Στις 3 Ιουνίου 2004, το σώμα του –κατά κόσμον- Thomas Forsberg βρέθηκε στο διαμέρισμά του σε ένα προάστιο της Στοκχόλμης. Ο 38χρονος είχε πεθάνει από αδιάγνωστο καρδιακό πρόβλημα, αλλά πέρα από αυτό, λίγα ήταν γνωστά για τις συνθήκες των τελευταίων ημερών ή για τον θάνατό του. Ο Thomas Forsberg ήταν περισσότερο γνωστός ως “Quorthon”, ιδρυτής και μοναδικό μέλος των Bathory, του cult “συγκροτήματος” που βοήθησε να ζωντανέψουν δύο διαφορετικά είδη στα πρώτα επτά χρόνια της καριέρας τους: το black metal και το Viking metal.
Ωστόσο, μέχρι το 2004, οι Bathory ήταν μια περιθωριακή υπόθεση – όχι εντελώς ξεχασμένη, αλλά σίγουρα αγνοημένη από την ευρύτερη metal κοινότητα, παρά τη σειρά έξι κλασικών άλμπουμ που ξεκίνησε με το ορόσημο ομότιτλο ντεμπούτο του 1984 και τελείωσε με το επικό “Twilight Of The Gods” του 1991. Στράφηκε ακόμα και σε thrash και πιο rock μονοπάτια, για να επιστρέψει στις επικές κορυφές τα τελευταία χρόνια. Η μοναδική σταθερή παράμετρος ήταν το περιθώριο. Αυτό οφειλόταν εν μέρει στον ίδιο τον Quorthon : αρνιόταν να παίξει ζωντανά, σπάνια έκανε φωτογραφήσεις και πραγματοποίησε τις πρώτες συνεντεύξεις του με συσκότιση, παρεξηγήσεις και μισές αλήθειες. Στη ζωή, όπως και στον θάνατο, ο Thomas “Quorthon” Forsberg ήταν ένα αίνιγμα.
Το περίφημο “Ace” ήταν ένα παρατσούκλι που ο έφηβος έδωσε στον εαυτό του προς τιμήν του Ace Frehley, κιθαρίστα των αγαπημένων του Kiss (το μόνο συγκρότημα που αγάπησε περισσότερο από τους Kiss οι Quorthon ήταν οι Beatles, τους οποίους αποκάλεσε χωρίς την παραμικρή ειρωνεία, “το σπουδαιότερο πράγμα που έχει συμβεί ποτέ στη μουσική σκηνή”). Το “Scandinavian Metal Attack” περιείχε τις δυο πρώτες ηχογραφήσεις των Bathory (που τότε ήταν τρίο) και κυκλοφόρησε από την Tyfon Grammofon, που άνηκε στον Σουηδό βετεράνο της μουσικής βιομηχανίας Börje ‘Boss’ Forsberg. Ήταν τέτοια η μυστικότητα που περιέβαλλε τόσο τους Bathory όσο και τον ίδιο τον Quorthon στις πρώτες μέρες τους που λίγοι γνώριζαν ότι ο Boss ήταν ο πατέρας του Thomas Forsberg. Ο Boss δημιούργησε μια θυγατρική εταιρεία, την Black Mark, ειδικά για τον γιο του, που θα κυκλοφορούσε κάθε άλμπουμ των Bathory μέχρι τον θάνατο του Quorthon, με τους δύο Forsberg να είναι συμπαραγωγοί.
Oι Bathory αγνοήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από τον mainstream Τύπο, άλλα ο ίδιος ο Quorthon φαινόταν αδιάφορος για την κατάσταση. Το 1995, μίλησε στον μελλοντικό εγκέφαλο των Sunn O))) Stephen O’Malley για το fanzine του τελευταίου, Descent. “Το όνομα Bathory δεν θα υπάρχει σε 10 χρόνια από τώρα”, είπε προφητικά. “Δεν μπορώ να σας πω πότε θα έρθει το τέλος… Είναι πιθανό να αποφασίσω να το τελειώσω τον επόμενο μήνα ή σε πέντε χρόνια από τώρα”.
Τελικά, η απόφαση έφυγε από τα χέρια του. Ο θάνατός του το 2004 έβαλε τέλος στην καριέρα αυτού του μοναδικού μουσικού, διατηρώντας ταυτόχρονα το αίνιγμα που είχε δημιουργήσει γύρω από τον εαυτό του.
1970– Το “Deep Purple in Rock”, γνωστό και ως “In Rock”, είναι το τέταρτο στούντιο άλμπουμ των Άγγλων hard rockers Deep Purple, που κυκλοφόρησε από τη Harvest στην Ευρώπη και από τη Warner Bros στην Αμερική. Ήταν το πρώτο στούντιο άλμπουμ που ηχογραφήθηκε από την κλασική σύνθεση του Mark II. Ο Rod Evans (φωνητικά) και ο Nick Simper (μπάσο) είχαν απολυθεί τον Ιούνιο του 1969 και αντικαταστάθηκαν από τους Ian Gillan και Roger Glover, αντίστοιχα.
Έμελλε να είναι και ο δίσκος που τους καταξίωσε στην Ευρώπη και θα φτάσει στο Νο. 4 στο Ηνωμένο Βασίλειο, παραμένοντας στα charts για μήνες. (Τα προηγούμενα άλμπουμ του συγκροτήματος MK I είχαν λάβει πολύ καλύτερη υποδοχή στη Βόρεια Αμερική παρά στην πατρίδα τους.) Το άλμπουμ προωθήθηκε από την εξαιρετικά επιτυχημένη In Rock World Tour που διήρκεσε 15 μήνες.
Αν και αυτό ήταν το πρώτο στούντιο άλμπουμ που περιλάμβανε τη σύνθεση των MK II του συγκροτήματος, ήταν αυτή η σύνθεση που είχε ηχογραφήσει νωρίτερα το ζωντανό άλμπουμ “Concerto For Group and Orchestra” . Είχε επίσης προηγηθεί το single “Hallelujah”, η πρώτη στούντιο ηχογράφηση που έκανε ο Gillan με τους Deep Purple, το οποίο ήταν μια σύνθεση των Greenaway-Cook που κυκλοφόρησε στα τέλη του 1969, αλλά παρέμεινε άσημο. Ένα δεύτερο single, το “Black Night”, γράφτηκε σχεδόν την ίδια εποχή με το “In Rock”, αλλά δεν συμπεριλήφθηκε στο άλμπουμ. Το “Black Night” τα πήγε πολύ καλύτερα, καθώς ανέβηκε μέχρι το Νο. 2 των βρετανικών charts.
1982– Το “Wiped Out” είναι το δεύτερο άλμπουμ των Raven, των περήφανων στρατιωτών του NWOBHM της εργατικής τάξης από το Newcastle. Είναι ένα παιχνιδιάρικο, διασκεδαστικό άλμπουμ με ποιότητα γκαράζ μπάντας στην παραγωγή, μια ατμόσφαιρα που ενισχύεται από τα διάφορα ιντερλούδια, με μεγάλο μέρος της μουσικής δανείζεται στοιχεία από το roadhouse rock των πρώιμων Motorhead, και να αποτελείται όχι μόνο από ταχύτητα, αλλά μια ξέφρενη ποιότητα, και περιεκτικότητα σε σπουδαία ριφ.
Το 2005, το “Wiped Out”κατατάχθηκε στο νούμερο 495 στη λίστα του περιοδικού Rock Hard με τα 500 καλύτερα Rock & Metal άλμπουμ όλων των εποχών.
1985– Το “The Firstborn Is Dead” είναι το δεύτερο στούντιο άλμπουμ που κυκλοφόρησε το post-punk σχήμα του Nick Cave με τους Bad Seeds. Σε αυτόν τον δίσκο, ο Nick Cave συνέχισε να γοητεύεται θεματικά από τον αμερικανικό Νότο, με τις αναφορές του στον Elvis Presley και bluesmen όπως ο Blind Lemon Jefferson.
Το άλμπουμ ηχογραφήθηκε στα στούντιο Hansa στο Βερολίνο της Γερμανίας. Ο τίτλος του είναι μια αναφορά στον Jesse Garon Presley, τον πανομοιότυπο δίδυμο του Elvis Presley, που πέθανε στη γέννα.
1991– Το “Fellow Hoodlums” είναι το τρίτο στούντιο άλμπουμ του σκωτσέζικου pop rock συγκροτήματος Deacon Blue, που κυκλοφόρησε την Columbia. Περιέχει τέσσερα πετυχημένα singles, τα “Your Swaying Arms”, “Twist and Shout”, “Closing Time” και “Cover from the Sky”.
Έφτασε στο Νο. 2 στο UK Albums Chart , παραμένοντας εκεί πάνω από έξι μήνες.
1994– Το “Balls to Picasso” είναι το δεύτερο σόλο άλμπουμ του τραγουδιστή των Iron Maiden, Bruce Dickinson, που κυκλοφόρησε από την ΕΜΙ στην Ευρώπη και την Mercury στην Αμερική. Είναι το πρώτο άλμπουμ στη σόλο καριέρα του Dickinson που κυκλοφόρησε αφότου είχε αποχωρήσει επίσημα από τους Iron Maiden (όπου και επέστρεψε το 1999).
Αυτός ο δίσκος σηματοδότησε την αρχή των συνεργασιών του Dickinson με τον κιθαρίστα Roy Z, ο οποίος θα δούλεψε σε πολλά από τα μεταγενέστερα άλμπουμ του Dickinson, συμπεριλαμβανομένων των “Accident of Birth”, “The Chemical Wedding” και “Tyranny of Souls”. Στυλιστικά ξεφεύγει από το “Tattooed Millionaire”, αλλά εξακολουθεί να έχει πιο παραδοσιακό ήχο από το επόμενο άλμπουμ “Skunkworks” που κυκλοφόρησε το 1996. Αργότερα, ο Dickinson είπε ότι τους ζητήθηκε να κάνουν το άλμπουμ λιγότερο βαρύ από όσο θα έπρεπε, όπως επίσης πως μετάνιωσε που δεν έδωσε στο άλμπουμ τον τίτλο “Laughing in the Hiding Bush” από το ομότιτλο τραγούδι, που ήταν αφιερωμένο στον γιο του, Austin, ο οποίος βρήκε τον τίτλο.
1997– Το “Album Of The Year” είναι το έκτο στούντιο άλμπουμ των rockers από το San Francisco, Faith No More, που κυκλοφόρησε από την Slash και την Reprise Records. Είναι το πρώτο άλμπουμ στο οποίο συμμετέχει ο σημερινός κιθαρίστας του συγκροτήματος Jon Hudson και ήταν το τελευταίο τους στούντιο άλμπουμ πριν από την εντεκάχρονη παύση τους από το 1998 έως το 2009. Το άλμπουμ έχει χαρακτηριστεί ως πιο απλό μουσικά και άμεσο από προηγούμενες κυκλοφορίες. Προέκυψαν τρία singles, τα “Ashes to Ashes”, “Last Cup of Sorrow” και “Stripsearch”.