Articles – 10 ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ SOUNDTRACKS

ARTICLES

Λίγα λόγια για το έργο:
Η αρχική σκέψη ήταν ένα αφιέρωμα στα καλύτερα soundtracks ταινιών τρόμου ή στα soundtracks των καλύτερων ταινιών τρόμου. Με τόσες και τόσες λίστες, όμως, που μπορεί να βρει κανείς με μια αναζήτηση των 2 δευτερολέπτων στο Google, μου φάνηκε ανούσιο, αν όχι βαρετό. Έτσι, το γύρισα στα προσωπικά αγαπημένα. Το ένα έφερε το άλλο και το αφιέρωμα κατέληξε να μην αφορά καν ταινίες και σειρές τρόμου, τουλάχιστον όχι αποκλειστικά. Φυσικά, δεν υπάρχει ίχνος αντικειμενικότητας και σίγουρα μπορεί να βρει κανείς πολύ πιο πλήρεις και κατατοπιστικούς οδηγούς με ελάχιστο ψάξιμο. Ελλείψει άλλων «πρωτότυπων» ιδεών, ο τίτλος έμεινε να θυμίζει έκθεση δημοτικού, αλλά μάλλον είναι και ο πιο ακριβής. Στη λίστα που ακολουθεί, η κατάταξη είναι τυχαία.

Let The Right One In (2008)

Το Let The Right One In το είχα δει στο Ιντεάλ στην Πανεπιστημίου και όταν πήγα να μπω στην αίθουσα κόλλησα για λίγο ακούγοντας το ομώνυμο θέμα που έπαιζε στους τίτλους τέλους της προηγούμενης προβολής. Σκέφτηκα ότι με τέτοια μουσική, μάλλον κάτι καλό θα έβλεπα κι ευτυχώς έπεσα μέσα, αφού την θεωρώ μία από τις καλύτερες ταινίες τρόμου από το 2000 και μετά. Το soundtrack είναι λιτά συμφωνικό σε κάποια σημεία, ελαφρώς ambient σε άλλα και αρκούντως υπνωτιστικό και υπόγεια απειλητικό – ιδανική μουσική επένδυση για την εκ πρώτης όψεως αγνή και συγκινητική, αλλά κατά βάθος τρομακτικά διφορούμενη ιστορία αγάπης μεταξύ των δύο ηρώων: Tου δωδεκάχρονου, απόκληρου και μοναχικού Όσκαρ και της συνομήλικής του (για πάρα πολλά χρόνια) Έλι, ενός βαμπίρ που μετακομίζει στο διπλανό σπίτι και απομένει το ίδιο μόνο όταν ο ηλικιωμένος προστάτης και τροφός του πεθαίνει. Σε μία από τις πιο συναισθηματικά φορτισμένες σκηνές, όπου ο Όσκαρ κλείνεται στο δωμάτιό του πιστεύοντας ότι η Έλι τον έχει εγκαταλείψει, σκαλίζει αμήχανα κάτι μινιατούρες αυτοκινήτων και κοιτάζει με βουβή θλίψη το είδωλό του και τον άδειο, χιονισμένο δρόμο στο θολό τζάμι, ακούγεται το κεντρικό μουσικό θέμα, που ξεκινάει με ακουστική κιθάρα για να κορυφωθεί σε ένα συνταρακτικό κρεσέντο εγχόρδων. Κι επειδή η περιγραφή αυτή σίγουρα μειώνει την όλη οπτικοακουστική αξία, θα αναφέρω δύο παραδείγματα, που ίσως είναι πιο κατατοπιστικά: To πρώτο είναι το αμερικάνικο remake του 2010 – αχρείαστο σίγουρα αλλά όχι κακό, αφού προσπαθεί, τουλάχιστον, να μείνει όσο το δυνατόν πιο πιστό στο πρωτότυπο. Πολλές σκηνές, όπως αυτή που περιέγραψα, είναι σχεδόν κοπιαρισμένες, αλλά χωρίς την ίδια μουσική, δεν πιάνουν μία. Μια γρήγορη σύγκριση, νομίζω, αρκεί. Το δεύτερο είναι ένας οικογενειακός γνωστός, κατά φαντασίαν διανοούμενος και αμετανόητος πολιτικολόγος, ο οποίος σε κάθε γιορτή και γενέθλια έσπευδε απρόκλητα να μου ζαλίζει τον έρωτα με τις θεωρίες και τις αναλύσεις του. Αυτός ο άνθρωπος, λοιπόν, με τον οποίο ελάχιστα ταιριάζουν τα γούστα μας και που κάποια στιγμή έτυχε να δει το Let Τhe Right One In περιμένοντας μάλλον κάτι Ευρωπαϊκό και κουλτουριάρικο, μου έπιασε κουβέντα και το πρώτο πράγμα που ανέφερε ήταν η μουσική: «Καταπληκτική μουσική», είχε πει. Αν δεν πιστεύετε εμένα, πιστέψτε αυτόν.


Elfen Lied (2004)

Ειλικρινά λυπάμαι τον δυστυχή συνεπιβάτη, που καθόταν δίπλα μου σε μια πολύωρη πτήση και πιθανόν κρυφοκοιτούσε από βαρεμάρα το τάμπλετ, στο οποίο είχα βάλει να δω το Elfen Lied. Τον λυπάμαι για τους κουβάδες αίματος και κομμένων μελών που έβλεπε και για την μουσική που δεν άκουγε. Το soundtrack του Elfen Lied και λειτουργικό είναι και ενδιαφέρον έχει με τα διάσπαρτα experimental ηλεκτρονικά περάσματα και με κάποια πολύ όμορφα θέματα διανθίζεται, όπως το Yokusoku. Αλλά, κακά τα ψέματα, μουσικά το Elfen Lied αρχίζει και τελειώνει με το Lilium, το θέμα των εναρκτήριων τίτλων. Είναι, μάλλον, το καλύτερο κομμάτι που έχω ακούσει ποτέ σε anime και μία από τις λίγες περιπτώσεις, που δεν έκανα ποτέ skip την εισαγωγή. Τι κι αν επαναλαμβάνεται περισσότερες φορές απ’ όσες, ίσως, χρειαζόταν; Δεν καίγεται ποτέ. Οδυνηρό και λυτρωτικό ταυτόχρονα, όπως η ακραία αιματοβαμμένη, αλλά και βαθύτατα συγκινητική ιστορία του.


The Snowman (1982)

Το Snowman το είχα δει πρώτη φορά Χριστούγεννα στην ΕΡΤ όταν ήμουν 6 χρονών και τρία πράγματα μου έμειναν: Πρώτον, το σχέδιο, που με ξένισε γιατί δεν έμοιαζε με τα υπόλοιπα κινούμενα σχέδια, που έδειχνε τότε η τηλεόραση. Δεύτερον, ότι για παιδικό ήταν στενάχωρο. Και τρίτον, η μουσική: Τη μελωδία του πιάνου δεν την ξέχασα ποτέ, κι ας απέφευγα επιμελώς για χρόνια να ξαναδώ την ταινία. Όταν, τελικά, μετά από πολύ καιρό, το έκανα, το σχέδιο δεν με ξένιζε πια – είναι πανέμορφο στην απλότητά του. Η ταινία είναι όντως στενάχωρη: Η φιλία του αγοριού με τον χιονάνθρωπο που ζωντανεύει, απλά και χαριτωμένα δοσμένη, χωρίς φανφάρες και εφέ, το μαγικό ταξίδι τους μέχρι την χώρα των Χριστουγέννων και η αμείλικτη επιστροφή στην πραγματικότητα, όταν το αγόρι ξυπνά το επόμενο πρωί και τρέχει στην αυλή, ενθουσιασμένο που θα ξαναδεί τον φίλο του, μόνο και μόνο για να βρει έναν σωρό από λιωμένο χιόνι. Και, τέλος, η μουσική – η σκηνή όπου ο χιονάνθρωπος παίρνει το αγόρι από το χέρι και πετούν μαζί στον ουρανό, πάνω από χιονισμένα χωριά, υπερωκεάνια και φάλαινες, μέχρι τον Βόρειο Πόλο, ενώ παίζει το Walking in the Air, το μοναδικό τραγούδι στο soundtrack, μαγευτικά απόκοσμο, μελαγχολικό και κατά κάποιο τρόπο επώδυνο, όπως η ταινία. Ίσως τελικά να είχα δίκιο που απέφευγα τόσα χρόνια να ξαναδώ το Snowman, το Walking in the Air, πάντως, δεν πάνε ούτε 3 μέρες που το ξανάκουσα για νιοστή φορά, κι ας είναι ντάλα καλοκαίρι.


The Running Man (1987)

Δεν υπήρχε περίπτωση να μην μπει Σβαρτσενέγκερ και οι υποψηφιότητες πολλές – Κόναν ο Βάρβαρος και Εξολοθρευτής οι πιο προφανείς επιλογές. Το πρώτο που μου έρχεται αυθόρμητα στο μυαλό, όμως, είναι ο Άτρωτος, κατά την Ελληνική μετάφραση. Ναι, μπορεί να μην είναι η καλύτερη ταινία του Σβαρτσενέγκερ. Ναι, συνολικά το soundtrack μπορεί να μην είναι κάτι το αξιομνημόνευτο. Μπαίνει, όμως, στη λίστα για την τελευταία σκηνή, όπου ο Μπεν Ρίτσαρντς, αφού έχει κατατροπώσει όλους τους αντίπαλους μονομάχους και το αρχικάθαρμα – τηλεπαρουσιαστή Κίλιαν πετώντας τη μία καυστική ατάκα μετά την άλλη, φιλάει με πέτρινο ύφος την καλή του στο άδειο στούντιο, ενώ παίζει ο AOR ύμνος Restless Heart του John Parr. Είναι μια σκηνή φτιαγμένη για να σηκώνεται ο κόσμος στο σινεμά και να χειροκροτάει (έχω την εντύπωση ότι στην προβολή που είχα πάει, όντως χειροκροτούσαν στο τέλος) και, βέβαια, έχει τη μουσική υπόκρουση που της αρμόζει. Αναρωτιέμαι με μια κάποια μελαγχολία γιατί είναι τόσο δύσκολο πια α) να πετύχεις ταινίες όπου ο καλός νικάει στο τέλος και χάνεται στο ηλιοβασίλεμα αγκαλιά με το κορίτσι του, β) να ακούσεις τραγούδια σαν το Restless Heart χωρίς να νομίζεις ότι τρως ξαναζεσταμένο φαγητό και γ) να βρεις το πρώτο άλμπουμ του John Parr κάτω από τα 40€.


Fist of Fury (1972)

Σίγουρα δεν ενδιαφέρει κανέναν, αλλά ο Bruce Lee δεν είναι ούτε κατά διάνοια ο αγαπημένος μου πρωταγωνιστής ταινιών πολεμικών τεχνών – θεωρώ τον Gordon Liu, τον Yuen Biao και τον Sammo Hung σκάλες ανώτερους. Ομοίως, το Fist of Fury ή Chinese Connection ή Ματωμένες Γροθιές του Καράτε, όπως ήταν ο τίτλος της ελληνικής βιντεοκασέτας (κι ας μην είναι καράτε αλλά κουνγκ φου) δεν θα το έβαζα ούτε καν στην καλύτερη εικοσάδα. Το βάζω, όμως, στη λίστα αυτή για το χορωδιακό, επικό και ηρωικό κεντρικό μουσικό θέμα του, το οποίο μου έχει καρφωθεί στο μυαλό από τότε που είδα για πρώτη φορά την ταινία στο δημοτικό και το οποίο ακόμη και τώρα κατά καιρούς βάζω να παίζει απανωτά. Μάλιστα, είχα αγγαρέψει τότε τον πατέρα μου να αντιγράψει την βιντεοκασέτα (η εφιαλτική διαδικασία απαιτούσε δεύτερο βίντεο που έπαιρνε μίνι κασετούλες της μισής ώρας – άρα τέσσερεις τέτοιες για να χωρέσει όλη η ταινία – τις οποίες μετά έπρεπε να αντιγράψεις μία – μία σε κενή βιντεοκασέτα) για δύο μόνο λόγους: Το ξύλο και τη μουσική. Ξανά και ξανά, άκουγα τη μουσική στην αρχή, μετά το έτρεχα στις σκηνές ξύλου και μετά στο τέλος για να ξανακούσω τη μουσική. Το ξύλο το έχω πια ξεχάσει τελείως, τη μουσική ποτέ.


Tag (2015)

Το Tag είναι μία από τις αγαπημένες μου ταινίες του Sion Sono – απ’ όσες έχω καταφέρει να δω, τουλάχιστον, αφού κι ο ίδιος μπορεί να έχει ξεχάσει πόσες έχει γυρίσει. Θα το πρότεινα χωρίς δεύτερη κουβέντα σε όσους αγαπούν το ιαπωνικό horror στα παλιά καλά του, δηλαδή με πολύ σπλάτερ, νοσηρότητα και σουρεαλισμό. Έξτρα πόντους παίρνει για τις γλυκύτατες πρωταγωνίστριες και – για να μπω επιτέλους στο θέμα – τη μουσική. Ως προς το τελευταίο, θα είμαι αιώνια ευγνώμων στο Tag, αφού χάρη σε αυτό έμαθα τους ΜΟΝΟ και αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που το προσθέτω στη λίστα. Έτσι, το Pure As Snow θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι το κεντρικό μουσικό θέμα της ταινίας, ενώ σε μία σκηνή καταδίωξης και μακελειού (ένα από τα πολλά, στα οποία ανεξήγητα «διακτινίζεται» η πρωταγωνίστρια), ακούγεται το The Last Dawn. Στο συγκλονιστικό φινάλε, όπου σκηνές αιματηρής βίας αποδίδονται με άκρως ποιητικό τρόπο (πιστεύω ότι ο Sono είναι ίσως ο τελευταίος εναπομείνας Ιάπωνας σκηνοθέτης με ούμπαλα), ακούγονται διαδοχικά το The Land Between Tides και πάλι το Pure As Snow, η εικόνα δε που αναπόφευκτα μου έρχεται στο μυαλό κάθε φορά που ακούω το τελευταίο είναι η σκηνή ακριβώς πριν τους τίτλους τέλους: Σε μια λήψη από ψηλά, η πρωταγωνίστρια ξαπλωμένη ανάσκελα στο χιόνι, πριν σηκωθεί και χαθεί από το κάδρο τρέχοντας ανάλαφρα.


Violet Evergarden (2018)

Σπάνια μια τόσο όμορφη ιστορία αποδίδεται τόσο όμορφα οπτικά όσο αυτό το anime κομψοτέχνημα. Κι ακόμα πιο σπάνια – ειδικά στους μεταμοντέρνους καιρούς που διανύουμε – μια ιστορία καταφέρνει να πραγματεύεται τόσο σεμνά και διακριτικά τα πιο βαθιά ανθρώπινα συναισθήματα χωρίς να γίνεται ποτέ διδακτική ή μίζερη. Το ίδιο σεμνή και διακριτική είναι και η ηρωίδα, πρώην φονική πολεμική μηχανή και νυν δακτυλογράφος (κούκλα αυτόματης γραφής είναι η ακριβής περιγραφή) στην προσπάθειά της να αποκωδικοποιήσει ακατανόητα για την ίδια συναισθήματα μέσα από τις επιστολές, που γράφει κατά παραγγελία και για λογαριασμό άλλων ανθρώπων. Σε απόλυτη αρμονία με τα παραπάνω είναι και η μουσική επένδυση, οπότε μπαίνει στη λίστα χωρίς δεύτερη σκέψη. Θυμίζοντας κάτι από Danny Elfman (ίσως όχι τυχαία, αφού η ηρωίδα φέρνει κάπως σε Ψαλιδοχέρη με τα μηχανικά χέρια και την αρχικά «ρομποτική» συμπεριφορά της), το γλυκά μελαγχολικό soundtrack του Αμερικανού Evan Call μπορεί να φέρει στα όριά τους όσους ντρέπονται να βουρκώσουν. Ως συνδυασμός ιστορίας, εικόνας και μουσικής, θα ήθελα να ελπίζω ότι το Violet Evergarden θα μπορούσε να κάνει ακόμη και τους απανταχού zoomers νιχιλιστές του πληκτρολογίου να αναθεωρήσουν λίγο την άποψή τους για την ανθρωπότητα.


Hausu (1977)

Δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι το Hausu, ή House, όπως είναι ο αγγλικός τίτλος, είναι το ιαπωνικό Evil Dead πριν το Evil Dead και δεν είμαι βέβαιος ότι ο Sam Raimy θα έφτιαχνε τα Evil Dead όπως τα έφτιαξε, αν δεν είχε δει πρώτα το Hausu. Φυσικά, καμία απόδειξη δεν έχω, αλλά οι ομοιότητες, ειδικά στο Dead By Dawn, είναι, νομίζω, αρκετά εμφανείς. Αυτό, όμως, που δεν μπόρεσαν να πιάσουν (και δεν θα μπορούσαν να πιάσουν λόγω διαφορετικής κουλτούρας και καταβολών) τα Evil Dead είναι η εκτός ελέγχου παλαβομάρα του Ιάπωνα «προκατόχου» τους. Στην παλαβομάρα αυτή συμβάλλει τα μέγιστα το soundtrack, που έχει επιμεληθεί ένα τοπικό rock συγκρότημα με το όνομα Godiego, για το οποίο δεν έχω την παραμικρή ιδέα. Φαινομενικά, είναι το ακριβώς αντίθετο από αυτό που θα περίμενε να ακούσει κανείς σε ταινία τρόμου, κάτι που γίνεται αμέσως αντιληπτό από το up-tempo, καρτουνίστικο βασικό θέμα – αν και οι πιο παρατηρητικοί μάλλον θα εντοπίσουν την υποβόσκουσα παράνοια στις γραμμές του πιάνου. Στη συνέχεια έχουμε μια μίξη από 60s pop, blues και acid jazz / rock, ενώ προσωπικά ξεχωρίζω το ωραιότατο και, περιέργως, με καλή αγγλική προφορά Cherries Were Made for Eating, που θα μπορούσαν να έχουν γράψει οι Searchers ή κάποια άλλη μπάντα πέριξ του Mersey, καθώς και την pop μπαλάντα Love Theme, με ιαπωνικό στίχο. Το επίτευγμα δε είναι ότι αυτό το μουσικό αλαλούμ καταφέρνει να κουμπώσει τέλεια τόσο στην πολύχρωμη, παστέλ pop φωτογραφία, όσο και στο ψυχεδελικό πανδαιμόνιο, που επικρατεί στο τελευταίο 1/3 της ταινίας. Γι’ αυτό τον λόγο, λοιπόν, κι επίσης επειδή είμαι σίγουρος ότι αν κάποιος επιχειρούσε να κάνει κάτι ανάλογο σήμερα, το αποτέλεσμα θα ήταν ανυπόφορα χιπστεράδικο, βάζω το Hausu στη λίστα κι ας μην είναι το άλμπουμ που θα ακούσω στο repeat.


The Wind Rises (2013)

Το πρώτο που θα σκεφτεί κανείς ακούγοντας το όνομα του Hayao Miyazaki είναι το Spirited Away, το Princess Mononoke, το Howl’s Moving Castle, το Castle in the Sky ή κάποιο άλλο από τα γνωστά και μη εξαιρετέα. Με λίγη προσπάθεια, ίσως κάπου προς το τέλος του έρθει στο μυαλό και το The Wind Rises. Κακώς κατά την ταπεινή μου άποψη, αφού η ιστορία του ανθρώπου που σχεδίασε το καταδιωκτικό Zero του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μπορεί στα χαρτιά να μην ακούγεται τόσο θελκτική, αλλά στην πράξη είναι ένας άκρως συγκινητικός συνδυασμός ρεαλιστικού δράματος και μαγευτικής ονειροφαντασίας. Και μουσικά να το δει κανείς, το The Wind Rises σίγουρα δεν είναι το πιο αναγνωρίσιμο από τα soundtracks που έχει συνθέσει ο Joe Hisaishi για τις ταινίες του Miyazaki. Λογικό μεν, αφού δεν είναι η πιο γνωστή του ταινία, δεν έχει και κάποιο «χιτάκι» όπως λ.χ. το Carrying You ή το One Summer’s Day, αλλά και πάλι το βρίσκω λιγάκι άδικο. Το ότι το βάζω, πάντως, με το χέρι στην καρδιά στη λίστα δεν είναι επειδή ματαιοπονώ πως έτσι αποκαθιστώ κάποια αδικία ούτε για να σνομπάρω τα «χιτάκια», τα οποία ούτως ή άλλως μου αρέσουν πολύ. Δεν είναι καν επειδή το A Journey, το κεντρικό θέμα με το μαντολίνο και την απόμακρη ορχηστρική εσάνς από Χατζηδάκη, είναι ένα από τα προσωπικά αγαπημένα μου του Hisaishi. Είναι επειδή η συγκεκριμένη μουσική ακούγεται σε τρεις σκηνές: Η πρώτη είναι στην αρχή, όταν ο νεαρός ακόμα πρωταγωνιστής ονειρεύεται ότι πετάει με την αυτοσχέδια ιπτάμενη μηχανή του, πριν τον καταρρίψουν οβίδες με πρόσωπα σκιών. Η δεύτερη είναι στη μέση, όταν μια ριπή ανέμου παρασέρνει την ομπρέλα της Naoko και γίνεται η αφορμή για την γνωριμία της με τον πρωταγωνιστή. Και η τρίτη στο νεκροταφείο αεροσκαφών στο τέλος, με τα φαντάσματα ανθρώπων και αεροπλάνων. «Ήταν όμορφη, σαν τον άνεμο», λέει κάποια στιγμή το φάντασμα του Ιταλού αεροναυπηγού Caproni στον πρωταγωνιστή εννοώντας τη Naoko και νομίζω ότι το ίδιο θα μπορούσε να πει κανείς και για τη μουσική.


The Omen (1976)

Το συγκεκριμένο θα το ξεπετάξω, καθώς ο χρόνος παράδοσης του παρόντος αφιερώματος πιέζει, αλλά, για να πω την αλήθεια, δεν ξέρω τι άλλο θα μπορούσα να προσθέσω σε όσα έχουν επί δεκαετίες γραφτεί για ένα από τα εμβληματικότερα και τρομακτικότερα soundtracks όλων των εποχών. Κι αν ρωτούσε κανείς «αφού βάζεις classics γιατί αυτό και όχι το Suspiria, το Halloween, το Rosemary’s Baby κλπ κλπ), θα απαντούσα το εξής: Ταινίες που με έκαναν να λερώσω το βρακάκι μου σε τρυφερές ηλικίες υπήρξαν πολλές. To The Omen, όμως, ήταν η μοναδική περίπτωση όπου η μουσική με τρόμαξε πιο πολύ από την εικόνα.

Κείμενο: Στέφανος Δημόπουλος

Avatar photo
About Soundcheck Partner 293 Articles
Souncheck.network