Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’70, στην Κοπεγχάγη, ο έφηβος Michael Trempenau ενεργοποιείται στα τμήματα θεάτρου και μουσικής στο τοπικό νεανικό club της περιοχής του. Οι πρώτες του εμφανίσεις μπροστά σε κοινό είναι ουσιαστικά γύρω από τη φωτιά και με φίλους, όταν παίζει με μια ακουστική κιθάρα μερικά τραγούδια του Bob Dylan. Ίσως οι μισές συγχορδίες να ήταν λάθος, όλοι όμως περνούσαν υπέροχα.
Στην απέναντι πλευρά του ωκεανού, κάπου στο Staten Island της Νέας Υόρκης, είμαστε στο 1978 και ο Vito Bratta απολαμβάνει την παρουσία του στο πρώτο συγκρότημα της διαδρομής του, τους Storm. Ήταν μια παρανοϊκή σύμπραξη παιδιών με διαφορετικά γούστα, καθώς ένας ήταν λάτρης του Bowie, άλλος εμμονικός με τους King Crimson, ο τρίτος με τους Rush, και ένας με τους Van Halen. Ο ντράμερ τους ήταν ο Nicky Capozzi, που έπαιξε τύμπανα στο πρώτο άλμπουμ των White Lion, “Fight to Survive”. Η καριέρα τους ήταν σύντομη. Έκαναν μερικές εμφανίσεις στο Staten Island και μετά διέλυσαν.
Στο μεταξύ ο Michael Trempenau, που θα γίνει από αυτή τη γραμμή ο γνωστός μας Mike Tramp, φτάνοντας στα 16 του χρόνια, δέχεται την πρόταση ενός σχετικά γνωστού και πετυχημένου γκρουπ της χώρας, των Mabel, και προσχωρεί στις τάξεις του με τα υπόλοιπα μέλη να είναι τουλάχιστον δέκα χρόνια μεγαλύτερα. Ρώτησε τη μητέρα του αν μπορούσε να αφήσει το σχολείο, και η ίδια, αν και σοκαρίστηκε, όντας μια χωρισμένη μητέρα με τρία παιδιά, σκέφτηκε πως δεν είχε τίποτα να χάσει. Οι Mabel περιόδευσαν για δυο χρόνια στην Ευρώπη, και στη συνέχεια μετακόμισαν ομαδικά στην Ισπανία. Ο ήχος τους σκλήρυνε και άλλο όταν άκουσαν το “Runnin’ with the Devil” των Van Halen και τους έπεσαν κυριολεκτικά τα σαγόνια.
Σε μια ντισκοτέκ της Μαδρίτης συνάντησαν τυχαία έναν Αμερικανό που τους πρότεινε να γίνει μάνατζέρ τους και προσφέρθηκε να τους φιλοξενήσει στο σπίτι του στη Νέα Υόρκη. Πούλησαν ότι είχαν και μετά από ένα μήνα έφυγαν. Στην ίδια πτήση επέστρεφαν από σχολική εκδρομή στην Ευρώπη περίπου 300 Αμερικανίδες, και δοκίμαζαν τις γνώμες τους για να καταλήξουν σε νέο όνομα. Όταν προσγειώθηκαν ήταν οι Lion, που γρήγορα μετονομάστηκαν σε Danish Lions.
Στο μεταξύ, ο Vito έπαιζε σε μια νέα μπάντα, τους Dreamer, έχοντας ήδη χτίσει μια σεβαστή υπόληψη σαν κιθαρίστας που οφειλόταν στην εμμονική του εξάσκηση. Εκείνο το ιστορικό βράδυ οι Danish Lions του Mike έπαιζαν μαζί με τους Dreamer, στο περίφημο “L’ amour”. Όταν ο Vito είδε τον Mike να μπαίνει στο club, ήταν ένας αληθινός σταρ. Όλα τα κεφάλια γύρισαν και αναρωτιόντουσαν ποιος είναι αυτός ο τύπος και τα κορίτσια δεν έπαιρναν τα μάτια τους από πάνω του. Ο Mike είδε τον Vito να περνά μέσα με τα μακριά μαύρα μαλλιά του και τα γυαλιά, και μια σπασμένη θήκη κιθάρας από την οποία κρεμόταν μια Stratocaster. Ζήτησε να συνδέσει την κιθάρα του σε έναν από τους μικρούς ενισχυτές εξάσκησης και ο Mike του απάντησε πρόθυμα, περιμένοντας να διασκεδάσει με τον τύπο αυτό. Τον παρακολούθησε έκπληκτος να σκίζει κάθε σόλο Van Halen και Randy Rhoads, και του έπεσε το σαγόνι. Δεν μπορούσε να σταματήσει να σκέφτεται πως αυτός ήταν ένας τύπος με τον οποίο έπρεπε να παίξει μαζί με κάθε τρόπο.
Ο Mike και ο Vito σχημάτισαν τους White Lion, και ο Mike έτρεχε παντού απελπισμένος, κάνοντας και τον μάνατζερ, χτυπώντας πόρτες. Κάποια στιγμή ο Vito του είπε να ζητήσουν βοήθεια από τους ιδιοκτήτες του L’ Amour, τον Michael και τον George Parente. Αλλά θα έπρεπε να αποκτήσουν άμεσα δικό τους υλικό. Ο Vito πήγε στο Queens που έμενε ο Mike, και άρχισαν με έναν άμεσο και μαγικό τρόπο να παίζουν μαζί. Το πρώτο τραγούδι που έγραψαν ήταν το “Broken Heart”, και αυτή η αρμονική συνεργασία τους στη σύνθεση ήταν κάτι που δεν διαταράχτηκε ποτέ.
Ο Bruno Ravel πήγε μια μέρα για πρόβα και είπε στον Vito πως είχε ακούσει ότι έγραφαν με τον Mike υλικό για δίσκο. Του ζήτησε να ακούσει τις ιδέες που είχε αυτός και ο Vito σταμάτησε να παίζει και του είπε “εσύ θα παίξεις μπάσο, εσύ είσαι ο μπασίστας”…
Οι ιδιοκτήτες του L’Amour είχαν μια μικρή εταιρεία μάνατζμεντ, την Loud and Proud, που προώθησε σχήματα σαν τους Overkill, Tyketto, Tora Tora και White Lion, βάζοντάς τους να ανοίγουν για μεγαλύτερα ονόματα. Οι White Lion έφτασαν σε χρόνο μηδέν να μπορούν να γεμίζουν το L’ Amour χωρίς να έχουν καν δισκογραφικό συμβόλαιο. Είχαν δημιουργήσει μεγάλο θόρυβο ήδη, και ο συνδυασμός ενός ιδιαίτερου και πολύ εμφανίσιμου τραγουδιστή με έναν εκπληκτικό κιθαρίστα που ακουγόταν σαν νέος Eddie Van Halen, βοήθησε να εδραιωθεί η φήμη τους.
Κάποια στιγμή οι μάνατζερ τους έστειλαν στη Γερμανία, τον Ιανουάριο του 1984, να ηχογραφήσουν το άλμπουμ “Fight to Survive”, καθώς προέκυψε μια συμφωνία με έναν παραγωγό και ένα στούντιο. Έπρεπε να πληρώσουν όμως οι ίδιοι τις πτήσεις τους και να μείνουν στο στούντιο. Ο Vito έγραψε αρχικά τις κιθάρες οδηγούς για να ηχογραφηθούν τα τύμπανα με το μπάσο. Όταν ολοκληρώθηκαν και τα φωνητικά, άκουσε έκπληκτος πως ο χρόνος δεν τους επέτρεπε να ηχογραφήσουν κανονικά τις κιθάρες και ο Vito έκανε το πρώτο άλμπουμ του με τους οδηγούς. Αυτός είναι και ο πραγματικός λόγος που πολλοί λένε πως το παίξιμό του βελτιώθηκε πολύ στο δεύτερο άλμπουμ.
Δυο εβδομάδες μετά την επιστροφή τους στην Αμερική, υπέγραψαν δισκογραφικό συμβόλαιο με την Elektra Records. Και ενώ οι εξελίξεις επιτέλους άρχισαν να τρέχουν με τη φωτογράφηση του γκρουπ για το άλμπουμ και τις συναντήσεις με τους ανθρώπους της δισκογραφικής, ένα τηλεφώνημα του μάνατζερ στην πρόβα τους ενημερώνει πως η εταιρεία τους αποδεσμεύει. Ήταν οι μέρες που η μπάντα έκανε ακόμα πρόβες στο υπόγειο του L’ Amour, ουσιαστικά μια ανοιχτή αποχέτευση νερού με κεκλιμένο δάπεδο, στο οποίο στέκονταν και έπαιζαν συχνά μέσα στο νερό που κυλούσε.
Ο νέος τους μπασίστας τότε, Dave Spitz, έφυγε για να προσχωρήσει στους Black Sabbath, και ο James LoMenzo πήγε για ακρόαση, και αρχικά απογοητεύτηκε όταν είδε πως ο ντράμερ Nicky Capozzi είχε φύγει και τη θέση του είχε πάρει ο Greg D’ Angelo. Εκείνο τον καιρό είχαν και έναν τρίτο μάνατζερ, τον Richard Sanders, ο οποίος κατάφερε να τους φέρει σε επαφή με την JVC Victor στην Ιαπωνία, και να εξασφαλιστεί και η άδεια από την Elektra. Έτσι, το “Fight to Survive” έφτανε τελικά στο New Jersey, το Staten Island και τη New York, εισαγόμενο από την Ιαπωνία, με τους πελάτες να πληρώνουν πάνω από εκατό δολάρια για ένα αντίτυπο του δίσκου. Μια απόπειρα προσέγγισης του John Zazula της Megaforce, δεν απέδωσε παρά την ανερχόμενη φήμη τους, αποδεικνύοντας τα ηχητικά στεγανά της εταιρείας.
Κάποια στιγμή είχαν πια έτοιμο υλικό για ακόμα ένα άλμπουμ, ουσιαστικά όλα τα τραγούδια του “Pride”. Όλα έγιναν ξανά με τον ίδιο τρόπο, το καλοκαίρι του 1986: ο ίδιος παραγωγός, το ίδιο στούντιο, όλα τα ίδια. Αυτό όμως τους βοήθησε πραγματικά να υπογράψουν στην Atlantic. Έτσι, δόθηκε η ευκαιρία στο γκρουπ, το καλοκαίρι του 1987, να ηχογραφήσει από την αρχή το άλμπουμ στο L.A. με τον παραγωγό Michael Wagener, που έχοντας τη φήμη του ομαδικού παίχτη, τους έκανε να νιώσουν σαν στο σπίτι τους και είχε μια καταπληκτική επικοινωνία και συνεργασία με τον Vito. Επιτέλους ένιωθαν πια περήφανοι για το “πραγματικό” πρώτο τους άλμπουμ.
Η επιτυχία τους χτύπησε άμεσα την πόρτα, με τα singles “Wait” και “When the Children Cry” να σπρώχνουν το άλμπουμ στην κορυφή και το γκρουπ στις αρένες. Σε μια περίοδο που το τσίρκο του rock & roll εξακολουθούσε να δελεάζει με όλους τους γνώριμους τρόπους, η μπάντα παρέμεινε καθαρή. Ο περίεργος Vito μπορούσε να αρνηθεί ακόμα και μια ελεύθερη μέρα ανεμελιάς στην πισίνα του ξενοδοχείου και να δουλεύει κλεισμένος στο δωμάτιό του.
Κάπως έτσι, στο τέλος της περιοδείας του “Pride” είχε ήδη έτοιμο ολόκληρο το “Big Game”…