Οι μεγάλοι άνθρωποι έχουν υπέροχα γήινες τελευταίες επιθυμίες. Διανύοντας το 71ο έτος της ζωής του, απέναντι στην προχωρημένη φθορά του καρκίνου, o Ryuichi Sakamoto έβρισκε δύσκολα πια τη δύναμη να είναι ο εαυτός του. Βλέποντας το τέλος του δρόμου να είναι πια κοντά, αναρωτήθηκε πόσες φορές θα προλάβαινε να δει την πανσέληνο. Το μοναδικό που ευχήθηκε ήταν να μπορεί να κάνει μουσική μέχρι τις τελευταίες στιγμές του, όπως οι πολύ αγαπημένοι του Johann Sebastian Bach και Claude Debussy.
Η σπάνια πολύχρωμη και οικουμενική ακτίνα του ανέτειλε στην περιοχή Nakano του Tokyo στις 17 Ιανουαρίου 1952. Μια προικισμένη ύπαρξη με θησαυρούς που περίμεναν στις εσωτερικές του χημείες τις εργασίες να απελευθερωθούν, φρόντισε να οπλίσει το υλικό του με τα εφόδια της μελέτης. Πέρα από το πτυχίο στη μουσική σύνθεση και το μεταπτυχιακό του δίπλωμα με έμφαση στην ηλεκτρονική και ethnic μουσική, σπούδασε εθνομουσικολογία, σπρωγμένος από το ενδιαφέρον του για τις παγκόσμιες μουσικές παραδόσεις. Η ακόμα πιο πανοραμική θεώρηση του ανήσυχου μυαλού του τον έφερε να εντρυφά βαθιά στην κλασική μουσική, την ίδια στιγμή που μπορούσε να πειραματίζεται με τα synthesizer πάνω στην εξέλιξη του ηλεκτρονικού ήχου. Η οικουμενική του αντίληψη για τη μουσική έβρισκε την τέλεια αρτηρία όταν του άρεσε να λέει για τον αγαπημένο του Debussy, πως αφού επηρεάστηκε αισθητά από την ασιατική μουσική, μετά επηρέασε ο ίδιος Ασιάτες συνθέτες, με τη μουσική να κάνει τον θαυμαστό γύρο του κόσμου.
Από το ανήσυχο εφηβικό μυαλό που του άρεσε να αμφισβητεί τον ήχο, τους τόνους και τις κλίμακες που σχετίζονταν με το πιάνο σαν όργανο-σύμβολο της σύγχρονης ευρωπαϊκής μουσικής, βρέθηκε το 1978 να ιδρύει τους Yellow Magic Orchestra (YMO), με τον μπασίστα/τραγουδιστή Haruomi Hosono και τον ντράμερ Yukihiro Takahashi. Λατρεύοντας τους Γερμανούς πιονιέρους του ηλεκτρονικού ήχου Kraftwerk, ο Sakamoto και οι σύντροφοί του άσκησαν μια ευρύτερη αισθητή επιρροή στον συγκεκριμένο ήχο, και με την παγκόσμια καθιέρωση συντέλεσαν στη δημιουργία νέων ήχων και αποπειρών στο χώρο, όπως τα cyberpunk, synthpop, electropop, ambient house.
Το πάντρεμα των αντίρροπων δυνάμεων που τον συγκινούσαν συθέμελα, ήρθε και αυτό το 1978 με το πρώτο προσωπικό του άλμπουμ, με τον τίτλο “Thousand Knives of Ryuichi Sakamoto”, όπου η πειραματική του βεντάλια επικαλέστηκε την παραδοσιακή ιαπωνική μουσική, την ηλεκτρονική μουσική, ακόμα και τον μινιμαλισμό του ambience. Στο “B-2 Unit” του 1980 εξερευνά μια σαφώς πιο πειραματική πλευρά της μουσικής, και το εντυπωσιακό στο συνολικό αποτέλεσμα είναι τα πενιχρά τεχνολογικά μέσα της εποχής. Πολλοί electro, hip hop ακόμα και industrial καλλιτέχνες επηρεάστηκαν από ένα άλμπουμ που είχε ταυτόχρονα τη σοφία και τη χροιά να αποφεύγει κάθε κατηγορία για την ψυχρότητα αυτού του ήχου που ήταν συνήθης εκείνα τα χρόνια.
Ήταν το κατώφλι μιας πολυσχιδούς και δημιουργικής δεκαετίας για τον ίδιο, καθώς συνεργάστηκε με μερικούς από τους πιο ιδιαίτερους, δύσκολους και σημαντικούς μουσικούς δημιουργούς, όπως ο David Sylvian, ο David Byrne, o Thomas Dolby, o Iggy Pop.
Η κινηματογραφική του διαδρομή ξεκίνησε το 1983, με την μυθική ταινία “Merry Christmas Mr. Lawrence”, του Ιάπωνα σκηνοθέτη Nagisa Oshima. Σε μια τολμηρή για την εποχή σκιαγράφηση της σχέσης μεταξύ δυο αξιωματικών, ο Sakamoto συμπρωταγωνιστεί με τον David Bowie, και ο ίδιος έχει πει χαρακτηριστικά πως όταν παρακολούθησαν για πρώτη φορά τα ακατέργαστα πλάνα της ταινίας, έπεσε στο πάτωμα από την άθλια υποκριτική του. Ο ίδιος πάντα ένιωθε πως την αντιστάθμισε με τη μουσική του, που έντυσε την ταινία και μας χάρισε και την ασύγκριτη συνεργασία με τον Sylvian στο “Forbidden Colours”, ουσιαστικά την φωνητική απόδοση του βασικού θέματος.
Αυτό ήταν μόνο το ξεκίνημα μιας σποράς αιώνιων θεμάτων που συχνά έφεραν παγκόσμιες διακρίσεις, όπως η μουσική για το “The Last Emperor” του Bernardo Bertolucci, όταν το 1987 κέρδισε το Όσκαρ, μαζί με τους συνεργάτες του David Byrne και Cong Su. Είναι βέβαια δύσκολο να παραβλέψει κανείς ισχυρές μουσικές μνήμες που ζωντανεύουν σκηνές από ταινίες όπως οι “The Sheltering Sky”, “High Heels”, “Little Buddha”, “Snake Eyes”, “Femme Fatale”, και τόσες άλλες. Παράλληλα, ποτέ δεν περιφρόνησε τη συνθετική του συνεισφορά και συμμετοχή σε anime και video games.
Σε όλη αυτή την μοναδική διαδρομή, ο Sakamoto υπήρξε ένας πολίτης αυτού του κόσμου. Ο ταλαντούχος νεαρός που έπαιξε στο Λονδίνο πρώτη φορά το 1979, στην έκρηξη του new wave μετά το punk, γεννήθηκε να πιστεύει στην αξία και την ύπαρξη των ήχων και η προσωπική του αυτοδιάθεση σε πλήθος από ερεθίσματα θα μεταφραζόταν ασταμάτητα σε μια σειρά από δώρα στον παγκόσμιο πολιτισμό. Όσο και αν αποκλειόταν στο αυστηρά προσωπικό του σύμπαν, ψάχνοντας την έμπνευση και όλους τους κινητήρες της δημιουργίας βαθιά μέσα του, υπήρξε ένας ακτιβιστής που εναντιώθηκε στην πυρηνική απειλή, και απαίτησε το κλείσιμο του πυρηνικού σταθμού Hamaoka. Όντας μέλος της αντιπυρηνικής οργάνωσης “Stop Rokkasho”, οργάνωσε το 2012 τη συναυλία “No Nukes” με τη συμμετοχή 18 συγκροτημάτων, μεταξύ των οποίων οι Yellow Magic Orchestra και οι Kraftwerk.
Το 2006, σε συνεργασία με την ιαπωνική μουσική εταιρεία Avex Group, ίδρυσε την “Commmons”, μια πλατφόρμα που είχε επιδίωξη να αλλάξει τα δεδομένα στη μουσική βιομηχανία, δίνοντας το βήμα σε όλους τους επίδοξους καλλιτέχνες να συμμετάσχουν σαν ισότιμοι συνεργάτες και να μοιραστούν τα οφέλη της. Η πρωτοβουλία περιγράφεται σαν ένα έργο που στοχεύει να βρει νέες δυνατότητες για τη μουσική, συνεισφέροντας ουσιαστικά στον πολιτισμό και την κοινωνία. Το όνομα “Commmons” γράφεται με τρία “m”, με το τρίτο “m” να αντιπροσωπεύει τη μουσική.
Ο Sakamoto διαχειρίστηκε τη σοβαρή περιπέτεια της υγείας του με αξιοπρέπεια μέχρι το τέλος. Κάποια στιγμή είπε ταπεινά πως το σώμα του είναι μέρος της φύσης, οπότε η αρρώστια είναι μια διαδικασία της φύσης, όπως και ο θάνατος. Ένα υπέροχα δεκτικό μυαλό που παρά τις γνώσεις του αντιμετώπιζε τα λάθη σαν δώρα, σαν έναν άγνωστο ήχο, μια άγνωστη αρμονία, μια έκπληξη της ζωής, άφησε το πιο ουσιώδες μάθημα με την ειλικρινή, σοφή αγάπη του για αυτή:
“Απλά χαίρομαι που ζω, που μπορώ να κάνω μια απλή συζήτηση, να νιώθω μια αχτίδα ηλιακού φωτός στο δέρμα μου και να ακούω το αεράκι να κινείται μέσα από τα φύλλα ενός δέντρου”.