To 1980 οι UFO έχουν ολοκληρώσει την περιοδεία προώθησης του άλμπουμ “No Place to Run”, που ήταν η πρώτη δουλειά τους με τον κιθαρίστα Ray Chapman στη θέση του αποχωρήσαντος Michael Schenker. Ο Paul Raymond αποφασίζει να εγκαταλείψει τη μπάντα, δημιουργώντας ένα σημαντικό κενό στη σύνθεση.
Με τις έντονες πιέσεις της εταιρείας που ζητούσε άμεσα έναν νέο δίσκο με πιο ικανοποιητικά εμπορικά αποτελέσματα από τον προκάτοχό του, ο Chapman επιχειρεί να πείσει τον John Sloman (Uriah Heep) που μπορούσε να τραγουδήσει, να παίξει κιθάρα και πλήκτρα, και μόλις είχε φύγει από τους Lone Star. Έπαιξε τελικά κάποια μέρη στο επερχόμενο άλμπουμ, αλλά τα περισσότερα από τα πλήκτρα είναι του αδερφού του μηχανικού Gary Edwards, μέχρι που ο Phil τον απέλυσε.
Εκείνη την εποχή, ο Neil Carter είχε ήδη αρχίσει να αισθάνεται μπουχτισμένος με την παρουσία του στους “Wild Horses” (των Brian Robertson και Jimmy Bain), και ο Phil Collen των Def Leppard, που γνώριζε πως ο Mogg έψαχνε απεγνωσμένα νέο κημπορντίστα, τους έφερε σε επαφή και κανονίστηκε μια ακρόαση. Ο Carter φρόντισε να μάθει μερικά τραγούδια ενώ βρισκόταν σε περιοδεία με τους Wild Horses που άνοιγαν για τον Ted Nugent, και πήρε τη θέση. Ήταν κατά κάποιον τρόπο ο ιδανικός για τη δουλειά καθώς έκανε ακριβώς αυτό που είχε κάνει ο Paul Raymond (πλήκτρα, κιθάρα και φωνητικά) και κατέληξε μάλλον μια απρόσκοπτη μετάβαση για αυτούς. Για τον Carter ήταν μια φυσική κίνηση και μια συναρπαστική πρόκληση. Δεν τους αποκάλυψε ποτέ, πως μέχρι εκείνη την πρώτη “ακρόαση” δεν είχε δει ποτέ ένα όργανο Hammond από κοντά, και μπλοφάρισε ριψοκίνδυνα τις πρώτες εβδομάδες!
Συμμετείχε ακριβώς στη μέση της ηχογράφησης του “The Wild, the Willing and the Innocent” και η συμβολή του σε αυτό το άλμπουμ ήταν κυρίως τα δεύτερα φωνητικά και τα περίφημα σαξόφωνα στο “Lonely Heart”. Ο Phil Mogg είχε μια εμμονή με τον Bruce Springsteen εκείνη την εποχή και μάλλον αυτό μπορεί να ήταν πίσω από εκείνη την ιδέα.
Όσο και αν η συντριπτική μερίδα των φίλων του γκρουπ βρίσκει τις κορυφές τους στην περίοδο με τον Schenker στη δεκαετία του ’70, το άλμπουμ αυτό αποτελεί μια υπέροχη έκπληξη και μια ιδιαίτερη δημιουργία. Είναι συνεκτικό και συγκεκριμένο σαν να εφαρμόζει ιδανικά σε κάποιο φιλμ νουάρ που εκτυλίσσεται στο μυαλό του Mogg. Η προφανής πρόθεσή του να ξεδιπλώσει εικόνες της σκληρής ζωής στο δρόμο, στις σκοτεινές και αδίστακτες γωνίες της ζωής με έναν ποιητικό ηρωισμό και ένα έξυπνα ελεγχόμενο δράμα, καταλήγει σε μια ξεχωριστή ατμόσφαιρα που σημαδεύει το άλμπουμ. Ίσως αυτή η αυξανόμενη αυτοπεποίθηση και στοχευμένη αίσθηση οδήγησαν στην απόφαση να αναλάβουν την παραγωγή ολομόναχοι, ακόμα και αν τελικά τους κόστισε διπλάσια, καθώς άλλαζαν συνεχώς στούντιο και ηχογραφούσαν ξανά.
Δεν είναι μυστικό πως πολλοί θεωρούν το συγκεκριμένο δίσκο σαν τη δουλειά των Mogg και Chapman, με τον σπουδαίο πάντα συνθετικά Pete Way να έχει κάνει ένα βήμα πίσω. Και είναι μάλλον δύσκολο να διαβάσεις για πρώτη φορά τον τίτλο και να μην κάνεις τον συνειρμό με το “The Wild, the Innocent & the E Street Shuffle”, το άλμπουμ που κυκλοφόρησε ο Bruce Sprinsteen το 1973. Αν ψάξει κανείς βαθύτερα και προσεκτικά κάποιες ιδιαίτερες γραμμές του Mogg στις περιγραφές του, όπως στο καταπληκτικό “Long Gone” (“Summer rain kissed the streets that bleed like open wounds”), και βρεθεί φυσικά αντιμέτωπος με το σαξόφωνο και το πιάνο του Carter στο “Lonely Heart”, θα νιώσει τη σκιά του “Αφεντικού” εντονότερα. Όμως σε μια συγκεχυμένη περίοδο αλλαγών και ήχων, με τη μπάντα να βρίσκεται ανάμεσα στην ορμή του NWOBHM και το ένδοξο hard rock παρελθόν της, ο δίσκος αυτός είναι ένας επιτήδειος και ευφυής ελιγμός, και καταλήγει να προσφέρει κάποια από τα πιο αξιόλογα τραγούδια τους. Οχτώ συνθέσεις δεμένες έντονα μεταξύ τους σε μια υφολογική κορνίζα που θα μπορούσε να είναι ένας παραδειγματικός ορισμός της έννοιας του άλμπουμ, μας θρέφουν με διαφορετικές προσεγγίσεις. Από το άμεσο, ενισχυμένο heavy rock του εναρκτήριου “Chains Chains”, στο ατμοσφαιρικό και απαιτητικό “Long Gone”, μια από τις κορυφαίες στιγμές όχι μόνο της Chapman-era, αλλά της καριέρας τους, από το εθιστικό pop rock του αναδυόμενου “It’s Killing Me” στο μικρό νυχτερινό δράμα του σκοτεινού αλλά τόσο αποπλανητικού “Lonely Heart”, η αυτάρκεια της μπάντας αναδεικνύεται ακόμα και σε δεύτερης γραμμής στιγμές, όπως το “Couldn’t Get It Right” ή το “Makin’ Moves”.
Ο επίλογος δίνεται με άλλη μια από αυτές τις υποβλητικές μπαλάντες των UFO που ταλάνισαν μέσα από τις δεκαετίες ακόμα και ακροατές άλλων χωραφιών, το μοναδικό “Profession of Violence”, το οποίο για λόγους λογοκρισίας άλλαξε στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά σε “Profession Of”. Ο τίτλος και οi στίχοι του είναι εμπνευσμένοι από το βιβλίο του 1972 “The Profession Of Violence: The Rise And Fall Of The Kray Twins”, που γράφτηκε από τον John Pearson. Το βιβλίο αφηγείται την ιστορία του Ronald Ο “Ronnie” Kray (24 Οκτωβρίου 1933 – 17 Μαρτίου 1995) και του Reginald “Reggie” Kray (24 Οκτωβρίου 1933 – 1 Οκτωβρίου 2000), των δίδυμων αδερφών που ήταν οι κύριοι δράστες του οργανωμένου εγκλήματος στο East End του Λονδίνου, στην Αγγλία, από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 έως το 1967. Με τη συμμορία τους, γνωστή με το όνομα “Firm”, οι Krays συμμετείχαν σε φόνους, ένοπλες ληστείες, εμπρησμούς, και επιθέσεις. Οι αδερφοί Kray συνελήφθησαν στις 8 Μαΐου 1968 και καταδικάστηκαν το 1969. Το τραγούδι απογειώνεται πραγματικά από το εκπληκτικό σόλο του Chapman, που το οδηγεί και στο φινάλε.
Το άλμπουμ, που ηχογραφήθηκε σε τρία διαφορετικά στούντιο του Λονδίνου, κυκλοφόρησε τελικά στις 16 Ιανουαρίου του 1981. Το εξώφυλλο ήταν άλλο ένα έργο της περίφημης εταιρείας artwork “Hipgnosis”, το οποίο τροποποιήθηκε για συνήθεις σεμνότυφους λόγους στην κυκλοφορία του στον Καναδά. Το άλμπουμ αντιμετωπίστηκε συνολικά με ήπιες αντιδράσεις, κατάφερε να φτάσει στο Top 20 του Ηνωμένου Βασιλείου, ενώ το single “Lonely Heart” γνώρισε κάποια επιτυχία. Ακολούθησε μια περιοδεία στο “Νησί” και στη συνέχεια μια μεγάλη περιοδεία στις ΗΠΑ με τους Cheap Trick. Έκαναν όμως και αρκετές εμφανίσεις μόνοι τους στη Νότια, τη Μεσοδυτική και τη Δυτική Ακτή, όπου υπήρχε πάντα ένα πολύ υπολογίσιμο κοινό για το γκρουπ.
Με κάποιες λεπτομερείς ποιητικές ματιές στα στιγμιότυπα του δρόμου, ενισχυμένες εντυπώσεις εγχόρδων αλλά και σαξόφωνου, μια παραγωγή που αποθεώνει τον χαρακτήρα του συγκροτήματος μεταφέροντας ένα βήμα μακρύτερα τη σφραγίδα τους, το “The Wild, the Willing & the Innocent” απελευθερώθηκε απέναντι σε ποικίλες κρίσεις μια εποχή αλλόκοτη, άνιση και μεταβατική. Όπως συμβαίνει συνήθως, τα χρόνια ξέπλυναν τις υπερβολές από πάνω του. Σήμερα δικαιωματικά θεωρείται ένα πολυτελές και απαραίτητο δείγμα της περιόδου με τον Chapman, και τα περισσότερα από τα τραγούδια του εξακολουθούν να ανοίγουν δυνατές εικόνες και πολύτιμες αναμνήσεις.