Articles – Γυρίζοντας το νόμισμα

ARTICLE

Η εικόνα πυκνών μαυροφορεμένων μορφών στον περιβάλλοντα χώρο πριν την εμφάνιση των Ashes of Ares, έγινε γρήγορα στη σκέψη μου ένα νόμισμα με δυο όψεις. Αυθόρμητη η χαρά, η απόλαυση να βλέπεις μια μουσική κοινότητα να αφυπνίζεται, να συντονίζεται, να συναντιέται ξανά. Είναι σα να βρίσκει ένα απρόσμενο κουράγιο η μουσική να καρφώσει ξανά το δόρυ της στην καρδιά της κουραστικής καθημερινότητας, στους νόμους μιας βαρετής επαναλαμβανόμενης πρακτικής διαδικασίας της απλής επιβίωσης. Μετά το πέρας της όμορφης νύχτας, αποφάσισα να γυρίσω το νόμισμα ανάποδα.

Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από ένα πολύ διαφορετικό βράδυ στον ίδιο χώρο. Δεν έχουν τόση μεγάλη σημασία τα ονόματα των συγκροτημάτων που εμφανίστηκαν, καθώς η αμηχανία που ένιωθα μετρώντας σχεδόν τα ελάχιστα άτομα μπροστά στη σκηνή, δεν είχε να κάνει με τα γκρουπ, το είδος ή τον ήχο. Αν εξαιρέσεις κάποιους προνομιούχους εγχώριους ήρωες που μπορούν να καυχηθούν πως έχουν μια υποψία του όρου mainstream στην αποδοχή, είναι πολλές αυτές οι άδειες νύχτες, και ακόμα περισσότερες αυτές στις οποίες ανήκα στους απόντες. Γιατί φτάνουμε λοιπόν να αντιμετωπίζουμε τους δημιουργούς της ελληνικής σκηνής περίπου σαν τον κολλητό μας, που μπορεί να είναι ταλαντούχος, αλλά επειδή έχουμε εξαντλήσει κάθε μορφή οικειότητας και απομυθοποίησης μαζί του, δεν παίρνουμε ποτέ στα σοβαρά τα τραγούδια του;

Προσπαθώντας να κόψω το συρματόπλεγμα ανάμεσα στον λεγόμενο Έλληνα μεταλλά και τον μουσικό της εγχώριας σκηνής, έκανα πρώτα έναν βιαστικό απολογισμό στο μυαλό μου ανακαλώντας πόσα ξένα σχήματα “ωμέγα εθνικής” έχουμε κατά καιρούς μεγεθύνει, αποθεώσει, και κυριολεκτικά καλλιτεχνικά παραμορφώσει. Δεν έχουν σημασία τα ονόματα, ο καθένας μπορεί να βρει τα δικά του, όπως μπορεί ο καθένας να βρει τα αντίστοιχα αποθεωτικά σχόλια πολλών ακροατών του εξωτερικού κάτω από βίντεο ελληνικών συγκροτημάτων στο “σωλήνα”. Σήμερα πια, έχουμε την κεκτημένη με δύσκολη διαδρομή πολυτέλεια να έχουμε μια σκηνή με πολυμορφία. Έχουμε επιτέλους πλήθος από στούντιο με ανθρώπους που έχουν γνώσεις και αγάπη για τον ήχο. Έχουμε μουσικούς σκηνοθέτες που βρίσκουν λύσεις και τρόπους να ξεπεράσουν την μόνιμα δύσκολη οικονομική κατάσταση της χώρας και να δημιουργήσουν τα δικά τους μικρά μουσικά φιλμ. Περνώντας ξανά από το μυαλό μου την τελευταία πρόταση, ίσως να υπάρχει εκεί η μοναδική καλή δικαιολογία για τους έρημους χώρους. Είναι αλήθεια πως οι περισσότεροι μετράμε τα κουκιά μας, ξανά και ξανά, και επενδύουμε δύσκολα πια σε μια έξοδο για live, για ένα cd, ένα T-shirt. Θεμιτά όλα αυτά, ως τη στιγμή που θα πέσουμε θύμα εκμετάλλευσης της επόμενης διοργάνωσης που θα μας αδειάσει ακόμα μια φορά την τσέπη για το ίδιο μεγάλο όνομα, που πρέπει να βλέπουμε σαν συνταγή γιατρού, συχνά χωρίς τα ποσό να μεταφράζεται σε ανάλογη υπηρεσία.

Αναρωτιέμαι συχνά γιατί η υπόθεση της ελληνικής σκηνής δεν ιντριγκάρει τον κόσμο όσο αξίζει και θα έπρεπε. Μήπως έχει να κάνει με την λάθος αντίληψη του φαινομένου; Μήπως μέσα σε όλο αυτό το χάσμα μουσικών και ακροατών, έχουμε μια ευθύνη και όλοι εμείς που δεν προσδιορίζουμε, ο καθένας από τη θέση του, αυτή τη σκηνή με την κατάλληλη προσέγγιση; Είναι φυσιολογικό ένας που λιώνει καθημερινά στα μουσικά ντοκιμαντέρ να μην έχει την περιέργεια να παρακολουθήσει τι ακριβώς γίνεται δίπλα του; Πώς είναι δυνατό να περνούν τόσο αθόρυβα οι μουσικές περιπέτειες τόσων δημιουργών της χώρας, μιας χώρας που ανέκαθεν τους έβαζε χίλια εμπόδια; Όλοι εμείς που ανοίξαμε μουσικά βιβλία, βιογραφίες αστέρων, περιγραφές μουσικών κινημάτων, γιατί δεν έχουμε την αυτονόητη περιέργεια να βιώσουμε, να παρακολουθήσουμε, να μάθουμε όλα αυτά που συμβαίνουν εδώ; Πότε θα μας μάθουν οριστικά να μην ξεχωρίζουμε τις λίστες μας σε ελληνικά metal άλμπουμ και τα υπόλοιπα;

Δεν μπορεί να ξεβιδωθεί από το μυαλό μου πως η σχέση είναι δούναι και λαβείν. Δεν μπορεί να έχεις μεγάλους εγχώριους αστέρες αν κι εσύ δεν τους αντιμετωπίσεις κάποια στιγμή σαν αυτό. Και ίσως σε αυτή την εξίσωση, το μπαλάκι να πέφτει λίγο περισσότερο σε μας, γιατί έτσι είναι η χώρα μας και είναι απαραίτητη η υπέρβαση για να αποφύγουμε όσα μας κρατούν πίσω. Ο Έλληνας Neal Preston θα αντιμετωπίσει με τον φακό του τον Έλληνα frontman σαν τον Robert Plant, και μαζί υπάρχει μια σοβαρή πιθανότητα να αποκολληθούν από τα μίζερα δεδομένα μας, ο Έλληνας Russell Mulcahy μπορεί να σπρώξει στα πλάνα του φιλμ του τον τοπικό Bon Scott, δίνοντας και παίρνοντας ταυτόχρονα κάτι από το μαγικό υλικό των μύθων. Σίγουρα αυτό που δεν αξίζει στη σημερινή σκηνή είναι η εύκολη και αβασάνιστη απαξίωση.

Και φυσικά οι εγχώριοι μουσικοί δεν είναι υποχρεωμένοι να καλλιεργήσουν με τεχνητούς τρόπους το δικό τους μύθο για να είναι εξίσου σεβαστοί με τους απόμακρους ξένους συναδέλφους τους. Χρειάζεται ετοιμότητα και εγρήγορση να αποφύγει κανείς την υποτίμηση στους μουσικούς της διπλανής πόρτας. Σε άλλες χώρες ακόμα και οι δύστροποι μουσικοί γραφιάδες μεγάλωσαν κοντά σε μουσικούς της διπλανής πόρτας, εμείς μεγαλώσαμε με μουσικούς μιας πολύ μακρινής πόρτας και έχοντας τώρα τους δημιουργούς κοντά μας, με ίδια ονόματα με τα δικά μας και κοινά καθημερινά προβλήματα με τα δικά μας, η ζυγαριά μπορεί να χαλάσει εύκολα. Αν είμαι βαρετός και μέτριος μέσα σε μια ζαλισμένη καθημερινότητα τυπικών προτεραιοτήτων, το πιθανότερο είναι να περάσω κάποιους σαν βαρετούς και μέτριους σε ένα κείμενο απλής διεκπεραίωσης.

Η εικόνα δείχνει πως είμαστε όλοι μαζί ολομόναχοι, σχεδόν αποκομμένα μέρη της ίδιας κοινότητας μέσα στην πραγματικότητα αυτής της χώρας. Αυτό που μένει να κάνουμε είναι να συνειδητοποιήσουμε πως φτάσαμε να είμαστε μέσα σε κάτι που πολλά χρόνια πριν το θαυμάζαμε από μακριά, πως η ανάλογη δράση είναι μέσα στα πόδια μας, και να βρούμε εμπνευσμένους ρόλους, να κάνουμε το δικό μας παιχνίδι.

Περίεργοι θεατές που δεν βαρέθηκαν να πάνε στη συναυλία, διψασμένοι καταγραφείς ντόπιων γεγονότων, φωτογράφοι και κινηματογραφιστές μιας δικής μας μουσικής ιστορίας, είμαστε όλοι μαζί ολομόναχοι σε μια συναρπαστική περιπέτεια στη χώρα του φολκλόρ.

Ο μονόδρομος του αλληλοσεβασμού μπορεί να αρχίσει από τις μεγάλες διοργανώσεις του καλοκαιριού απέναντι στις ελληνικές μπάντες που ανοίγουν για τα θηρία, με όλα όσα μπορεί να υποδηλώνει αυτή η τελευταία πρόταση…

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 923 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.