H Suzanne Nadine Vega συστήθηκε στο κοινό το 1985, με το ομότιτλο άλμπουμ της. Οι επιδράσεις του Bob Dylan και του Leonard Cohen ήταν εμφανείς στα πρώτα της τραγούδια, όμως η ερευνητική, οξυδερκής ματιά της στα θέματα των τραγουδιών εξασφάλισε μια απόσταση στον ακροατή. Την ίδια στιγμή, η ίδια απέφυγε τις πολιτικές τοποθετήσεις στους στίχους της. Μουσικά, αρχικά παρέμεινε σε ένα άμεσο, απλό, απογυμνωμένο ύφος, με την αυτάρκη ποιητική της folk rock να μεταφέρει το βάρος.
Στο δεύτερο άλμπουμ της, το “Solitude Standing” του 1987, η ικανότητά της να γράφει εύστοχες, φωτεινές pop μελωδίες για αυτές τις εξεταστικές απόπειρες των καθημερινών ανθρώπινων καταστάσεων, της έφερε απρόσμενα την πρώτη μεγάλη επιτυχία που την καθιέρωσε παγκόσμια. Το “Luka”, το single του δίσκου ήταν ένα φαινομενικά ένα uptempo pop τραγούδι που είχε όμως σαν θέμα την σωματική κακοποίηση ενός αγοριού μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Το τραγούδι έσπρωξε το άλμπουμ στην 11η θέση στα charts του Billboard, και φυσικά το μεγάλο βάρος που έπεσε στην Vega ήταν να επαναλάβει την επιτυχία της.
Μετά από εκτεταμένες περιοδείες σε όλο τον κόσμο, η τραγουδίστρια επέστρεψε στη βάση της να ετοιμάσει τον διάδοχο του πλατινένιου άλμπουμ της. Ήταν όμως για την ίδια που είχε αρχίσει να διαφοροποιείται η περίοδος των μεγάλων αλλαγών και κατέληξαν στο πιο ασυνήθιστο και δύσκολο άλμπουμ της. Το “Days of Open Hand” κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 1990, και βρήκε την Vega να συνεργάζεται συνθετικά με τον παραγωγό του δίσκου Anton Sanko σε έξι από τα έντεκα τραγούδια του. Ηχογραφήθηκε σε πολλά στούντιο της Νέας Υόρκης και σε αντίθεση με τα δυο πρώτα άλμπουμ, χρησιμοποιήθηκε ένα πλήθος από όργανα, συνδρομή από συνθεσάιζερ και samples, από τα Fairlight CMI και Voyetra-8 και σημαίνουσες συνδρομές από τους Philip Glass, Shawn Colvin και John Linnell. Με την αφετηρία των ερεθισμάτων της στον κόσμο των ονείρων, η δημιουργός γράφει για τους φόβους της, τις μάχες με το άγνωστο, τον φόβο της απώλειας, την αγωνία για πραγματική επικοινωνία.
Αρχικά η απόπειρα προώθησης του δίσκου πήγε από το κακό στο χειρότερο. Δεν υπήρξε το ίδιο ενδιαφέρον, μπροστά στη διαφοροποίηση της μουσικής προσέγγισης, και με μια μεγάλη περιοδεία με τεράστιους χώρους κλεισμένους, χάθηκαν γρήγορα πολλά χρήματα. Σε εκείνη τη συγκυρία ο μάνατζερ της Vega την ενημέρωσε πως δυο νεαροί Άγγλοι με το όνομα DNA είχαν κάνει ένα beat remix του “Tom’s Diner” και η δισκογραφική της η A &M σκόπευε να τους κυνηγήσει, όμως ο ίδιος θεωρούσε πως η Vega θα έπρεπε να ακούσει το αποτέλεσμα.
Όταν το άκουσε το βρήκε πραγματικά σπουδαίο και της άρεσε που δεν ακουγόταν σαν παρωδία. Σκέφτηκε πως θα παιχτεί στα clubs, θα γίνει μια παροδική χορευτική επιτυχία και η ιστορία θα λήξει εκεί. Βέβαια, διαψεύστηκε παταγωδώς, καθώς χάρη στην τροποποίηση των DNA, το τραγούδι κατέληξε να γίνει μια τεράστια παγκόσμια επιτυχία.
Όπως η ίδια θυμάται, η γνώριμη πια μελωδία του προέκυψε όταν περπατούσε στο Broadway και σκεφτόταν γαλλικές ταινίες του νέου κύματος, όπως αυτές του Φρανσουά Τρυφώ. Έμοιαζε σαν μια κομψή μελωδία που θα άκουγε κανείς σε ένα μπαρ, επειδή όμως τότε δεν είχε χρήματα και δεν γνώριζε κανέναν πιανίστα, και ζώντας την εποχή του punk και του new wave, θεώρησε πως θα ήταν εύστοχο να το κάνει παράξενο και εκκεντρικό, αφήνοντάς το απλά “acapella”. Δοκιμάζοντας την ιδέα αυτή ζωντανά, είδε πως πραγματικά είχε αποτέλεσμα, έτσι το τραγούδι κατέληξε ο ιδανικός τρόπος να ανοίξει ή και να κλείσει μια εμφάνισή της, καθώς μπορούσε να τραβήξει άμεσα την προσοχή όλων.
Το περιεχόμενο του τραγουδιού βασίστηκε σε αμέτρητα πρωινά στο “Tom’s Restaurant” στη 112η οδό, στο Broadway, καθώς ήταν ένα από τα μέρη που έμενε συνέχεια ανοιχτό όλη τη νύχτα ως το πρωί. Αν μελετούσες και ήθελες να έχεις έναν καφέ, ήταν η συνήθης κατάληξη. Μάλιστα, ο αρχικός τίτλος του τραγουδιού ήταν “Tom’s Restaurant” αλλά τελικά τον άλλαξε σε “Tom’s Diner” καθώς θεώρησε πώς ακουγόταν πολύ καλύτερα. Όλη αυτή η ιστορία με την απίστευτη επιτυχία του τραγουδιού είχε σαν αποτέλεσμα να προσθέσουν το όνομα της Suzanne στο μενού του εστιατορίου σε κάποια συνταγή.
Η αρχική βασική ιδέα του τραγουδιού δεν είναι φυσικά να παίρνει κανείς ένα πρωινό κάπου, αλλά η ιστορία ενός ανθρώπου που έχει αποξενωθεί από όλους. Έγραψε το τραγούδι βασισμένη σε ένα σχόλιο του φίλου της Brian Rose, φωτογράφου, ο οποίος ανέφερε ότι στη δουλειά του, μερικές φορές ένιωθε σαν να “είδε όλη του τη ζωή μέσα από ένα τζάμι και σαν να ήταν ο μάρτυρας για πολλά πράγματα, αλλά ποτέ δεν ασχολήθηκε πραγματικά με αυτά”. Προσπάθησε λοιπόν να σκεφτεί και να γράψει με αυτόν τον τρόπο από τη σκοπιά ενός άνδρα, ενώ καθόταν στο εστιατόριο. Η τελική προσθήκη είναι η έμπνευση από ένα άρθρο μιας εφημερίδας που αναφερόταν στον τραγικό θάνατο ενός διάσημου ηθοποιού, του Bill Holden, που πέθανε ενώ έπινε, βάζοντας τέλος σε μια εξίσου τραγική ζωή.
Οι στίχοι που αναφέρονται στον καθεδρικό ναό του Αγίου Ιωάννη ανακαλούν πραγματικές μνήμες ενός παλιού μεσονύκτιου πικνίκ με σάντουιτς και κρασί στα σκαλιά του ναού μαζί με τον παλιό της φίλο Jack Hardy. O Jack Hardy ήταν ένας folk τραγουδιστής από πλούσια οικογένεια, και μισούσε τη μουσική βιομηχανία. Έκανε τη δική του επανάσταση φεύγοντας από την ασφάλεια του πλούτου του, και πίστευε μόνο στην τέχνη έξω από τη σκοπιμότητα της δουλειάς, έτσι όταν η Vegan υπέγραψε συμβόλαιο και άρχισε να γίνεται δημοφιλής, απομακρύνθηκε από κοντά της. Η εικόνα του καθεδρικού ναού θα παραμείνει για την ίδια μια εικόνα ομορφιάς και ρομαντισμού που θυμίζει εκείνη την εποχή πριν τη μουσική βιομηχανία. Άλλωστε το τραγούδι είχε γραφτεί τον Νοέμβριο του 1981.
Κάπως έτσι, τόνωσε ξανά το ενδιαφέρον για τη μουσική της, και βρέθηκε κάποια στιγμή να παίρνει και ένα βραβείο, καθώς το “Tom’s Diner” ήταν ένα από τα πιο πολυπαιγμένα τραγούδια R & B, κάτι πολύ παράδοξο και απρόοπτο για μια folk τραγουδίστρια.