MARILLION: “Brave”

ALBUM TRIBUTE

Η γέφυρα Severn, ανάμεσα στην Αγγλία και την Ουαλία, εγκαινιάστηκε από τη βασίλισσα Ελισάβετ το Σεπτέμβριο του 1966, και άμεσα αποτέλεσε έναν πόλο αυτοκτονίας για τις βασανισμένες ψυχές. Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’80, σε μια ραδιοφωνική εκπομπή, ο Steve Hogarth άκουσε πως οι αστυνομικοί μάζεψαν μια κοπέλα που περιπλανιόταν χαμένη σε απόλυτη σύγχυση κατά μήκος της γέφυρας. Η ίδια αρνήθηκε να μιλήσει και να φανερώσει ποια ήταν, και η αστυνομία έκανε έκκληση για πληροφορίες μέσω του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης.

Ο ίδιος δεν έμαθε ποτέ το όνομα του “κοριτσιού που δεν πήδηξε”. Ήταν ακόμα μέλος των “How We Live” και η είδηση αυτή παρέμεινε στο μυαλό του σαν η αφετηρία μιας παράξενης ιστορίας για αρκετά χρόνια.

Τον Νοέμβριο του 1992, οι Marillion έχουν αρχίσει να δουλεύουν για το νέο τους δίσκο, στο Racket Club Studio, στο Aylesbury. Έχει προηγηθεί το δεύτερο άλμπουμ με τον Hogarth στο μικρόφωνο, το πιο προσιτό με τις ευλογίες και διακριτικές πιέσεις της ΕΜΙ, “Holidays In Eden”, του 1991, που μάλλον δίχασε τους οπαδούς του γκρουπ και άργησε αρκετά να κερδίσει την εκτίμηση που του αξίζει. Σε μια εμφάνιση στο Ahoy στην Ολλανδία, ένα μεγάλο μέρος του κοινού αποδοκίμασε τον Hogarth όταν ανακοίνωσε πως θα έπαιζαν αρκετά τραγούδια από το άλμπουμ. Η αλήθεια είναι πως η εταιρία, έχοντας έναν νέο ελκυστικό frontman και με μελωδική, εύκαμπτη φωνή, τους είχε βάλει να συνεργαστούν με τον Chris Neil, παραγωγό των Mike And The Mechanics, προσδοκώντας singles και ευρύτερα ακροατήρια.

Φυσικά, το “Holidays In Eden” δεν μεταμόρφωσε τους Marillion στους νέους Mike And The Mechanics. Έφτασε στο Νο 7 στα UK charts, με μια παροδική επιτυχία που ξεθώριασε γρήγορα. Από την άλλη, το χάσμα ανάμεσα στους τέσσερις μουσικούς και τον ακόμα νέο τραγουδιστή, συνέχισε να υπάρχει, ιδιαίτερα στο τρόπο που δούλευαν. Ο Hogarth ήθελε ένα νέο τραγούδι κάθε μέρα, ήταν συνηθισμένος στη γρήγορη δουλειά, αντίθετα ο Mark Kelly έλεγε χαρακτηριστικά “άφησε το τραγούδι να ωριμάσει, γύρνα πάλι σε αυτό μετά από έξι μήνες, να δεις αν σου αρέσει ακόμα”.

Η διαφορά αντιμετώπισης δημιούργησε μια ένταση, και κάποια στιγμή ο τραγουδιστής βρέθηκε στο σπίτι του για λίγο, ενώ η υπόλοιπη μπάντα δούλευε στο στούντιο.

Σε μια νέα πρόκληση της καριέρας τους και πριν προλάβουν λοιπόν ακόμα να ομαλοποιήσουν την αλλαγή στο μικρόφωνο, αποφασίζουν να στραφούν σε πιο σύνθετες μορφές. Το μάθημα που έμαθαν ήταν πως μετά τη δοκιμή να ακούσουν και την άποψη της εταιρίας, τώρα θα έκαναν απόλυτα αυτό που αγαπούν χωρίς τη σκέψη στις πωλήσεις. Αυτό που μετρούσε ήταν η δική τους καλλιτεχνική ικανοποίηση. Άλλη μια σημαντική απόφαση που πήραν ήταν να εξοπλίσουν το Racket Club με σύγχρονα μηχανήματα, χρησιμοποιώντας την προκαταβολή του άλμπουμ. Η εταιρία ήταν αρχικά αντίθετη, αλλά αυτή ήταν μια επένδυση και για τα επόμενα άλμπουμ, που αποδείχτηκε πολύ χρήσιμη όταν αργότερα εγκατέλειψαν την ΕΜΙ.

Ο Nick Mander, ένας νεαρός άντρας έχει το γκρουπ υπό την εποπτεία του. Ο στόχος της εταιρίας είναι να ηχογραφηθεί γρήγορα και με χαμηλό κόστος το επόμενο άλμπουμ, χωρίς μακροχρόνιες και πολυτελείς διαδικασίες. Τους φέρνει σε επαφή με τον Dave Meegan που είχε κάνει πρόσφατα την παραγωγή σε ένα indie γκρουπ του Manchester, τους Milltown Brothers. Βέβαια, δεν γνώριζε ακριβώς πως ο Dave δεν ήταν ξένος για το γκρουπ. Ο Meegan είχε αποτελέσει μέλος της στουντιακής ομάδας στη διάρκεια των ηχογραφήσεων του “Fugazi”, και στη συνέχεια απέκτησε μεγάλη εμπειρία δουλεύοντας με ονόματα όπως οι Trevor Horn, Yes, Grace Jones, ενώ ήταν μηχανικός ήχου στο “Joshua Tree” των U2.

Τα πρώτα τραγούδια που γράφονται είναι τα “Runaway”, “Living With The Big Lie”, και “Hard As Love”. Στα πρώτα νυχτερινά sessions αποκλειστικά μεταξύ του Hogarth και του Kelly, προκύπτει και η αρχική μορφή της εισαγωγής. Στο μεταξύ, η ιστορία του “κοριτσιού που δεν πήδηξε” αναδύθηκε και άρχισε να ανθίζει στο μυαλό του Hogarth. Τότε πρότεινε στους υπόλοιπους να κάνουν ένα concept άλμπουμ γύρω από τη φανταστική ιστορία ενός κοριτσιού. Τα τραγούδια που είχαν ήδη γραφτεί είχαν την ελαστικότητα να προσαρμοστούν σαν θέματα στο περιεχόμενο της ιστορίας. Μέχρι τις αρχές της νέας χρονιάς, τον Ιανουάριο του ’93, είχαν διαμορφώσει και τα “The Hollow Man”, “Alone Again In The Lap Of Luxury”, “Falling From The Moon”, και “Mad”.

Στο τέλος Ιανουαρίου, ο Dave Meegan αρχίζει να δουλεύει μαζί τους. Η εταιρία τον επιφόρτισε με την αποστολή να κάνει ένα ωμό άλμπουμ γρήγορα και με χαμηλό κόστος. Βέβαια, η πραγματικότητα ήταν εντελώς διαφορετική, καθώς ο Meegan αποδείχτηκε ένας απίθανος studio freak, εξαντλώντας κάθε πιθανότητα ηχογράφησης, επανεξετάζοντας κάθε υπαρκτή εκδοχή και κυνηγώντας την τελειότητα στη λεπτομέρεια μέχρι εξάντλησης. Κάθε βράδυ καθόταν και ξανάκουγε κάθε δοκιμαστική ταινία, εξετάζοντας κάθε εκτέλεση.

Τον Φεβρουάριο του ΄93, μετά από πρόσκληση του μάνατζερ του Sting, Miles Copeland και αδερφού του ντράμερ των Police Stewart, μεταβαίνουν στο Miles Chateau Marouatte, στη Γαλλία. Το βρήκαν καλή ιδέα να μειώσουν τα έξοδα συνεχίζοντας τις ηχογραφήσεις σε ένα κάστρο στη Νότια Γαλλία, στην περιοχή Dordogne. Έτσι, ταξιδεύοντας με τον εξοπλισμό τους όλη τη νύχτα, έφτασαν σχεδόν με το ξημέρωμα απέναντι από το σπίτι πάνω στο λόφο, που έμοιαζε όπως θυμάται χαρακτηριστικά ο Rothery, σαν σπίτι βγαλμένο από ταινία τρόμου της Hammer.

Ο Meegan έστησε τον εξοπλισμό του γκρουπ στο ευρύχωρο γοτθικό σαλόνι και τον δικό του στην κρεβατοκάμαρα. Για δυο ολόκληρες εβδομάδες προβάρουν και τζαμάρουν ασταμάτητα. Στη διάρκεια της παραμονής τους εκεί, προκύπτουν τα “Slide”, “Opium Den”, καθώς και το ομότιτλο, με τον μεσαιωνικό περίγυρο να υποβάλλει ανάλογα τον Hogarth. Ο Rothery γράφει το “Made Again” για τη νεογέννητη κόρη του που θα χρησιμοποιηθεί σαν φωτεινός επίλογος να ξορκίσει κάπως το σκοτάδι του “Brave”. Ο μηχανικός ήχου Chris “Privet” Hedge ηχογραφεί στην εξοχή με τη συνδρομή και των μελών του γκρουπ, διάφορους ήχους που θα χρησιμοποιηθούν στο άλμπουμ.

Στην πρόοδο των ηχογραφήσεων ο Meegan περιφρονεί εντελώς τις επιταγές της ΕΜΙ. Το πρώτο ζητούμενο είναι τα τύμπανα του Mosley. Ξοδεύτηκε πραγματικά υπερβολικός χρόνος για να πάρουν τελικά τον ήχο των τυμπάνων. Ο Meegan πειραματιζόταν μέχρι εξάντλησης, και ο Mosley κάποιες στιγμές ένιωθε πως δεν γινόταν να παίξει κάποιο θέμα καλύτερα. Οι μέρες έγιναν εβδομάδες και οι εβδομάδες οδήγησαν στον δεύτερο μήνα εκεί. Το γκρουπ είχε αρχίσει να αναρωτιέται αν ο Dave είχε ακόμα επίγνωση του χρόνου. Τον κάλεσαν για μια συνάντηση στην τραπεζαρία του σπιτιού, και του είπαν ξεκάθαρα πως ανησυχούν για το χρόνο. Αυτός ήταν ακριβής και συγκεκριμένος: “έχουμε δυο επιλογές, κάνουμε έναν δίσκο ή κάνουμε ένα αριστούργημα, και πιστεύω πως μπορούμε να το κάνουμε, αλλά εσείς θα πάρετε την απόφαση”. Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που συζητήθηκε το ζήτημα αυτό.

Γύρω από το θέμα του concept και τη συνεχή μουσική του επεξεργασία σε εξαντλητικούς καθημερινούς ρυθμούς, οι Marillion επιτέλους μεταμορφώθηκαν οριστικά στο γκρουπ που είναι σήμερα. Ο διαχωρισμός ανάμεσα σε αυτόν που διαδέχτηκε τον Fish και τους υπόλοιπους διαλύθηκε πάνω στη λεπτομερή συναρμολόγηση της ιστορίας του κοριτσιού. Με αφετηρία λοιπόν το “Living With The Big Lie”, ένα τραγούδι για όλα αυτά τα απίστευτα πράγματα που συνηθίζουν τελικά οι άνθρωποι στις ζωές τους μετά το αρχικό σοκ, ο Hogarth επιστρέφει στο περιστατικό της γέφυρας και δημιουργείται μια φανταστική ιστορία για το κορίτσι αυτό. Ουσιαστικά δημιουργούνται στιγμιότυπα, περιστατικά για το πώς έφτασε το κορίτσι σε αυτό το σημείο. Πολλά από αυτά δημιουργούνται με αυτοβιογραφικές παραμέτρους: το “…Big Lie”, το ομότιτλο “Brave”, το “The Hollow Man”. Για το τελευταίο είχε πει χαρακτηριστικά ο Hogarth: “ένα είδος εξομολόγησης γι’ αυτό που ήμουν τότε, λαμπερός Jean Paul Gaultier απέξω, και χαμένος μέσα μου, συνεχώς σε περιοδείες, πατέρας δυο μικρών παιδιών, ερωτευμένος ταυτόχρονα με πολλούς ανθρώπους και πολλά πράγματα, προσπαθώντας να ισορροπήσω και να παραδώσουμε τελικά ένα σπουδαίο μουσικό έργο που θα αναζωογονήσει τις τύχες της μπάντας”.

Δεν ήταν όλα τα τραγούδια εναρμονισμένα στο βασικό θέμα. Το τραχύ, σχεδόν hard rock “Paper Lies” ήταν μια επιμονή του Meegan να εκτρέψει το άλμπουμ από την τυπική, φυσική ροή και ήταν εμπνευσμένο από τον μυστηριώδη θάνατο του μεγιστάνα του τύπου Robert Maxwell, πέφτοντας από το γιοτ του κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες.

Συμπλήρωσαν τρεις μήνες στο Marouatte αλλά ουσιαστικά δεν είχαν φτάσει ούτε στα μισά του δρόμου. Επιστρέφουν στην Αγγλία και συνεχίζουν στο Parr Street Studio του Λονδίνου, με τον Nick Mander και γενικότερα την εταιρία έξω φρενών, καθώς το “φτηνό, γρήγορο, ωμό άλμπουμ” ήταν πια ένα σκληρό αστείο. Σα να μην φτάνουν τα υπόλοιπα, ο Hogarth ζητάει να φύγει για μια εβδομάδα σε οικογενειακές διακοπές για να σώσει τον γάμο του.

Χάνοντας το αρχικό καθορισμένο deadline του Ιουνίου, συνεχίζουν να δουλεύουν άλλους τέσσερις μήνες στο Λονδίνο. Η EMI συνεχίζει να πιέζει για το άλμπουμ, ο Meegan και το γκρουπ συνεχίζουν χωρίς αμφιβολίες να κυνηγούν τον στόχο. Ηχογραφήθηκαν συνολικά περίπου 26 ώρες μουσικής. Φτάνοντας στο τέλος, ο Mark Kelly θυμάται και παραδέχεται πως αναρωτιόταν αν είχαν πράγματι ακόμα επαφή και αντίληψη για την πραγματική ποιότητα του άλμπουμ, όντας για τόσο μεγάλο διάστημα μέσα σε αυτό. Ο Hogarth θυμάται τη νευρικότητα να ανακατεύεται με τον ενθουσιασμό του στη διάρκεια της τελικής μίξης. Συμπληρώνοντας επτά μήνες που οδήγησαν σε ένα καταπληκτικό άλμπουμ αλλά και τις σχέσεις τους με την εταιρία στα όρια, προσπαθούσαν να διατηρήσουν τις ελπίδες τους και για μια ανάλογη εμπορική επιτυχία που θα δικαιολογούσε τα έξοδα των 375.000 δολαρίων. Η αλήθεια είναι βέβαια πως οι Marillion είχαν από καιρό αποφασίσει να πηδήξουν από τη γέφυρα.

Η EMI δεν παρέλειψε να οργανώσει ένα μεγάλο πάρτι για την κυκλοφορία του “Brave” στο Πλανητάριο του Λονδίνου. Είχαν την ιδέα να καλέσουν δημοσιογράφους και ραδιοφωνικούς παραγωγούς, χωρίς να τους αποκαλύψουν το όνομα του καλλιτέχνη. Βασικά, προσπάθησαν να τους κάνουν να πιστέψουν για λίγο πως θα παρουσίαζαν νέο άλμπουμ από τους Pink Floyd, για να προσελκύσουν περισσότερο κόσμο, γεγονός που αποδείχτηκε ένα τεράστιο λάθος και προκάλεσε αντιδράσεις.

Στις 7 Φεβρουαρίου του 1994 κυκλοφορεί επιτέλους το άλμπουμ και οριστικά τιτλοφορείται “Brave”, αφήνοντας πίσω τους πιθανούς τίτλους “Seven”, “The Great Escape”, ή “Throwing a Seven”.

Με την έναρξη του πανοραμικού “Bridge” ανοίγει η κουρτίνα της ιστορίας και γυρίζει πίσω στην αιώνια αμφισβήτηση του συστήματος από την εφηβεία, στο “Living With The Big Lie”. Το βαθύτερο τούνελ του άλμπουμ αναδύεται με το “Runaway” και την σεξουαλική κακοποίηση από τον πατέρα του κοριτσιού. Ένα ταξίδι παραισθήσεων και ναρκωτικών ξεδιπλώνεται με μοναδικό τρόπο στο πολυποίκιλο, χωρισμένο σε μέρη, “Goodbye To All That”. Οι τραυματικές εμπειρίες της οικογενειακής και ερωτικής αγάπης σημαδεύουν το “Hard As Love”, ενώ η ανοχύρωτη εκμετάλλευση από τον πατέρα απέναντι στην άγνοια της μητέρας δηλητηριάζει το “Alone Again In The Lap Of Luxury”. Το ομότιτλο είναι μια απογυμνωμένη περιγραφή του ψυχισμού της και το εκπληκτικό “The Great Escape” περιγράφει τα τελευταία βήματα πριν την απόφαση της αυτοκτονίας με την απεγνωσμένη έκκληση στον πατέρα της. Το άλμπουμ αφήνει τον ακροατή χωρίς να διευκρινίσει την κατάληξη. Το φωτεινό “Made Again” τον τραβάει λυτρωτικά από την μαύρη ένταση της ιστορίας.

Η αρχική εκδοχή για το εξώφυλλο, ένα κολάζ με μικρότερες φωτογραφίες κατέληξε στο οπισθόφυλλο. Το θολωμένο πρόσωπο από τη φωτογραφία ενός μοντέλου εμφανίζεται τελικά μπροστά, με τις γραμμές από ένα σχεδόν δυσανάγνωστο χειρόγραφο. Η προέλευσή του ήταν από το ημερολόγιο της Άννα Φρανκ, και το γκρουπ απέφυγε να το αποκαλύψει τον πρώτο καιρό. Δεν ήθελαν σε καμιά περίπτωση να πιστέψει λανθασμένα ο κόσμος πως χρησιμοποίησαν τις άσχημες εμπειρίες της για να δημιουργήσουν ένα concept άλμπουμ.

Ήδη από τις 20 Φεβρουαρίου, το γκρουπ άρχισε την περιοδεία για την προώθησή του. Επιλέχτηκαν μικρότεροι χώροι για να αποδώσουν πιο εύστοχα την ατμόσφαιρα της ιστορίας, καθώς η οριστική επιλογή ήταν να παιχτεί ζωντανά ολόκληρο. Το γκρουπ είχε αποφασίσει να τραβήξει την πρόκληση ως τα άκρα. Ένα δημιούργημα του μηχανικού ήχου Michael Hunter, με διάφορα samples από τη μουσική τους, αποτέλεσε την εισαγωγή όλων εκείνων των εμφανίσεων, ένα υποβλητικό instrumental που ονομάστηκε “River”. Ο Hogarth εμφανιζόταν αρχικά με μια εμφάνιση που παρέπεμπε σε ιερέα και σταδιακά μεταμορφωνόταν σε μια περίεργη φιγούρα με κραγιόν και eyeliner, που συμβόλιζε την ηρωίδα της ιστορίας. Η ηχητική ανάπλαση είχε την ενίσχυση της προβολής στιγμιότυπων σε τρεις μικρότερες οθόνες. Το γκρουπ πιστεύοντας απόλυτα το εγχείρημα έκανε καταπληκτικές εμφανίσεις, όμως η δύσκολη φύση του άλμπουμ έφερε δισταγμούς αρχικά ακόμα και στους μυημένους οπαδούς τους, και η συνολική του απόδοση επί σκηνής επιδείνωσε την πρώτη εντύπωση. Η ατμόσφαιρα στις αίθουσες ήταν περίεργη και όταν έβγαιναν για το δεύτερο μέρος με τα παλιότερα τραγούδια τους, αντιμετώπιζαν μια τελείως αλλαγμένη κατάσταση, με την ανακούφιση να είναι έκδηλη στο κοινό. Η ηχογράφηση του Meegan από την εμφάνιση στο Παρίσι, στις 29 Απριλίου, κυκλοφόρησε το 1996, ως το διπλό live άλμπουμ “Made Again”.

Οι Marillion είχαν στο μεταξύ προτείνει στην ΕΜΙ να γυρίσουν μια ταινία για το άλμπουμ και η ανταπόκριση ήταν θετική. Επιλέχτηκε ο 27χρονος Richard Stanley, ο νεαρός σκηνοθέτης της cult ταινίας “Hardware”, ο οποίος, έχοντας μια φίλη με ψυχολογικά προβλήματα, ταυτίστηκε γρήγορα και εύκολα με την ιστορία του “Brave”. Το γκρουπ του έδωσε μεγάλη ελευθερία να διευρύνει την εκδοχή της ιστορίας χωρίς να την αλλοιώσει, και έτσι υπάρχουν μικροδιαφορές στο τελικό αποτέλεσμα σε απόλυτη σύγκριση με το περιεχόμενο του δίσκου, όπως για παράδειγμα η τελική κατάληξη της αυτοκτονίας του κοριτσιού. Η παραγωγή είχε πολύ χαμηλό κόστος, συνολικά 100.000 λίρες, και η πρώτη προβολή της έγινε στις 9 Φεβρουαρίου σε κάποιες παλιές εγκαταστάσεις παραγωγής της ΕΜΙ.

Από τα τρία singles, το “The Great Escape” κυκλοφόρησε περίπου ένα μήνα πριν το δίσκο και ήταν το πιο πετυχημένο. Το “The Hollow Man” που ακολούθησε, έφτασε στο Top 30, ενώ το τελευταίο, “Alone Again In The Lap Of Luxury”, έμεινε εκτός Top 50. Το άλμπουμ πούλησε περίπου 300.000 αντίτυπα, λιγότερα από τα μισά αυτών που είχε πουλήσει το “Seasons End”. Ο τότε διευθυντής της ΕΜΙ στην Ευρώπη, Jean-Francois Cecillon, κάλεσε το γκρουπ σε συνάντηση. Τους ζήτησε επειγόντως ένα μεγάλο single στο επόμενο άλμπουμ, χαρακτηριστικά τους είπε, “θέλω να μου δώσετε ένα Cry Me a River”. Φυσικά, το εξαιρετικό “Afraid Of Sunlight” που διαδέχτηκε το “Brave” τον Ιούνιο του 1995, και το single “Beautiful” δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν την προδιαγεγραμμένη πορεία τους και βρέθηκαν εκτός ΕΜΙ. Ακολούθησε άλλη μια τραυματική εμπειρία με την Castle Records, που τους οδήγησε όμως τελικά να εμπνευστούν το επιχειρηματικό μοντέλο του crowdfunding, (για πρώτη φορά με το άλμπουμ “Anoraknophobia”), που τους κράτησε ζωντανούς και ανεξάρτητους, και εξυπηρετεί σήμερα αμέτρητους καλλιτέχνες σε όλο τον κόσμο.

Η περίπτωση του “Brave” ήταν ουσιαστικά άλλη μια ζωντανή απόδειξη της ασυμβατότητας της καλλιτεχνικής επιτυχίας με την εμπορική αναγνώριση. Άλλωστε η συγκυρία των μουσικών εξελίξεων δεν άφηνε πολλά περιθώρια. Όμως το σκληρό χτύπημα ήταν το γεγονός πως έχασαν και ένα μέρος των οπαδών τους. Το “Brave” ήταν σαν τον τίτλο του, μια γενναία διεύρυνση για το γκρουπ, που άπλωσε τον λεπτομερή χαρακτήρα του σε ένα μεγαλύτερο φάσμα ανάπλασης και ήχου. Όλοι τους ήξεραν πως θα χρειαζόταν το χρόνο του, όμως είχαν και την σημαντική αίσθηση της ικανοποίησης πως είχαν υπερβεί τα όρια.

Σήμερα πια, ο χρόνος κύλησε, και η απόσταση από τις εφήμερες μουσικές τάσεις έφερε τη δικαίωση. Το “Brave” θεωρείται πια ένα ορόσημο από τη συντριπτική πλειοψηφία των οπαδών τους, και το γκρουπ ξαναγύρισε σε αυτό το 2003 και το 2011, παίζοντάς το ξανά ολόκληρο. Με έναν παράξενο τρόπο, το επικίνδυνο εγχείρημα που τους έσπρωξε στο κενό, έδωσε και το έναυσμα για την οριστική έξοδο από την εξάρτηση των εταιριών. Για τους περίεργους, όλοι οι ήρωες αυτής της ιστορίας είχαν όλοι αίσιο τέλος, καθώς οι γονείς του κοριτσιού εμφανίστηκαν τότε, μετά την κινητοποίηση των μέσων ενημέρωσης, και την μετέφεραν στο σπίτι της.

Το “Brave” συνεχίζει σήμερα να αντιστέκεται στο χρόνο. Η πιο χρήσιμη οδηγία για κάθε νέο ακροατή που ετοιμάζεται να δοκιμάσει τη σκοτεινή, δύσβατη αλλά συναρπαστική διαδρομή του, παραμένει, από την πρώτη μέρα της κυκλοφορίας του, εκείνη η ίδια γραμμή στο booklet: “play it loud with the lights off”.

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 1188 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.