The Great Southern Trendkillers
Προσπαθώ να βρω μέσα στο φάσμα του heavy metal μπάντες που να είναι/ήταν τόσο επιδραστικές, όχι μόνο μουσικά αλλά και σε image, τρόπο ζωής και αποδοχής από την υπόλοιπη κοινότητα. Που όταν έρχεται η ώρα να απαντήσεις για αυτούς, η συντριπτική πλειοψηφία να τους “βγάζει” το καπέλο. Αν έχεις κεφάλι, για να φοράς τέτοιο και δε σου το έχει πάρει η εκάστοτε μπάντα με τις κυκλοφορίες της. Λοιπόν; Ξέρετε πολλές τέτοιες μπάντες; Μπορεί να νομίζεις ότι είναι πολλές αλλά με όλα αυτά τα χαρακτηριστικά θα διαπιστώσεις ότι δεν είναι και τόσες. Και μόλις το διαπιστώσεις αυτό, ένα από τα ονόματα που θα “τρυπήσουν” το μυαλό σου Far Beyond Driven είναι φυσικά και οι Pantera.
Σε αυτό το αφιέρωμα θέλω, όσοι το διαβάσουν, να “ταξιδέψουν” μαζί μου από τις απαρχές της μπάντας, να κατανοήσουν την εξέλιξή της (μετάλλαξη καλύτερα) καθώς τον λόγο για τον οποίο χαίρουν της καθολικής εκτίμησης και “προσκυνήματος” σχεδόν όλων μας. Να κατανοήσουμε γιατί οι Pantera ήταν (και ακόμα είναι) μια από τις πιο επιδραστικές μπάντες της ιστορίας. Οι μεγαλύτεροι να θυμηθούμε, και γιατί όχι να νοσταλγήσουμε, το “τέρας” που ποτέ δεν είδαμε από τα μέρη μας και οι νεότεροι να τους αγαπήσουν και να “δεθούν” με την ίδια δύναμη με τους cowboys from hell και των 2 περιόδων. Γιατί δύο; Λοιπόν, μια φορά και έναν καιρό……
Rewind please!!!1981 και 2 αδέρφια από το Τέξας, ο 15χρονος Darrell Lance Abbott (lead guitar) μαζί με τον 17χρονο Vincent Paul Abbott (drums) και τον Terry Glaze (rhythm guitar) σχηματίζουν τους Pantera. Έχοντας στις τάξεις τους 2 ανεπίσημα μέλη, τους Donnie Hart (vocals) και Tommy Bradford (bass) “βάζουν μπροστά τις μηχανές της μπάντας”. Γρήγορα γρήγορα οι 2 τελευταίοι αποχωρούν, αφήνοντας τον Terry Glaze στα φωνητικά και τον Darrell, ευτυχώς μόνο του στην κιθάρα. Σε λίγο ενσωματώνεται και ο Rex Brown (γνωστός τότε ως Rex Rocker) στο μπάσο και το παζλ συμπληρώνεται. Αυτοί οι πιτσιρικάδες αποκτούν γρήγορα φήμη στην underground σκηνή της περιοχής, κυρίως λόγω των live εμφανίσεων που έκαναν κάτω από ονόματα όπως οι Dokken, Quiet Riot και Stryper.
Η αγάπη του Darrell για τους Kiss δεν κρύφτηκε ποτέ. Έτσι υιοθετεί το ψευδώνυμο Diamond Darrell ως αναφορά στο “Black Diamond” των τελευταίων. Έχοντας σαφείς επιρροές από Van Halen και Kiss (τα είπαμε) κυκλοφορούν το 1983 το άλμπουμ “Metal Magic” με ένα από τα χειρότερα εξώφυλλα που έχω δει ever.
Χωρίς να έχει κάτι το ιδιαίτερο (ειδικά τότε “θάφτηκε”), με έναν κοινό, στο άκουσμα, glam/heavy ήχο, έχει λίγες στιγμές να ξεχωρίζουν, με το ομώνυμο κομμάτι να είναι μία από αυτές. Αυτό όμως που είχε αρχίσει να φαίνεται ότι θα λάμψει, ήταν το “άστρο” του Diamond, ο οποίος αν και μόλις 17 χρονών έπαιζε τα “σοσόνια” του. Στάσου! Τι είπα; Glam metal οι Pantera; Α ναι, δε στα είπα. Κορδέλες, eyeliner, λακ, κολάν, τιγρέ, λεοπά και άλλα τέτοια καλούδια. Έβγαζαν γούστα οι τύποι αλλά δεν τους κατηγορούμε γιατί ήταν μικρά παιδιά και ήταν πάνω στην τρέλα (στο μέλλον να δεις τρέλα κολλητέ).
Ένα χρόνο αργότερα επανέρχονται με το “Projects In The Jungle”, το οποίο είναι σαφώς ανώτερο από τον προκάτοχό του, με το ίδιο όμως ελεεινά κακόγουστο εξώφυλλο.
Στα ίδια gla-μουράτα μονοπάτια, με πολύ Def Leppard (on crack) να κυλάει στο “αίμα” τους, με λίγο πιο “κοφτερά” riffs σε σημεία, πιο “ψηλά” φωνητικά και τον άλλον (τον Diamond ντε) να έχει ξεκινήσει τα shreds και να “χτίζει” σιγά σιγά το μύθο του. Ένας μύθος που πλέον θα έπρεπε να διδάσκεται ως Darrell-ική μυθολογία. Ήδη τα μάτια διαφόρων σκάουτερς της πιάτσας αρχίζουν να στρέφονται πάνω σε αυτόν τον απίστευτο 18χρονο που κάνει “προκαταρκτικά” στην κιθάρα του και που θα “ερωτοτροπεί” άγρια μαζί της σε λίγα χρόνια από τώρα. Να μην ξεχάσεις να ακούσεις το “Blue Light Turnin’ Red” να δεις κάτι που θέλω.
Κάπου εδώ τα αδέρφια Abbott αρχίζουν να “μπαίνουν” σε πιο βαριά και γρήγορα ακούσματα, όπως οι Metallica και οι Slayer. Καλά να πάθουν, καλά να πάθουμε, καλά να πάθετε όλοι σας. Το τρίτο τους άλμπουμ “I am The Night” κυκλοφορεί το 1985. Το γλυκανάλατο στυλ τους παραμένει και εδώ, μόνο που εδώ καταλαβαίνεις σε κάποιες στιγμές ότι κάτι έχει αλλάξει ή πρόκειται να αλλάξει πολύ σύντομα. Βέβαια αυτά τα λέμε τώρα που είμαστε γνώστες και ξέρουμε την ιστορία. Ποιός ανυποψίαστος εκείνη την εποχή φανταζόταν τι επρόκειτο να ακολουθήσει; Ποιος έβλεπε ότι τα “I am The Night”, “Onward We Rock”, “Down Below” και “Valhalla” ήταν απλώς η προειδοποίηση; Δε χρειάζεται. Το έβλεπε ο Darrell να έρχεται και αυτό από μόνο του αρκεί.
Το 1986 είναι η χρονιά που το “μέγα thrash κωλοδάχτυλο” υψώνεται φαρδύ θρασύ πάνω από τον πλανήτη (μην απαριθμήσω τι δισκάρες κυκλοφόρησαν τότε γιατί θα μιλάμε για ώρες). Αναπόφευκτα από αυτό το τσουνάμι, ο ήχος τους επηρεάζεται προς την ίδια κατεύθυνση. Βλέποντας ο Terry Glaze ότι το “Φλωρινιώτης style” αρχίζει να φθίνει και μαζί του και ο glam ήχος, “παίρνει” τα μπογαλάκια του (και τα φανταχτερά αξεσουάρ του) και αποχωρεί. Κρίμα το παλικάρι-δε λέω- αλλά ρε φίλε το πράγμα έχει αλλάξει. Έχουν βάλει πλώρη για άλλες θάλασσες. Και κάπου το ’86 προσλαμβάνουν τον 18χρονο Phil Anselmo. Ευτυχώς για την οικουμένη όλη, αυτός ο υψίφωνος τότε ήταν η προσθήκη που χρειάζονταν, καθώς υπήρχε το άρμα μάχης και έλειπε ο οδηγός. Με την ενέργειά και τον τσαμπουκά του – ειδικά επί σκηνής – παρέσυρε και τους υπόλοιπους της παρέας σε μια ξέφρενη πορεία δίχως επιστροφή. Η συγκεκριμένη τετράδα δεν κοίταξε ποτέ ξανά πίσω.
Με την καινούρια σύνθεση κυκλοφορούν το 1988 το τέταρτό τους άλμπουμ με τίτλο “Power Metal” (βλέπεις πως οι ταμπέλες είναι μόνο μια ιδέα) και αν εξαιρέσεις κάποιες λακ που τους είχαν μείνει stock από τον Swarchkopf, τις οποίες και έπρεπε να χρησιμοποιήσουν, φαίνεται η αλλαγή τόσο μουσικά όσο και στυλιστικά. Αιχμηρό heavy metal (έχουν κάνει πολλή καλή δουλειά οι Priest παίδες) με κατάλληλες δόσεις thrash, έναν Anselmo να “χτυπάει” ουρανό και μια ολόκληρη μπάντα να δείχνει πως δεν αστειεύεται και πως έχει άγριες διαθέσεις για τη 10ετία που έρχεται (“Power Metal”, “Death Trap”, “Over And Out”, “Hard Ride” τι να λέμε τώρα;).
Σαν έφηβος, η πρώτη μου επαφή με τη μπάντα ήταν μέσω του “Vulgar Display Of Power“, το οποίο θα δούμε πιο κάτω. Καθώς οι ίδιοι είχαν απαρνηθεί το παρελθόν τους, αγνοούσα την ύπαρξη αυτού του άλμπουμ (no internet, no party). Κάπου το ’93 το ακούω από ένα φίλο (τότε κυκλοφορούσε ακόμα) και μου “κολλάνε” τα μυαλά στο ταβάνι. Ο ίδιος φίλος μου το χάρισε αλλά ποτέ δε δέχτηκα και χιλιάδες μούντζες δεν αρκούν για αυτό μου το ατόπημα. Που θέλω να καταλήξω; Στο ότι το άλμπουμ kicks some serious ass (που λένε και στο χωρίο μου) και ότι του χρειάζεται πραγματικό “λιώσιμο”, αν δεν το έχετε κάνει ήδη. Το πραγματικό restart για τους Pantera έπρεπε να είναι αυτό εδώ το άλμπουμ γιατί εδώ καταλαβαίνεις πως ο “πάνθηρας” έχει βγάλει τους πρώτους “κυνόδοντες”.
Και πριν ξεκινήσει να “δαγκώνει”, ο Dime δέχεται “κρούση” από τον αρχηγό Dave Mustaine (οι σκάουτερς που λέγαμε) να αναλάβει τις κιθάρες στους Megadeth. Για καλή μας τύχη αρνήθηκε, αφού ήθελε να πάρει μαζί του και τον αδερφό του, αλλά η θέση είχε καπαρωθεί από κάποιον (!!!) Nick Menza (RIP). Πάλι καλά δηλαδή, γιατί όλοι βγήκαμε κερδισμένοι. Κι ο Friedman πήγε στους Megadeth και οι Pantera έμειναν ενεργοί και μας γ*μησαν τα ματάκια και οι δύο το ’90 με τις κυκλοφορίες τους. Υπήρχε πρόγραμμα.
Έχεις δει νομίζω τη μεταμόρφωση του Σούπερμαν στον τηλεφωνικό θάλαμο καθώς στριφογυρίζει. Κάπως έτσι φαντάζομαι τους Pantera στο μπάσιμο των ‘90s. Μπήκαν ως άλλος Κλαρκ Κεντ και βγήκαν ως δαιμονισμένοι Supermen, “σερβίροντάς” μας τον απόλυτο κλώτσο που λέγεται “Cowboys From Hell”. Τέρμα τα φουντωτά μαλλιά, τέρμα τα φύκια και οι μεταξωτές κορδέλες και γενικά τέρμα τα αστεία. Οποιαδήποτε επαφή με το glam παρελθόν έχει πάει περίπατο και η μπάντα “ξανά συστήνεται” στο ευρύτερο πλέον κοινό με το πρώτο τους άλμπουμ. Για πολλά χρόνια στο επίσημο site της μπάντας το CFH αναφέρεται ως η πρώτη τους δισκογραφική δουλειά (κακώς). Μία δουλειά που δεν είναι απλά ένα άλμπουμ αλλά αποτελεί ένα είδος statement ”…You see us coming and you all together run for cover…We’re taking over this town” δηλώνουν στο εναρκτήριο ομώνυμο κομμάτι και αν θέλεις ας μη λάβεις στα σοβαρά αυτήν τους την προειδοποίηση.
Ο ήχος έχει βαρύνει αισθητά, οι riffάρες δίνουν και παίρνουν σε όλο το άλμπουμ, ο Anselmo τραγουδάει πιο macho αλλά δεν ξεχνάει να “πετάξει και τις κορώνες του” και όλο το άλμπουμ αποπνέει αέρα “φρέσκιας” μπάντας, παρόλο που είχαν σχεδόν μια 10ετία στις πλάτες τους. Είναι περιττό να αναφέρομαι σε συγκεκριμένα τραγούδια, αφού όλα “σπέρνουν”, απλά να πω μόνο ότι στο outro του “Cemetery Gates” η “μάχη” μεταξύ κιθάρας και τσιρίδας Anselmo κρίθηκε στο 90’ υπέρ της πρώτης, όταν ο Dime τράβηξε το τρέμολο και ξέχασε να το αφήσει. Ο δε μύθος αναφέρει ότι αυτός ο ήχος μόλις έφτασε, μετά από 29 χρόνια, στις εσχατιές του γαλαξία μας και συνεχίζει, ψάχνοντας να βρει επικοινωνία με άλλες μορφές ζωής. Το “τρένο” λοιπόν είχε μπει για τα καλά στις ράγες. Πολύς κόσμος τους έμαθε με το CFH, λίγοι όμως μπόρεσαν να καταλάβουν ότι για την επόμενη δεκαετία το “τρένο” αυτό θα ήταν απλά ασταμάτητο.
(Συνεχίζεται στο ‘Β μέρος)
Το άρθρο αυτό είχε δημοσιευτεί αρχικά στο Rockway.gr