικίνδυνος;
Εκείνα τα χρόνια, στη γενέτειρά μου τη Χαλκίδα, το album ήταν δυσεύρετο (λες και μέναμε στην πινέζα του χάρτη ρε πστη). Ο τρόπος που το απέκτησα, οι πρώτες ακροάσεις, η κατανόηση των στίχων, η παρατήρηση του εξαιρετικού από κάθε άποψη εξωφύλλου (αλήθεια, αναρωτιέσαι ακόμη ποιος χρίζει ψυχικής θεραπείας από τις φιγούρες που απεικονίζονται;), όλα αυτά συνέβαλαν έτσι ώστε το “Spiritual Healing” να κατέχει πάντα μία ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου.


3. “Symbolic” (1995)

Καθώς πλησιάζουμε προς το τέλος, νιώθω σαν να εισέρχομαι στη ζώνη του λυκόφωτος. Οι μικρές λεπτομέρειες χωρίζουν τα album και η υποκειμενικότητα φαίνεται να βγαίνει εμπρός για να ηγηθεί της τελικής επιλογής. Με το “Symbolic”, η “ραψωδία” του Chuck μέσα στα 90s συνεχίζεται με αμείωτη ένταση. Η μπάντα έχει αρχίσει να απομακρύνεται από τον αμιγώς death metal ήχο και να εισάγει εμφανώς πιο μελωδικά μέρη στις συνθέσεις της. Για ακόμη ένα album η σύνθεση αλλάζει, με μόνο τον Gene Hoglan (ντραμς) να παραμένει σταθερός σε σχέση με το προηγούμενο album. Η απόδοση σαφώς και δεν επηρεάζεται, από τη στιγμή που βασικός συνθέτης είναι ο Chuck και οι υπόλοιποι εννοείται πως παραμένουν άξιοι παίχτες ικανοί να σταθούν δίπλα στον αρχηγό.

Παραγωγός αυτή τη φορά είναι ο Jim Morris, με τον ήχο πιο διαυγή από ποτέ σε album των Death. Είπαμε, το όραμα του Chuck τον οδηγεί σε πιο progressive δρόμους, παραμένοντας όμως συνδεδεμένος με τον extreme ήχο. Ακόμα και τα φωνητικά του έχουν “μαλακώσει” σε σχέση με τα άκρως death metal growls του παρελθόντος. Το “αθάνατο” riff του εναρκτήριου “Symbolic” δε λέει να ξεκολλήσει από το μυαλό μου, ακόμη και τώρα 27 χρόνια μετά. Το σόλο μαζί με τη μελωδία στη μέση του “Without Judgement” με γυρνάει πίσω, όταν 15 χρονών άκουγα για πρώτη φορά το album. Το καλύτερο κομμάτι του album (ναι, για το “Crystal Mountain” μιλάω) αποτελεί μια ακόμα απόδειξη του τεράστιου ταλέντου του Schuldiner και οι στίχοι του “Misanthrope”, όσο περίεργο κι αν σου φαίνεται σε κάνουν να αγαπήσεις τον άνθρωπο με ένα μοναδικό τρόπο. Η 3η θέση είναι “συμβολική” και τίποτα παραπάνω.


2. “Individual Thought Patterns” (1993)

ΤΟ line-up. ΤΟ line-up. Όσες φορές κι αν το πεις δεν αρκούν για να συνειδητοποιήσεις με ποιους έχεις να κάνεις εδώ πέρα. Έχοντας ήδη ξεκινήσει από το “Human” να συνεργάζεται με session μουσικούς, ο Chuck εδώ επιστρατεύει τον μπασίστα των Sadus, Steve DiGiorgio, τον τεράστιο (τότε και σωματικά) Gene Hoglan στα ντραμς και τον υπερμέγιστο Andy LaRocque (King Diamond) στην κιθάρα. Το ότι ο “νονός” (πιπέρι βρε μλκ) του death metal επέλεξε έναν θρύλο του κλασικού heavy metal να παίξει στον δίσκο του αποτελεί καινοτομία. Το ότι αυτός ο θρύλος δέχτηκε να συμμετέχει σε αυτόν αποτελεί παράσημο και αναγνώριση για τον Chuck. Ο ίδιος, ήθελε τον LaRocque να παίξει μόνο τα solos κι έτσι έστειλε τα συγκεκριμένα σημεία όπου θα έμπαιναν αυτά. Ο LaRocque ερχόμενος στο στούντιο για τις ηχογραφήσεις, είχε ήδη προετοιμάσει διάφορες μελωδίες και πολλαπλές ιδέες για κάθε σόλο.

Το αποτέλεσμα είναι τουλάχιστον εντυπωσιακό. Και δε θα μπορούσε να είναι διαφορετικά όταν μιλάμε ουσιαστικά για την dream team. Είναι δυνατόν ο Jordan και η παρέα του να μη σου ρίξουν 100άρα στο κεφάλι; Εδώ αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους και τα πρώτα στοιχεία εκτός των στενών ορίων του death metal. Φυσικά, σημαντικό ρόλο σε αυτό παίζει εκτός από το “ανοιχτό” μυαλό των υπολοίπων, και η καταλυτική παρουσία του LaRocque, ο οποίος με solos στοχευμένα και μελωδικά βρίσκεται σε απόλυτη ισορροπία με το αναγνωρίσιμο στυλ του Chuck. Απάτητες κορυφές τα “Overactive Imagination”, “In Human Form”, “Trapped In a Corner” (αχ!!!) και “Mentally Blind”. Εντάξει, δεν είμαι δα και κανένας φιλόσοφος αλλά όποτε θέλω να “ακονίσω” το μυαλό μου, σχεδόν πάντα επιστρέφω σε αυτό το album.


1. “Human” (1991)

Το album το οποίο, επί της ουσίας, τα άλλαξε όλα. Τόσο για τους Death όσο και για το death metal γενικότερα. Κάποιους μήνες νωρίτερα τα πρώην μέλη της μπάντας Bill Andrews και Terry Butler υπέπεσαν σε ένα αλήστου μνήμης ατόπημα. Στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής περιοδείας το 1990, όπου οι Death έπαιζαν support στους Kreator, ο Chuck αποφάσισε να μη συμμετάσχει καθώς δεν ήταν ευχαριστημένος από την διοργάνωση του tour. Εκείνη την περίοδο ήταν και στα “μαχαίρια” με τον manager του, οπότε δεν ήθελε και πολύ να μουλαρώσει και να μην το κουνάει από τις ΗΠΑ. Οι άλλοι δύο, θέλοντας – και καλά – να διατηρήσουν τη φερεγγυότητα της μπάντας, συνεχίζουν κανονικά το tour υπό το όνομα Death, με δύο μουσικούς να συμπληρώνουν το κενό του Schuldiner. Ταυτόχρονα διασπείρονται διάφορες φήμες για τον χαρακτήρα του και το πόσο ιδιότροπος άνθρωπος είναι. Ok, Death χωρίς Chuck εσείς; Πάρτε “πόδι” από τους Death του Chuck λοιπόν. Μετά από αυτό ο αρχηγός απολύει και τους δύο και παίρνει τη μεγάλη απόφαση πως από τούδε και στο εξής δε θα διατηρήσει ξανά σταθερούς συνεργάτες, παρά μόνο θα ηχογραφεί με μουσικούς που θα επιλέγει ο ίδιος σε κάθε περίσταση. Έτσι κι έγινε, αρχής γενομένης από το “Human”.

Προσλαμβάνει τον κιθαρίστα Paul Masvidal και τον ντράμερ Sean Reinert (RIP) από τους Cynic και στο μπάσο φέρνει έναν παλιό γνώριμο, τον Steve DiGiorgio από τους Sadus. Να σημειώσω πως οι Masvidal και Reinert όταν κυκλοφόρησε το album ήταν αμφότεροι 20 χρονών. Γιατί το λέω αυτό; Γιατί όλοι εκεί μέσα παίζουν τις “κάλτσες” τους. Το “Human” αποτελεί αναμφίβολα σημείο καμπής στην πορεία των Death. Ήταν ταχύτερο, βαρύτερο και απείρως πιο πολύπλοκο από τον προκάτοχό του, και γενικά ξέφευγε από τις νόρμες του παραδοσιακού death metal. Η επιδίωξη του Chuck να δημιουργήσει κάτι το εντελώς διαφορετικό και πρωτοποριακό για την εποχή, αποτυπώθηκε στο album το οποίο αποτέλεσε την απαρχή του λεγόμενου technical death metal. Το όραμά του υλοποιήθηκε πιο εύκολα διότι είχε δίπλα του μουσικούς με την ίδια αντίληψη για το που θα μπορούσαν να φτάσουν τα όρια του death metal. Ο Reinert έφερε το jazz παίξιμό του και το προσάρμοσε στα κιθαριστικά θέματα του Chuck. Σχεδόν το ίδιο έκανε και ο DiGiorgio, με το άταστο μπάσο του να παίρνει “φωτιά”, ακολουθώντας ένα δικό του “δρόμο”.

Όταν εν έτει 1990 ηχογραφείς κομμάτια όπως τα “Secret Face” ή “Vacant Planets”, όταν γράφεις για πλάκα ένα “Lack of Comprehension” ή ένα instrumental με samples και εφέ (θυμίζω το ’90 σε death metal) όπως το “Cosmic Sea”, τότε δε μπορεί παρά να ηγείσαι ενός ολόκληρου ιδιώματος. Στιχουργικά συνεχίζει να ασχολείται ενδοσκοπικά με τον άνθρωπο και με θέματα που δύσκολα αγγίζει η κοινωνία (βλ. “Suicide Machine”). Όλα έδειχναν ότι αυτή η “στροφή” προς την πολυπλοκότητα αργά ή γρήγορα θα πραγματοποιούταν. Απλώς νομίζω ότι όλη αυτή η κατάσταση που περιέγραψα στην αρχή, απογοήτευσε και ταυτόχρονα θύμωσε τον Chuck, με αποτέλεσμα να δημιουργήσει έναν τέτοιο δίσκο. Εξάλλου, όπως γράφει και ο ίδιος στις ευχαριστίες του στο booklet:
“Also, thanks to those people that support my music and not the rumors. This is much more than a record to me; it is a statement, it is revenge”.

Έχοντας βάλει στην αρχή του κειμένου το πρώτο ουσιαστικά line – up ηχογράφησης, θα κλείσω και με το τελευταίο line-up των Death. Οι τελευταίοι συνοδοιπόροι του Chuck Schuldiner σε αυτό το μαγικό μουσικό ταξίδι του. Ο μουσικός ο οποίος με τις οκτώ συνολικά κυκλοφορίες του, αναγκάζει εμάς που “παίζουμε” αυτό το άτυπο ranking game, να προβούμε σε εκατομμύρια συνδυασμούς ταξινομώντας τα album του. Με όποια σειρά κι αν επιλέξεις να τα ταξινομήσεις, πάλι κερδισμένος θα βγεις.

Avatar photo
About Νίκος Κορέτσης 500 Articles
Γεννήθηκε τη χρονιά που ο Dio δημιουργούσε ποίηση, τραγουδώντας “The world is full of kings and queens, who blind your eyes and steal your dreams…it’s Heaven and Hell”, “σφυρηλατήθηκε” μουσικά ακούγοντας τον Araya να ουρλιάζει “War ensemble” και συνέχισε την ενήλικη πλέον ζωή του διερωτώμενος “How did it come to this? Narcosynthesis” πατώντας στα χνάρια του αείμνηστου Dane. Διανύοντας πλέον την 4η δεκαετία της ζωής του, δηλώνει πιστός υπηρέτης του heavy metal και ανοιχτός σε νέα μουσικά μονοπάτια (με μέτρο), συνδυάζοντας αυτά τα δύο με καλή παρέα και τη συνοδεία άφθονης μπύρας. Θα μπορούσε κάλλιστα να είχε γίνει γιατρός, καθώς προσπαθεί με χειρουργικές κινήσεις να αποφεύγει τις κακοτοπιές που εμφανίζονται στη ζωή του, έχοντας στην κατοχή του το καλύτερο “ιατρικό εργαλείο” που ονομάζεται “ΜΟΥΣΙΚΗ”.