
Λένε πως όποιος επιχειρεί να καταγράψει την ιστορία, πέρα από τα τεκμήρια, πρέπει να απλώσει μακριά τις αντοχές της καρδιάς και του μυαλού του. Αν υπάρχει ένα πολύτιμο πλεονέκτημα για τον γράφοντα στην ιστορία αυτή, είναι η φυσική παρουσία στην συντριπτική πλειοψηφία της διαδρομής, αλλά και η αυστηρή αποστασιοποίηση από το “χάδι του φίλου”. Το κείμενο αυτό είναι ένα σημαίνον χρέος πρώτα απέναντι στον εαυτό μου και μετά απέναντι στην ιστορία της μουσικής μας στη χώρα. Δώστου λοιπόν κλώτσο να γυρίσει, παραμύθι ν’ αρχινήσει…
Ακολουθώντας τη νοτιοανατολική έξοδο της Λάρισας, που σε βγάζει στην παλαιά οδό για το νομό Μαγνησίας, στην οδό Μεγαλουπόλεως, και ανάμεσα στα λίγα σπίτια που ήταν χτισμένα στις αρχές της δεκαετίας του ’80, υπήρχε και μια αποθήκη ποτών. Στο υπόγειο αυτής της αποθήκης, μαζί με τα βαρέλια του μούστου και όλα τα υπόλοιπα καλούδια, ζυμώθηκε η τολμηρή και παραμυθένια ιστορία του πρώτου heavy metal σχήματος της πόλης, και ενός από τα πρώτα στην Ελλάδα. Όλες οι συγκυρίες το είχαν προορίσει να αντιμετωπίσει το “τίμημα της άρνησης”.
Βρισκόμαστε στο οργουελικό 1984, ένα δίσεκτο έτος, με την πρωθυπουργό της Ινδίας Ίντιρα Γκάντι να δολοφονείται από τους άνδρες της προσωπικής ασφάλειάς της, την απεργία των ανθρακωρύχων να συγκλονίζει τη Μεγάλη Βρετανία, τον Ρόναλντ Ρήγκαν να επανεκλέγεται στην προεδρία των ΗΠΑ, και τους Σοβιετικούς να ανταποδίδουν το προ τετραετίας μποϋκοτάζ των Αμερικανών στους ολυμπιακούς αγώνες του Λος Άντζελες. Και αν σε κάποιο άλλο γεωγραφικό μήκος και πλάτος του πλανήτη, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά ο “Macintosh”, ο πρώτος προσωπικός υπολογιστής με ποντίκι και γραφικό περιβάλλον χρήστη, η Ελλάδα εξακολουθούσε να αποτελεί μια ξεχωριστή οπισθοδρομική περίπτωση σε κάθε τομέα. Μέσα σε ένα περιβάλλον περιορισμένων ευκαιριών και δυνατοτήτων, μια παρέα από φίλους μαθητές αποφάσισε να φτιάξει ένα συγκρότημα.

Έτσι γεννήθηκαν οι Blood Covered, με τον Πάνο Δημητρίου στο μικρόφωνο, τον Κώστα Τσαβέ στα τύμπανα, τον Θεόδωρο Θεοδοσίου στην κιθάρα, ενώ με δεδομένη την απουσία μπασίστα, το μπάσο απλά κράτησε για λίγο στις πρώτες πρόβες ο Δημήτρης Τσούρβας, χωρίς να ξέρει να παίζει. Κοντά τους από το πρώτο βήμα ο αδερφικός φίλος Γιάννης Τσόκανος, που δικαιωματικά κέρδισε το προσωνύμιο “manager”. Ο αστικός μύθος λέει πως , πέρα από τις διάφορες δοκιμές κρασιών που έκανε στις πρόβες, κάποια στιγμή ανοίγοντας το καπάκι από ένα βαρέλι γεμάτο μούστο σε εξέλιξη βράσης, ζαλίστηκε και έπεσε, ευτυχώς προς τα έξω.
Οι πρώτες απόπειρες συντονισμού του γκρουπ έγιναν πάνω σε μέρη διασκευών γνωστών τραγουδιών, παίζοντας τα αντίστοιχα τμήματα που ήταν προσιτά γι’ αυτούς τότε. Με δεδομένη την πλήρη απουσία πληροφορίας εκείνη την εποχή, ακόμα και οι ακριβείς, σωστοί στίχοι ήταν ένα ζήτημα. Ηχογραφούσαν όλες αυτές τις πρώιμες πρόβες σε κασέτα, κουμπώνοντας πάνω σε έναν παλιό ενισχυτή Ecolena τα όργανα, ενώ ο Δημητρίου τραγουδούσε κοντά στο φορητό κασετόφωνο που ηχογραφούσε. Οι μακρινές, επίμονες αντηχήσεις του Μπέρμινχαμ, του Χέρτφορντ και του Λονδίνου έφεραν τα “Man on the Silver Mountain”, “Country Girl”, “Motörhead” και “Breakin’ the Law” στις πρόβες τους, ενώ τότε γράφτηκε και το πρώτο δικό τους τραγούδι, με τον τίτλο “Medusa”. Κάποια στιγμή μετά ακολούθησε και το “Mr. Jesus”. Γρήγορα μπαίνει στην κορνίζα ο αδερφός του Κώστα, ο Χρήστος Τσαβές και αναλαμβάνει το μπάσο. Μαζί του, σημαντική προσθήκη είναι και ο κιθαρίστας Πάνος Σκρέτας, ο οποίος διέθετε και έναν καλύτερο ενισχυτή, ενώ οι επιρροές του από το μπουζούκι του έδιναν μια υποτυπώδη ικανότητα στα σόλο. Κάποια στιγμή πέρασε λίγο αργότερα από τις τάξεις τους και ο κιθαρίστας Γιάννης Λύτρας. Μελετώντας επίμονα τις ελάχιστες βιντεοκασέτες των μεγάλων συγκροτημάτων που κυκλοφορούσαν στην αγορά, κατάφεραν να προσεγγίσουν με μεγαλύτερη ακρίβεια τις διασκευές. Νέες διασκευές προστέθηκαν στο οπλοστάσιο, με τα “The Trooper”, “Paranoid”, “Lady in Black” και “You Really Got Me” (χωρίς το σόλο) να διευρύνουν τις επιλογές τους.

Η πρώτη ζωντανή εμφάνιση των Blood Covered (ουσιαστικά της πρώιμης μορφής των Denial Price) γίνεται στις 8 Δεκεμβρίου 1984, στο αμφιθέατρο του 2ου Λυκείου. Ο παράλληλος στόχος ήταν η ενίσχυση της πενθήμερης εκδρομής της τάξης, αλλά δεν συγκίνησαν ιδιαίτερα τους άσχετους με τον ήχο συμμαθητές τους. Μια εναλλακτική συμμαθήτρια έσπευσε άμεσα να μεταφέρει τους θαμώνες της μυθικής παμπ “Double D” στο αμφιθέατρο, έτσι η συναυλία έγινε με την ανάλογη παρουσία κοινού. Με τις διασκευές που αναφέρθηκαν καθώς και το “Medusa”, έγινε η πρώτη heavy metal συναυλία στην πόλη.
Οι πανελλήνιες που ακολούθησαν έριξαν κάπως τους ρυθμούς, όμως οι πρόβες συνεχίστηκαν στο οικείο υπόγειο, ενώ η σύνθεση άλλαξε πάλι: ο Χρήστος Τσαβές ανέλαβε οριστικά την κιθάρα και στο μπάσο βρέθηκε ο Βασίλης Κυρατζής. Το γκρουπ έχει πια μετονομαστεί σε Denial Price. Το σχήμα εξακολουθεί να βελτιώνεται, και οι διασκευές είναι πια ολοκληρωμένες. Το πηγαίο ταλέντο του Χρήστου, που ήταν εντελώς αυτοδίδακτος, άνοιξε αισθητά την παλέτα τους. Οι νέες προσθήκες στις διασκευές ήταν τα “Mr Crowley”, “Crazy Train”, “Bark at the Moon”, “Believer” και “Blood of my Enemies”.

Οι επόμενες δυο ζωντανές εμφανίσεις πραγματοποιούνται στο rock club “Κάστρο” τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 1987. Το setlist έχει φανερά εμπλουτιστεί, η μπάντα εμφανίζεται πιο έτοιμη και συντονισμένη από ποτέ και απλώνει ήδη μια πολύτιμη υποθήκη στο αντίστοιχο κοινό της πόλης. Η μεταλλική κοινότητα ταυτίζεται μαζί της και βρίσκεται σταθερά δίπλα της, ενώ η μια από τις δυο συναυλίες λήγει επεισοδιακά, σεβόμενη τους κώδικες της εποχής. Τα δικά τους τραγούδια έχουν ήδη πάρει ένα σεβαστό μέρος στη λίστα. Είναι η εποχή που έχουν γραφτεί τα “Black Dust”, “Dead Earthly Pleasures”, Night Dancer”, “Serpent’s Curse”, “Crucified Again”. Με σταθερή παράμετρο την πελώρια σκιά των Black Sabbath μέσα από το δικό τους στοιχείο, οι Denial Price μένουν βυθισμένοι σε ένα δυσοίωνο σύμπαν μυθικών συμβολισμών, ανεκπλήρωτων στόχων και εσωτερικών συγκρούσεων.

Η επόμενη και τελευταία ζωντανή εμφάνιση του ’87 πραγματοποιείται στην κεντρική πλατεία της πόλης, στις 27 Σεπτεμβρίου. Την εμφάνιση καταγράφει σε βίντεο ο ιδιοκτήτης του μυθικού δισκοπωλείου “Division”, ο οποίος είχε δείξει έμπρακτο ενδιαφέρον για το γκρουπ, φέρνοντας στην πόλη μέλη των Vaal για αμφίδρομη συνεργασία με τους Price, κάτι που τελικά δεν προχώρησε ποτέ. Η συναυλία γίνεται μπροστά σε ένα πολύ θερμό πλήθος που επικυρώνει τη μόνιμη στήριξη στο σχήμα, τόσο στις κλασικές διασκευές όσο και στα δικά τους τραγούδια. Μέχρι το τέλος του ’87 ο Βασίλης Κυρατζής αποχωρεί λόγω μουσικών διαφορών. Την λύση στο πρόβλημα του μπασίστα δίνει ξανά ένας άλλος ικανός κιθαρίστας, ο Δημήτρης Μπουρνάκας. Το κουαρτέτο γνωρίζει μια παραγωγική περίοδο. Μέσα στο 1988, τα δικά τους τραγούδια είναι ήδη εννέα ( “Dyin’ in Bitterness”, “Night Dancer”, “Black Dust”, “Dead Earthly Pleasures”, “ R.I.P. /Crucified Again”, Serpent’s Curse”, “Farewell Within Remains”, “Return to Darkness”, και “On the Edge”).
Με τη γνώριμη δύσκαμπτη κατάσταση στη διοργάνωση συναυλιών, εμφανίζονται σε κάθε πιθανή ευκαιρία. Τον Μάιο του ’88 παίζουν πέντε δικές τους συνθέσεις σε μια εκδήλωση για την ειρήνη στο Κηποθέατρο Αλκαζάρ. Τέλος Σεπτεμβρίου, λίγες μέρες μετά την ιστορική συναυλία των Iron Maiden στη Νέα Φιλαδέλφεια, κάνουν άλλη μια εμφάνιση στο Αισθητικό Άλσος στα πλαίσια των εκδηλώσεων του φεστιβάλ του ΠΑΣΟΚ. Μαζί με τα σταθερά πια παρόντα δικά τους τραγούδια, ανανεώνουν το μενού των διασκευών με τα “The Dungeons Are Calling”, “Solitude” (των Candlemass), “Children of the Sea”, “Dirty Women” και “I ‘m Eighteen”.

Τα πιο επίκαιρα ακούσματα της εποχής πέρασαν στη συνθετική μαγιά της μπάντας όπως η πρώιμη περίοδος των Queensrÿche, αλλά κυρίως η Arch-era των Fates Warning, η οποία απλώνει τη μαγική της χρυσόσκονη στο “Blood on Silver Stone”, το οποίο γράφεται τότε. Η μοναδική εμφάνισή τους στη Λάρισα μέσα στο 1989 πραγματοποιείται στις 23 Σεπτεμβρίου στο Κηποθέατρο Αλκαζάρ στα πλαίσια των εκδηλώσεων του φεστιβάλ του ΠΑΣΟΚ.
Η τετράδα έχει αποκτήσει μια τρομακτική άγνοια κινδύνου για τα δεδομένα της εποχής στη χώρα, και στην εμφάνιση αυτή παρουσιάζει ίσως το πιο προκλητικό setlist στην ιστορία του γκρουπ: ένας συνδυασμός δικών τους τραγουδιών με κάποιες πολύ απαιτητικές διασκευές σημάδεψε εκείνη τη νύχτα και έδωσε το ξεχωριστό και πολύτιμο στίγμα για την εποχή τους. Εκείνο το βράδυ οι Denial Price έπαιξαν με τη σειρά: “Black Dust”, “Take Hold of the Flame” (Queensrÿche), “Blood on Silver Stone”, Serpent’s Curse”, “Fates Warning Medley ( μέρη των “Traveler in Time”, ‘Pirates of the Underground”, “Epitaph” και “Ivory gate of Dreams”), “Crucified Again”, “Anguish and Fear” (Malmsteen), “On the Edge”, “Farewell Within Remains”, “Under the Sun” (Black Sabbath), “I don’t Know” (Ozzy Osbourne), “Return to Darkness”, και φινάλε με το “Paranoid” και την καθιερωμένη ουρά του “Heaven and Hell”.

Όταν το ημερολόγιο δείχνει 25 Νοεμβρίου ’89 πραγματοποιούν την πρώτη τους εμφάνιση στη Θεσσαλονίκη, στον Ελλήσποντο σαν headliners, μαζί με τους art rockers Rubicon και τους εξαιρετικούς Deceptor. Στο μεταξύ, προκύπτει παράλληλα μια πρόταση να ανοίξουν την επικείμενη τότε συναυλία των Σουηδών Candlemass στη Θεσσαλονίκη, που έγινε στις 16 Δεκεμβρίου στον ίδιο χώρο. Η κατάσταση περιπλέχτηκε όμως, καθώς προέκυψαν και άλλοι διεκδικητές της θέσης από γκρουπ της πόλης, με αποτέλεσμα τον εκνευρισμό των διοργανωτών και την τελική απουσία support σχήματος.

Από τον Δεκέμβριο του 1989 ως τον Φεβρουάριο του 1990, ηχογραφήθηκε σε δυο φάσεις το demo με τα “Blood on Silver Stone” και “On the Edge”, στο Rock Sound Studio του Δεληγιαννίδη στην οδό Ερέτριας στη Θεσσαλονίκη. Είναι άλλωστε η περίοδος όπου τα ¾ της μπάντας (Δημητρίου και αδερφοί Τσαβέ) βρίσκονται για σπουδές στη συμπρωτεύουσα. Στο “Blood on Silver Stone” μηχανικός ήχου ήταν ο Σταρόβας, ενώ η πολυδάπανη και πρωτόγονη διαδικασία ηχογράφησης εκείνη την εποχή, με το κυρίαρχο πρόβλημα να περιγράψεις αυτό που ψάχνεις σαν ήχο σε ανθρώπους που δούλευαν σχεδόν αποκλειστικά με μουσικούς εντελώς διαφορετικών ειδών, δύσκολα μεταφέρεται στη σημερινή πραγματικότητα.
Το αυτόματο μηχάνημα καφέ που είχε πάρει φωτιά ήταν ίσως το πιο γειτονικό φετίχ στις ηχητικές απαιτήσεις των Price, ενώ παροιμιώδης έμεινε η σκηνή της ηχογράφησης του σόλο στο “Blood on Silver Stone” από τον Χρήστο, κάτω από το έκπληκτο βλέμμα του Ζαφείρη Μελά (!!!) και του μπουζουξή του, με τον Σταρόβα να τον αποκαλεί με θαυμασμό “εγγόνι του Μπετόβεν”… Η μεγάλη πολυκάναλη μπομπίνα αγοράστηκε κανονικά από τη μπάντα, ενώ για να γραφτεί προσωρινά το τελικό mix χρησιμοποιήθηκε η αντίστοιχη μικρή μπομπίνα που περιείχε το demo των Deceptor. Η απουσία οικονομικών πόρων δεν επέτρεψε την ηχογράφηση άλλων τραγουδιών, αν και υπήρχε πια υλικό για ολόκληρο άλμπουμ.
Η κασέτα των δυο τραγουδιών διανεμήθηκε ανεπίσημα από τον Δημητρίου, χωρίς καν εξώφυλλο, με την προσθήκη άλλων δυο από το live στον Ελλήσποντο. Στη Λάρισα ήταν διαθέσιμο στο club “Κάραβελ”, αποκλειστικό metal στέκι για αρκετό καιρό. Είναι η στιγμή που κλείνει ο πρώτος κύκλος του γκρουπ, με τους περισσότερους να θέτουν διαφορετικές προτεραιότητες στις ζωές τους, σε συνδυασμό με την απαγορευτική και απογοητευτική κατάσταση που επικρατεί στο χώρο και τις προοπτικές εντός Ελλάδας. Ο Δημητρίου προσχωρεί στους progressive rockers Fatal Attraction, και μένει πίσω από το μικρόφωνο της μπάντας ως το καλοκαίρι του 1992.
Οι Blade από την Κοζάνη έχουν ήδη προσεγγίσει στο μεταξύ τον Δημητρίου για να τραγουδήσει στο demo τους. Πράγματι, ηχογραφεί τα φωνητικά χωρίς πρόβα, στο Graffiti Studio στη Λάρισα. Το demo κυκλοφορεί το 1992, και αποτελεί ουσιαστικά το βήμα της γνωριμίας του Δημητρίου με τον μπασίστα Κώστα Γκάγκαλη και τον ντράμερ Κώστα Κετογλίδη των Blade. Εκτιμώντας ιδιαίτερα το παίξιμό τους, και με τη συμμετοχή του Λαρισαίου κιθαρίστα Βασίλη Γκαραγκουνούλη, σχηματίζει τους Shadow Axis, κάνοντας τις πρώτες πρόβες τους στη Θεσσαλονίκη. Αρχίζει η σύνθεση νέων τραγουδιών, όπως τα “Matador”, Into the Oblivion Tragedy”, “Nevermore”, “Gloria Dei”, αλλά και της διασκευής της Diamanda Galas, “Let my People Go”, και παράλληλα η σύνδεση με το παρελθόν με τα “Serpent’s Curse” και “Farewell Within Remains” να παίζονται συχνά στις πρόβες. Η πρώτη τους εμφάνιση γίνεται σε θερινό σινεμά της πόλης, το φθινόπωρο του 1992.

Εμφανίζονται επίσης στο Τ.Ε.Ι. Λάρισας, για τελευταία φορά με το όνομα Shadow Axis και σύντομα παίρνουν την απόφαση να κουβαλήσουν ξανά το σημαίνον όνομα Denial Price, παίζοντας πια αρκετό από το παλιό υλικό στις πρόβες. Τον χειμώνα του 1994 παίζουν στο κλαμπ “Αποθήκη”, στο κέντρο της πόλης, πριν ακολουθήσει μια μακροχρόνια απουσία από το σανίδι. Μπαίνουν στο στούντιο Graffiti και ηχογραφούν τα πέντε κομμάτια που θα κυκλοφορήσουν αργότερα σαν “Farewell Within Remains” E.P., όμως ηχογραφημένα φωνητικά έχουν αρχικά μόνο τα “Serpent’s Curse”, “Gloria Dei” και “Farewell Within Remains”.

Οι συγκυρίες δυσκολεύουν ξανά, καθώς το Graffiti κλείνει, και οι Γκαραγκουνούλης και Γκάγκαλης φεύγουν για να υπηρετήσουν τις στρατιωτικές τους θητείες. Οι Δημητρίου και Κετογλίδης, για βιοποριστικούς λόγους, δουλεύουν σε νυχτερινά μαγαζιά. Μετά την αναπόφευκτη νέα απώλεια χρόνου, και φτάνοντας στο 1998, η θέληση να ολοκληρωθεί το ΕΡ, οδηγεί τον Δημητρίου σε καθημερινές διαδρομές μετά τη δουλειά του στην Κριθαριά Μαγνησίας, όπου ο Κωστής Δρυγιαννάκης έχει μεταφέρει τον εξοπλισμό του Graffiti στο σπίτι του. Εκεί ηχογραφούνται τα υπόλοιπα φωνητικά, έστω και με πιο περιορισμένες δυνατότητες, χωρίς για παράδειγμα την ύπαρξη μονωμένου χώρου.
Ο πάντα εξυπηρετικός Δρυγιαννάκης τους στέλνει στο Athens Mastering, για να γίνει μια επιπλέον επεξεργασία. Λόγω και της αρχικής ηχογράφησης, οι δυνατότητες αλλαγών ήταν μικρές, και μερικές βελτιώσεις στερούσαν πράγματα σε άλλους τομείς, με αποτέλεσμα ένα άνισο mastering, που άφησε περισσότερο δυσαρεστημένο τον Δημητρίου. Μια παρουσίαση των Denial Price στο Metal Invader τον Αύγουστο του 1999, με καταλυτική βοήθεια του Αντώνη Παπαχρήστου, ανάβει άξαφνα το ενδιαφέρον για τη μπάντα, και ο Δημητρίου, έκπληκτος αρχίζει να δέχεται αρκετά γράμματα από όψιμους οπαδούς.
Μπαίνουν στη διαδικασία να κυκλοφορήσουν μόνοι τους το ΕΡ σε cd, και ο Δρυγιαννάκης συνεισφέρει σημαντικά στην αναζήτηση του artwork. Στην πραγματικότητα, το εξώφυλλο είναι έργο ενός καθηγητή χαρακτικής, του Μανώλη Γιανναδάκη, από τον οποίο πάρθηκε η άδεια για χρήση, μια επεξεργασμένη τετραχρωμία με διαφορετικά φιλμ που έγινε από την Αλίκη Μαρτζοπούλου, και απεικονίζει μια παραμορφωμένη πόρτα από ένα παλιό σπίτι στου Ψυρρή, με φόντο τον Παρθενώνα. Το ΕΡ κυκλοφορεί τελικά μέσα στο 2000, με τον τίτλο “Farewell Within Remains”, και αποτελεί ουσιαστικά τη μοναδική επίσημη κυκλοφορία του γκρουπ σε 500 αντίτυπα, τα οποία εξαντλήθηκαν.

Το συγκρότημα βγαίνει από έναν συναυλιακό λήθαργο περίπου επτά χρόνων, όταν τους γίνεται μια πρόσκληση από τον σύνδεσμο των οργανωμένων οπαδών της Α.Ε.Λ. “Monsters” να παίξουν στην εκδήλωση για τα 20 χρόνια του. Πράγματι, στις 23 Νοεμβρίου 2002, οι Denial Price ανεβαίνουν στη σκηνή του B’ Live (λίγο αργότερα Stage), με τον Δημητρίου στο μικρόφωνο, τον Γκάγκαλη στο μπάσο, τους Γκαραγκουνούλη και Τσιμπώνη στις κιθάρες, ενώ στο drum set κάθεται έκτακτα ο Νίκος Τσιντζιλώνης των Black Fate. Ένας σημαντικός πυρήνας οπαδών τους από την Αθήνα έχει ταξιδέψει να τους δει, και τηρουμένων των πολύ δύσκολων συγκυριών της εκδήλωσης, όλα πάνε πολύ καλά.

Με τον Κετογλίδη διαθέσιμο πια στα τύμπανα, ένας οργασμός ζωντανών εμφανίσεων και δίπλα σε μεγάλα ονόματα του είδους ακολουθεί μέσα στο 2003, αποκλειστικά με δικό τους υλικό και την τροποποίηση της σύνθεσης της Diamanda Galas. Έτσι, στις 2 Μαρτίου εμφανίζονται για πρώτη φορά στην Αθήνα, μπροστά σε ένα πολύ θερμό κοινό, μαζί με τους Doomsword, Battle Ram και Sacred Outcry.

Στις 23 Μαρτίου ανοίγουν στη Θεσσαλονίκη για τους Pain of Salvation, ενώ επιστρέφουν στην πόλη τους για να προθερμάνουν έναν ασφυκτικά γεμάτο Μύλο, πριν ανέβουν στη σκηνή οι The Gathering. Στη Μεσόγειο της Θεσσαλονίκης πραγματοποιούν άλλη μια εμφάνιση, στις 25 Μαΐου, μαζί με τους Raging Storm και τους Blade of Spirit. Παράλληλα, ένας συνθετικός οργασμός ανεβάζει τον λογαριασμό των νέων συνθέσεων. H δημιουργική λίστα περιέχει πια και τα “Argus”, “Candle Tears”, Down”, “Groundead”, “Into the Oblivion Tragedy”, “Leaden Soldier”, “Malediction”, “Barren Cross” , “Pain”, “Sirens of a New War”, “Black Tree Domain”, “Gordian Knot”, τα οποία ηχογραφούνται με το τετρακάναλο του Δημητρίου σε μορφή demo.

Το 2004, ένα σοβαρό εργατικό ατύχημα προκαλεί σημαντικά εγκαύματα στα πόδια του Δημητρίου, ξεκινώντας μια πολύμηνη περιπέτεια υγείας που αναγκαστικά παγώνει τα πάντα. Ο Κετογλίδης αποχωρεί από το σκαμνάκι των ντραμς και διάδοχός του είναι ο Γιώργος Αγναντής. Στις 21 Ιανουαρίου οι Price επιστρέφουν στο σανίδι του B’ Live, ανοίγοντας για τους θρυλικούς Demon. Στις 4 Μαρτίου του 2004 πραγματοποιείται η τελευταία τους ζωντανή εμφάνιση, ξανά στο B’ Live, ανοίγοντας για τους Αθηναίους stoner rockers Engine V. Η κόπωση των απανωτών εμποδίων, η απροθυμία της άμεσης ηχογράφησης του υπάρχοντος υλικού, και το καθοριστικό πρόβλημα ενός αποφασισμένου ντράμερ, έφεραν τελικά το σφράγισμα στην ιστορία των Denial Price. Ένα μεγάλο μέρος του υλικού της τελευταίας τους περιόδου έμεινε εντελώς στην αφάνεια.

Κόντρα στην αδυσώπητη ανηφόρα μιας άδικης εποχής, η μπάντα που πάντρεψε το σεβασμό στις παραδοσιακές αξίες του metal με το νέο αίμα εκείνης της εποχής μέσα από το μοναδικό της φίλτρο, δεν σταμάτησε να ανεβαίνει τα σκαλοπάτια στο κάστρο των ονείρων της. Και αν ο στόχος ήταν από την αρχή το ψηλότερο κάστρο, ο “ασημένιος βράχος”, η μοίρα δεν παρέλειψε να δικαιώσει τους ίδιους τους στίχους τους, αφήνοντας πάνω σε αυτόν “στάχτες και αίμα”, τον κυνικό θάνατο κάθε προσδοκίας.

Υ.Γ. 1: Ο Δημητρίου συνέχισε τη διαδρομή σε πιο doom hard διαδρόμους με τους πρόδρομους των In Vain να εξελίσσονται στους Black Juju. Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία.
Υ.Γ. 2: Η συχνά μέτρια ποιότητα οπτικού και ακουστικού υλικού, όσο και αν δεν αποδίδει τη δέουσα δικαιοσύνη, καθρεφτίζει τα μέτρα και τα σταθμά μιας άλλης εποχής και αποτελεί απαραίτητη συνοδεία της ιστορίας αυτής.
Υ. Γ. 3: Ευχαριστώ τους Πάνο Δημητρίου, Δημήτρη Ζαμπό και Αντώνη Παπαχρήστο. Χωρίς τη συνδρομή τους, το αφιέρωμα αυτό δεν θα ολοκληρωνόταν ποτέ.
