ARMORED SAINT: “Delirious Nomad”

ALBUM TRIBUTE

Οι “Άγιοι” υπήρξαν από την αρχή μια παρέα φίλων από το σχολείο που κάποια στιγμή σκόρπισαν σε διαφορετικά σημεία του Los Angeles, για να ανταμώσουν ξανά μετά την αποφοίτηση και να ξεκινήσουν να τζαμάρουν το καλοκαίρι του 1981, αρχικά σαν τρίο. Το χειμώνα της ίδιας χρονιάς επανασυνδέθηκαν με τον John Bush και την άνοιξη του 1982 ο Joey Vera άφησε τους The Greg Leon Invasion, και βρέθηκε ξανά στην παλιοπαρέα.

Η Metal Blade του Brian Slagel άνοιξε το δρόμο με την κυκλοφορία του EP τους το 1983, και έναν χρόνο αργότερα ήρθε το συμβόλαιο με την Chrysalis Records. Τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο άλμπουμ τους, με τον τίτλο “March of the Saint”, με τον παραγωγό Michael James Jackson που είχε δουλέψει και με τους Kiss. Η απειρία τους εξαργυρώθηκε με μια καταθλιπτική εμπειρία, δουλεύοντας με λάθος τρόπο, λάθος ανθρώπους, λάθος προσέγγιση , και καταλήγοντας σε έναν ήχο που δεν τους αντιπροσώπευε και μια δαπάνη πάνω από 300.000 δολάρια που τους έγινε εφιάλτης για πολλά χρόνια.

Με αφετηρία τις επίκαιρες αντηχήσεις του NWOBHM από την άλλη πλευρά του ωκεανού και θεμέλια από το κλασικό metal των μεγάλων, ιστορικών ονομάτων, οι Άγιοι εντυπωσίασαν συνθετικά με ένα ντεμπούτο που ξεχείλιζε από ταλέντο, και όσο και αν τιμούσε τις επιδράσεις τους, αποκάλυψε κάποια σπουδαία διαχρονικά τραγούδια τους. Κατάφερε ακόμα και να κερδίσει κάποιο χρόνο στο MTV με το βίντεο του “Can U Deliver”.

Η ομάδα δεν ήθελε σε καμιά περίπτωση να επαναλάβει τα ίδια λάθη, ειδικά στο θέμα του ήχου που αποτέλεσε τη βαρύτερη απογοήτευση για τους ίδιους, ευνουχίζοντας ένα σημαντικό μέρος της επιθετικότητας του γκρουπ. Η έλευση του σπουδαίου Max Norman στη θέση του παραγωγού με τα εύσημα από τη συνεργασία του με τον Ozzy Osbourne, διασφάλισε ένα διαφορετικό αποτέλεσμα. Στη διάρκεια των ηχογραφήσεων, στα Can-Am Studios του Los Angeles, επήλθε το πρώτο σοβαρό ρήγμα στο γκρουπ, καθώς ο κιθαρίστας Phil Sandoval αποχώρησε, περιορίζοντας την προσφορά του στο σόλο του “Over the Edge” και την ρυθμική κιθάρα του “Aftermath”. Κάποιοι ισχυρίζονται πως ο Sandoval αποχώρησε αμέσως μετά την ολοκλήρωση των ηχογραφήσεων, και στις δυο όμως περιπτώσεις η συνεισφορά του περιορίζεται στα δυο αυτά τραγούδια.

Οι καλλιτεχνικές ζυμώσεις στις τάξεις τους ήταν σημαντικές και σίγουρα ποτίστηκαν και από το γενικό κλίμα της εποχής, όταν όλοι επιχειρούσαν να προσθέσουν κάτι νέο και συναρπαστικό. Οι Saint που εμφανίστηκαν στο δεύτερο άλμπουμ ήταν σίγουρα καλύτεροι, πιο εύστοχοι, και πιο ώριμοι μουσικοί. Με σύμμαχο έναν ήχο που άφηνε επιτέλους τα χαρίσματα των ριφ και των ρυθμών να αναδυθούν και να γίνουν πρωταγωνιστές, μπορούμε όλοι να διακρίνουμε και να απολαύσουμε έναν εντυπωσιακό Joey Vera να κουμπώνει ιδανικά με τον παίξιμο του Gonzo Sandoval. Μπορεί να ήταν σχεδόν ανέφικτος ο στόχος τους να αποτυπώσουν τον ζωντανό ήχο τους, σίγουρα όμως το αποτέλεσμα του Max Norman ήταν αισθητά πιο κοντά από την απογοητευτική πρώτη απόπειρα.

Η απόσταση που χωρίζει τους Άγιους του “Delirious Nomad” από το ξεκίνημα αποτυπώνεται εμφατικά στο εξώφυλλο του άλμπουμ, που μπορεί να διατηρεί το κλασικό λογότυπο του γκρουπ, έχει όμως εντελώς διαφορετική αισθητική. Ακόμα πιο εύστοχο και σημειολογικό θεωρώ το καταπληκτικό οπισθόφυλλο που δεν αφήνει κανένα περιθώριο απορίας για όλα αυτά που γύριζαν στα μυαλά τους. Η σκιά του ψυχρού πολέμου και ο φόβος ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος σημαδεύουν το άλμπουμ. Μαζί με την αναμφισβήτητη μουσική ωριμότητα και εξέλιξη, οδηγούν σε έναν δίσκο σκοτεινό, βαρύ, άλλο ένα έργο εκείνης της εποχής που αγναντεύει με αγωνία το πυρηνικό μανιτάρι. Με βασικό άξονα την mid tempo έκφραση, οι Άγιοι δοκιμάζουν μερικά πολύ ενδιαφέροντα πράγματα, πέρα από την παρέλαση κάποιων εθιστικών ριφ. Μετά την ιδανική γέφυρα που θα σε περάσει ομαλά από το παρελθόν στο παρόν του εναρκτήριου “Long Before I Die”, το συμπαγές και εσχατολογικό “Nervous Man” (ουσιαστικά, το ομότιτλο του δίσκου, όπως προδίδει το ρεφρέν του, “look at the speed you ran, you ‘re just a nervous man, too much for your own hand, delirious nomad”), σε σκεπάζει κάτω από τον απειλητικό ουρανό του. Το “Over the Edge” είναι ένα από τα κορυφαία τραγούδια της καριέρας τους με καταπληκτικά ριφ και μια ενδιαφέρουσα εξέλιξη που αρχίζει να ξεδιπλώνει τη νέα ταυτότητα που μαζί με την έμπνευση από τη βαριά επικαιρότητα, μεταφέρει και έναν διακριτικό αέρα προοδευτισμού. Το επιτακτικό “For the Sake of Heaviness” είναι με βεβαιότητα το πιο δυστοπικό κομμάτι που έχουν γράψει ποτέ, με αυτό το χαοτικό φινάλε που μοιάζει έτοιμο να ανατιναχθεί, ενώ το πανοραμικό “Aftermath” με τη μοιρασμένη όμορφα και έξυπνα δομή του αναπαριστά ουσιαστικά το εξώφυλλο, και στέκεται με μια αμετάφραστη αναμονή μπροστά στη συντέλεια.

Η έξυπνη μετάλλαξη του φαινομενικά ευθυτενούς “In the Hole” που παραμένει στο θέμα της καταστροφής, είναι ένα ιδανικό παράδειγμα των μικρών εκπλήξεων που φύτεψαν συχνά οι Άγιοι στα άμεσα τραγούδια τους, ενώ το επίμονο πνεύμα της εκδίκησης ή της προσωπικής επιβεβαίωσης παραμονεύουν σε τραγούδια σαν το “The Laugh” και το “You ‘re Never Alone”. Η στιχουργική αφέλεια του “Released” ακούγεται παράταιρη στο κλείσιμο ενός τέτοιου δίσκου. Με έναν Bush να συνεχίζει στο δικό του ερμηνευτικό μονοπάτι, έχουμε να κάνουμε με κάποιες από τις κορυφαίες ερμηνείες του που αντανακλούν επιτυχώς το περιεχόμενο. Τέλος, η εκπληκτική δουλειά που έχει κάνει ο τόσο υποτιμημένος Dave Prichard στα ρυθμικά αλλά και τα lead, καθιστά το δίσκο τον καλύτερο τρόπο να τον θυμάται και να τον τιμά κανείς.

Το “Delirious Nomad”, μια πολύ ιδιαίτερη δουλειά στον κατάλογο του γκρουπ ως τις μέρες μας, κυκλοφόρησε στις 4 Νοεμβρίου του 1985, σε ένα περιβάλλον διαρκούς μονομαχίας ανάμεσα στο glam και στο thrash metal. Αυτό όμως ήταν το μικρότερο πρόβλημα. Ο ουσιαστικός λόγος που οι Άγιοι δεν έγιναν μεγαλύτεροι ήταν πως η Chrysalis ήταν μια εντελώς ακατάλληλη εταιρεία που δεν μπορούσε να διαχειριστεί σωστά το είδος και την αξία της μπάντας. Η μέτρια προώθηση έφερε και μέτρια νούμερα στις πωλήσεις και αυτή η συνεργασία τερματίστηκε μετά την κυκλοφορία του επόμενου άλμπουμ, “Raising Fear” του 1987.  

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 1188 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.