Άρθρο – RUSH: “Afterimage”

ΑΡΘΡΟ

Βρισκόμαστε στο Νοέμβριο του 1983 και οι Καναδοί Rush επιστρέφουν στο οικείο και αγαπημένο τους “Le Studio”, στην οροσειρά Laurentian, νότια της πόλης Morin Heights του Quebec, να ξεκινήσουν τις ηχογραφήσεις για το επόμενο άλμπουμ τους. Μετά από πολλούς προβληματισμούς και συζητήσεις, μια σημαντική απόφαση είχε παρθεί ομόφωνα: ανακοινώθηκε η λήξη συνεργασίας με τον μόνιμο ως τότε παραγωγό τους –και σχεδόν τέταρτο μέλος τους- Terry Brown.

Οι Rush απευθύνθηκαν στον Άγγλο παραγωγό Steve Lillywhite, γνωστό από τις δουλειές του με πολύ μεγάλα ονόματα όπως οι U2, Rolling Stones, Peter Gabriel, Ultravox και πολλούς άλλους. Μία πρόταση από τους Simple Minds ήταν αρκετή για να παρατήσει την τελευταία στιγμή ο Lillywhite τους Καναδούς, κάνοντας υποτιμητικές δηλώσεις για τη μουσική τους. Αμέσως αποφασίζουν να αναλάβουν μόνοι τους την παραγωγή, με τη βοήθεια του Peter Henderson που είχε δουλέψει με τους Supertramp, Frank Zappa και King Crimson.

Μια ξαφνική τραγωδία τάραξε τα ομαλά νερά των ηχογραφήσεων και σημάδεψε για πάντα τις μνήμες των ηχογραφήσεων του θρυλικού “Grace Under Pressure”. O Robbie Whelan, ήταν μηχανικός ήχου που είχε ήδη δουλέψει μαζί τους στα άλμπουμ “Permanent Waves”, “Exit Stage Left”, “Moving Pictures” και “Signals”.  Ο Whelan δεν ασχολήθηκε απλά και μόνο με την παραγωγή, αλλά είχε γίνει στενός φίλος τους και ήταν σχεδόν αναπόσπαστο κομμάτι της προσωπικής τους ζωής. Μεταξύ άλλων, δίδαξε στον Peart σκι,  και έκανε συχνά σκι μαζί του: “I remember the shouts of joy, skiing fast through the woods, I hear the echoes”. O Whelan σκοτώθηκε πηγαίνοντας για το στούντιο, σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα κατά τη διάρκεια μιας χιονοθύελλας.

Το “Afterimage” γράφτηκε για να τιμήσουν τη μνήμη του και την αγάπη του για τη ζωή. Ο Lifeson θυμάται χαρακτηριστικά τα χαμηλωμένα φώτα στο στούντιο και τη συναισθηματική φόρτιση της ηχογράφησης. Η ηχογράφηση ενός τραγουδιού για έναν αγαπημένο φίλο που έχασε άξαφνα τη ζωή του ήταν γεμάτη με στιγμές οδύνης και θλίψης, και κατέληξε σε μια συναισθηματική εμπειρία για την οποία δύσκολα μπορεί να είναι κανείς προετοιμασμένος, όπως ο Lifeson παραδέχτηκε: “Θέλαμε να γιορτάσουμε τη χαρά του για τη ζωή, αλλά υπάρχει μια θλίψη στη μουσική, και το σόλο της κιθάρας είναι μια μετάφραση αυτού. Τον σκέφτομαι κάθε φορά που παίζουμε αυτό το τραγούδι. Δούλευε στο Le Studio, οπότε ήμασταν ακριβώς εκεί που ήταν. Χαμηλώσαμε λίγο τα φώτα και ήμουν συγκινημένος και συνεπαρμένος. Δεν ξέρω πόσες φορές τα μάτια μου δάκρυσαν σε αυτό το σόλο, όταν το γράφαμε. Στα μισά της πορείας, επηρεαζόμουν τόσο πολύ και έβγαινα εκτός χρόνου, οπότε το γυρνούσαμε προς τα πίσω και έλεγα με λυγμούς, εντάξει, ας το δοκιμάσουμε ξανά. Έτσι το σόλο ήταν έτσι για μένα,  συγκλονιστικό. Συντονίστηκα απόλυτα με τους στίχους”.

Ο Geddy από τη μεριά του θυμάται: “Στο Afterimage χρησιμοποίησα έναν συνδυασμό φωνητικού ήχου και ανθρώπινης φωνής και έπαιξα κάποιες ενστικτώδεις μελωδίες που καλύπτουν το κύριο μέρος, το οποίο δημιούργησε μερικές συναισθηματικές κορυφές και μεταπτώσεις. Δεν υπάρχει τίποτα σαν να το κάνεις αυτό αυθόρμητα. Νομίζω ότι αυτό είναι μέρος της μαγείας της δημιουργίας δίσκων. Όταν παίζεις ένα θέμα με έναν ήχο που αγαπάς, σχεδόν οτιδήποτε παίζεις ακούγεται όμορφο. Το να ακούς ένα μουσικό κομμάτι που είναι καλά δομημένο και να προσπαθείς να ταιριάξεις αυθόρμητα νότες για να αυξήσεις τα συναισθήματά σου, αυτή είναι η μαγεία της ηχογράφησης που αγαπώ περισσότερο”.

Δύσκολο να φανταστεί κανείς πως μπορεί να αλλάξει κάτι στο “Afterimage”. Υπάρχει μια ελκυστική αμεσότητα που φέρνει ισορροπία στις μνήμες θλίψης και πένθους, και το τραγούδι δεν επιβαρύνεται με υπερβολές. Υπάρχει νοσταλγία και ομίχλη, μια ευγενική ανάκληση εικόνων και ήχων, ένα δέσιμο ενός ρυθμού που σπρώχνει μπροστά τη συνέχεια της ζωής με τις παρεμβολές διακριτικών ήχων πικρής ομορφιάς. Το σόλο του Lifeson με την ταυτόχρονη χρήση ευρηματικών ρυθμικών πραγματικά αναδεικνύει ακόμα περισσότερο το ιδιαίτερο κλίμα του. Έχοντας φανερά εκτιμήσει διαφορετικές προσεγγίσεις συναδέλφων από άλλους χώρους, όπως ο Edge των U2, o Midge Ure των Ultravox και ο Andy Summers των Police, άνοιξε νέους διαδρόμους στη δομή των τραγουδιών, και εναλλακτικούς τρόπους έκφρασης απέναντι στα παραδοσιακά σόλο.

Το άλμπουμ κυκλοφόρησε τελικά στις 12 Απριλίου 1984 και ήταν αφιερωμένο στη μνήμη του  Whelan. To “Afterimage” κυκλοφόρησε σαν single τον Μάιο του 1984, αποκλειστικά στην Ιαπωνία και με το “The Body Electric” σαν b’ side. H προώθησή του όμως συνοδεύτηκε με ένα βίντεο, σε σκηνοθεσία του Tim Pope. Το βίντεο έχει μια συγκλονιστική στιγμή στο φινάλε του, όταν βλέπουμε τον Neil Peart να κάθεται σε σιωπηλή και ακίνητη στάση για λίγες στιγμές πίσω από τα ντραμς του. Γνωρίζοντας πώς θα ήταν πολύ άβολο να κάνει κάτι τόσο προσωπικό όσο αυτό μπροστά στις κάμερες, αυτό ήταν περισσότερο από πιθανό μια φυσική αντίδραση που έτυχε να καταγραφεί και κατέληξε να χρησιμοποιηθεί. Είναι ένα ιδανικό τέλος. Όταν κυκλοφόρησε το άλμπουμ, ο Peart έκανε κάποιες συνεντεύξεις με πολύ ενδιαφέρουσες συζητήσεις κομμάτι προς κομμάτι, αλλά αυτό το τραγούδι συνήθως παραλείπονταν. Την ίδια τακτική ακολούθησαν και στις ζωντανές εμφανίσεις, όπου παίχτηκε ελάχιστες φορές.

Χρόνια αργότερα, φαινόταν πιο ανοιχτός για να συζητήσει ορισμένες πτυχές του τραγουδιού. Το 2017 είχε πει σε μια συνέντευξη: “Το Afterimage βασίζεται στην ιδέα ότι όταν κάποιος χάνεται, υπάρχουν πολλές ζωές στις οποίες έχει αφήσει το στίγμα του. Ο θάνατος του Frank Zappa ήταν οδυνηρός για μένα γιατί ο κόσμος χρειαζόταν ανθρώπους σαν τον Ζappa. Και το ίδιο ισχύει για έναν τύπο με το όνομα Bernie, τον οποίο γνώρισα όταν έκανε περιηγήσεις παρατήρησης πουλιών σε ένα εθνικό πάρκο. Είχε τόσες πολλές γνώσεις, αλλά δεν έμεινε πολύ σε αυτόν τον κόσμο, και όλη αυτή η γνώση θα χαθεί. Αυτή είναι η τραγωδία. Όταν φεύγουν κάποιοι, νιώθω αυτού του είδους τη σύνδεση.”

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 1102 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.