Ο πονοκέφαλος της λίστας είναι μια μουσική πανδημία που επιστρέφει τέτοια εποχή κάθε χρόνο και απαιτεί τον δικό του εξορκισμό. Οι συντάκτες του Soundcheck μάζεψαν τα κουκιά τους και, κάνοντας τον γύρο του μουσικού χρόνου σε μόλις είκοσι άλμπουμ, μας δίνουν την συνολική εικοσάδα των προτιμήσεων. Όχι απαραίτητα οι πιο δημοφιλείς ή οι πιο ιστορικοί δίσκοι, σίγουρα όμως αυτοί που μίλησαν περισσότερο στην καρδιά και στο μυαλό μας, και τελικά κέρδισαν πολύ από τον χρόνο μας.
Σήμερα ολοκληρώνουμε την αντίστροφη μέτρηση με τις τέσσερις κορυφαίες θέσεις.
4. ACHELOUS: “Tower of High Sorcery”
Είμαστε ειλικρινά ευτυχισμένοι να μας “αναγκάζουν” μπάντες της χώρας μας να τους περιλαμβάνουνε τόσο ψηλά στη συνολική λίστα των συντακτών του Soundcheck, κυρίως γιατί δεν είναι μια απόφαση και επιβράβευση που επηρεάζεται από την καταγωγή του συγκροτήματος, αλλά μια αβίαστη ομολογία της αξίας τους. Η εξελικτική πορεία των Αθηναίων ηρώων με την επική φλέβα ήταν μια συνεχής διαδρομή σε ψηλότερα οροπέδια έμπνευσης και έκφρασης. Όπως περιμέναμε οι περισσότεροι, το τρίτο άλμπουμ τους βρίσκει το σχήμα σε έναν πλούτο από στολίδια και ευρήματα που ακουμπούν τον αδιαπραγμάτευτο epic power πυρήνα της φύσης τους. Στο ταξίδι του “Tower of High Sorcery” οι βασικοί κορμοί των τραγουδιών απολαμβάνουν συχνά ένα ηχητικό μασάζ από ανατολίτικα και μεσογειακά folk στοιχεία. Τα ηχοχρώματα πληθαίνουν, οι φωνητικές μελωδίες διαφοροποιούνται όμορφα και με νέο ενδιαφέρον και ο χαρακτήρας της μπάντας δυναμώνει περισσότερο. Φυσικά, όλοι εκείνοι οι φίλοι των άμεσων ραπισμάτων που περιμένουν ηρωικούς, ορμητικούς ύμνους, δεν πρόκειται να νιώσουν το παραμικρό στερητικό σύνδρομο. Οι Achelous υφαίνουν έναν κόσμο απόδρασης και μαγείας, και με οδηγό τη δεδομένη γοητεία της φανταστικής λογοτεχνίας, εμπνέονται να οδηγηθούν σε τραγούδια με δυνατά συναισθήματα, και με ανάγλυφες εντυπώσεις που προδίδουν την πίστη στην αυτόνομη, αρχέγονη δύναμη της μελωδίας. Με αυτό τον ευπρόσδεκτο old school σεβασμό μας προϊδεάζουν με ένα ανάλογο εξαιρετικό εξώφυλλο, και το μόνο που απομένει στον ακροατή είναι να αφεθεί στην απόλαυση, και στην περηφάνια που η δουλειά αυτή έχει ελληνική υπογραφή.
Ο τραγουδιστής Χρήστος Κάππας είπε: “ Δεν είναι εύκολο να βγάζεις δύο άλμπουμ σε δύο χρόνια ερασιτέχνες. Θέλει πολλές θυσίες και χρόνο που δεν έχουμε, αφού όλοι μας έχουμε τις δουλειές μας, τα παιδιά μας, τις οικογένειές μας, τις κοπέλες μας… Όταν λοιπόν εμείς μπαίνουμε στη διαδικασία να ετοιμάσουμε ένα νέο άλμπουμ πάντα το φτιάχνουμε έτσι ώστε να αρέσει πρώτα σε εμάς. Αν είμαστε εμείς 100% ευχαριστημένοι ελπίζουμε να αρέσει και σε άλλο κόσμο. Ξέραμε ότι ο δίσκος ήταν καλός αφού και η παραγωγή ήταν εξαιρετική, το εξώφυλλο έτσι όπως το θέλαμε και τα κομμάτια πλούσια και φτιαγμένα με πολλή αγάπη και μεράκι οπότε υποθέτουμε ότι θα πάει καλά. Αυτό βέβαια που έχει γίνει και η υποδοχή που λάβαμε είναι κάτι που μας ξεπερνάει και σας ευχαριστούμε όλους!
Σε πολλά είδη μουσικής το εξώφυλλο είναι απλά συνοδευτικό. Στο χώρο το δικό μας όμως είναι βασικός πυλώνας της όλης δουλειάς. Εγώ έχοντας μεγαλώσει στα late 80s και early 90s σε μια εποχή χωρίς youtube και media στα οποία μπορούσες να ακούσεις ένα δίσκο πριν τον αγοράσεις, αγόραζα albums μόνο και μόνο από το εξώφυλλο. Ειδικά εκείνες τις εποχές τα εξώφυλλα ήταν έργα τέχνης. Σκέψου μόνο πόσα συνεχόμενα iconic εξώφυλλα δίσκων είχαν μπάντες όπως οι Scorpions, οι Iron Maiden, οι Helloween και πολλοί άλλοι. Βλέπεις το εξώφυλλο και καταλαβαίνεις ότι κάτι καλό έχει γίνει. Έτσι και εμείς επειδή θέλουμε τα album μας να είναι 100% όπως τα έχουμε σκεφτεί, φροντίζουμε έτσι ώστε τα εξώφυλλα να είναι φτιαγμένα στο χέρι με μεράκι και αγάπη. Στα δύο τελευταία album συνεργαζόμαστε με τη Silvana Masa από τη Βραζιλία, μια εκπληκτική καλλιτέχνιδα η οποία είναι και fantasy novel fan, κάτι που μας βολεύει απίστευτα αφού είναι πολύ εύκολο να της εξηγήσουμε τι θέλουμε.”
Διαβάστε την κριτική του άλμπουμ από τον Άγγελο Χόντζια, εδώ.
3. SAXON: “Hell, Fire and Damnation”
Οι μύθοι από το Barnsley κλείνουν μισό αιώνα συνεχούς παρουσίας στα στούντιο και στα σανίδια του πλανήτη. Χωρίς δεύτερη σκέψη, ακόμα και με έξυπνες, μικρές στροφές που έκαναν στο ταξίδι τους, αποτελούν μια παγκόσμια μεταλλική σταθερά που με συνέπεια και επίπεδο θα δώσει στο κοινό της το αναμενόμενο. Δεν είναι και το ευκολότερο να αναζητήσεις μια μπάντα που κυκλοφορεί το 24ο στούντιο άλμπουμ της και καταφέρνει ακόμα να συγκινεί το κοινό της. Οι Saxon είναι μια από εκείνες τις διαχρονικές δυνάμεις του παραδοσιακού metal που έχουν καταφέρει να γεφυρώσουν πολλές διαφορετικές γενιές των φίλων αυτού του ήχου, και η πιο αδιάψευστη μαρτυρία για το συγκεκριμένο, είναι το κοινό τους στις συναυλίες. Πάντα θα διαθέτουν στο μενού τους κάποιες πρωτοκλασάτες συνθέσεις που θα κρατήσουν τον ακροατή σε απανωτές επαναλήψεις, αλλά δεν θα παραλείψουν να προσφέρουν και τους άμεσους, άρτια παιγμένους heavy rock ύμνους τους σε μια ποικιλία από ταχύτητες. Το βιωματικό δέσιμο των φίλων της μπάντας με συγκεκριμένους δίσκους έχει να κάνει αναμφισβήτητα με την ηλικία, και ο λόγος για τον οποίο κάποιος μπορεί εύκολα να ισχυριστεί πως έχουν ακόμα τη λάμψη τους, είναι η προτίμηση των νεότερων οπαδών τους σε πιο πρόσφατα άλμπουμ. Κάπως έτσι οι βετεράνοι metallers παραμένουν εμφατικά η μπάντα που δεν χρειάζεται εκπλήξεις, ευρήματα, και τεχνάσματα για να εξασφαλίσει στον κόσμο της νέα γη και ύδωρ. Συνεχίζουν να παραμένουν αποτελεσματικοί, ουσιαστικοί και απαραίτητοι στην παγκόσμια ισορροπία του ευρύτερου σκληρού ήχου.
Ο αειθαλής Biff Byford είπε: “Κάτι μαγικό συνέβη σε αυτό το άλμπουμ. Δεν μπορώ πραγματικά να το εξηγήσω, αλλά όλα προέκυψαν μαζί με έναν πραγματικά υπέροχο τρόπο, οπότε δεν ξέρω γιατί, αλλά συνέβη. Είναι λοιπόν ένα ιδιαίτερο άλμπουμ, ένα αρκετά μαγικό άλμπουμ. Μου έλειπαν δύο τραγούδια για να τελειώσω το άλμπουμ, και ο Paul άφησε το συγκρότημα στις περιοδείες, και ο Brian τον αντικατέστησε. Λοιπόν, ρώτησα τον Brian αν είχε κάποιες ιδέες που θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε. Και μου έστειλε μερικά riff κιθάρας που ήταν σπουδαία, οπότε τα χρησιμοποιήσαμε, ήταν πραγματικά μαγικό αυτό το είδος του πεπρωμένου-μοιραίου. Δεν ξέρω, απλά όλα συνδυάστηκαν πολύ καλά.
Ο τίτλος ήρθε πρώτος. Ο πατέρας μου έλεγε όταν ήταν αναστατωμένος, “Κόλαση, φωτιά και καταδίκη”. Είναι μια πολύ κοινή φράση για τη γενιά του πατέρα μου και του παππού μου στη Βόρεια Αγγλία. Λοιπόν, ναι, ήταν εκεί, πάντα ήθελα να γράψω ένα τραγούδι με αυτή την αγγλική φράση. Είναι τόσο υπέροχες αυτές οι τρεις λέξεις, “Κόλαση, Φωτιά και Καταδίκη”. Οπότε ναι, είχα την ιδέα στο βιβλίο μου με τίτλους τραγουδιών. Το δοκίμασα στο “Carpe Diem”, αλλά δεν βρήκα ένα riff που να ταιριάζει, αλλά μετά ο Brian μου έδωσε αυτό το riff που είναι στο “Hell, Fire And Damnation” τώρα και ταίριαξε τέλεια.
Μου αρέσει η ιστορία αλλά και η φαντασία. Μου αρέσουν όλα τα πράγματα, αλλά νομίζω ότι η ιστορία με ενδιαφέρει περισσότερο και δεν μπορείς να τραγουδάς τραγούδια για το σεξ, τα ναρκωτικά και το rock & roll, όταν είσαι στο προσκήνιο για 45 χρόνια και έχεις πολλά άλμπουμ, πρέπει να κάνεις κάτι λίγο πιο πνευματικό, και νομίζω ότι τα τραγούδια είναι ενδιαφέροντα. Πρέπει να επιλέξεις τα σωστά γεγονότα και προφανώς, το τραγούδι πρέπει να είναι υπέροχο. Μερικές λέξεις ακούγονται υπέροχα με μια συγκεκριμένη μελωδία. Το θέμα δεν είναι απλώς η επιλογή ενός γεγονότος, αλλά η επιλογή ενός συμβάντος για το οποίο ακούγεται καλό να τραγουδάς και που κάνει κλικ και με το μέρος της κιθάρας. Όλα τα στοιχεία πρέπει να είναι μαζί για να λειτουργεί πολύ καλά.”
Διαβάστε την κριτική του άλμπουμ από τον Άγγελο Χόντζια, εδώ.
2. THE CURE: “Songs Of A Lost World”
Με το τελευταίο τραγούδι του “4: 13 Dream” να τιτλοφορείται “It’s Over” και την παρατεταμένη δισκογραφική απουσία, οι περισσότεροι κάποια στιγμή πίστεψαν πως η μυθική μπάντα έκλεισε οριστικά τον δημιουργικό της τίτλο. Μια βαρυσήμαντη ένσταση που δεν άφησε την υποψία αυτή να σφραγιστεί ήταν οι ζωντανές εκτελέσεις νέων τραγουδιών, που ανέβαζαν τον πυρετό των φίλων τους ακόμα περισσότερο. Βέβαια, με την κυκλοθυμική δράση του Robert Smith κανείς δεν μπορεί ποτέ να είναι σίγουρος. Ο ίδιος είχε πάντα τα δικά του ημερολόγια, τις δικές τους συνταγές χρόνου, τα αυστηρά προσωπικά σημάδια αποφάσεων. Όμως ο χρόνος που μας αφήνει έμελλε να σημαδευτεί από τη δισκογραφική επιστροφή τους, αφού ο κινητήριος μοχλός των πάντων γύρω από το σχήμα ένιωσε πια πως όλα ήταν έτοιμα. Με μια μόνιμα γεμάτη δεξαμενή μουσικών ιδεών, ο ίδιος ο Smith έχει ομολογήσει πως η τροχοπέδη για να κυκλοφορούν συχνότερα νέα μουσική είναι πως όσο μεγαλώνει τόσο περισσότερο δυσκολεύεται να γράψει στίχους που θα μπορούσε να τραγουδήσει με απόλυτη ειλικρίνεια. Γι’ αυτό ένιωσε έντονα πως το νέο άλμπουμ θα έπρεπε να είναι σαν μια δήλωση. Είναι γεγονός άλλωστε πως ο Smith υπήρξε διαχρονικά ειλικρινής και συνεπής σε πολλά ζητήματα της μουσικής βιομηχανίας, με πιο πρόσφατο παράδειγμα την διαμάχη του με το σύστημα του Ticketmaster για φτηνότερα εισιτήρια. Πάντα ταπεινός, την ίδια στιγμή που καυτηρίασε την απουσία των περισσότερων διάσημων μουσικών από τέτοιες υποθέσεις, έσπευσε να δηλώσει πως δεν τον ενδιαφέρει το κόστος μια τέτοιας κόντρας, ίσως γιατί βρίσκεται πια στο τέλος της διαδρομής. Όμως το τέλος του μύθου των The Cure δεν εμφανίζεται καθόλου εκπτωτικό και διεκπεραιωτικό. Με σθένος και βάθος το σύμπαν τους οικειοποιείται κάθε πιθανή ικανότητα ενός οικουμενικού γκρίζου ψυχισμού, και καρφώνει τα δικά του καρφιά, σημαδεύει τα δικά του όρια, οδηγεί την εντύπωση στο δικό του γκρεμό. Είναι πια το τέλος; Δύσκολο να ορκιστείς, όσο διαβάζει κανείς τον Smith να λέει πως φαντάζεται σχεδόν πώς θα είναι το επόμενο άλμπουμ.
Ο Robert Smith είπε: “Ένα concept άλμπουμ για τον θάνατο; Δεν μου πέρασε πραγματικά από το μυαλό. Νομίζω ότι μια αίσθηση απώλειας διαποτίζει το άλμπουμ. Νομίζω ότι αυτό είναι λίγο διαφορετικό από το να σκέφτεσαι αποκλειστικά για τον θάνατο. Και είναι επίσης η μεταβαλλόμενη φύση της πραγματικότητας. Καθώς μεγαλώνεις, έχεις την τάση να νιώθεις ότι σε αφήνει πίσω ο κόσμος. Και μερικές φορές είναι υπέροχο συναίσθημα. Νομίζω ότι είμαστε κάπως σχεδιασμένοι για να καλωσορίσουμε την ιδέα, να επιβραδύνουμε πραγματικά και να βλέπουμε τον κόσμο να περιστρέφεται μακριά μας. Αλλά με άλλους τρόπους, έχοντας νεότερους ανθρώπους γύρω σου και μια μεγάλη οικογένεια, αρχίζεις να βλέπεις πόσο σκοτεινά φαίνονται τα πράγματα για μια νεότερη γενιά. Και νιώθω κάπως ελαφρώς υπεύθυνος, προσωπικά υπεύθυνος.
Σίγουρα συγκλονίστηκα όταν άκουσα το “Alone” να παίζεται στο ραδιόφωνο τον τελευταίο μήνα. Εννοώ, έμεινα πραγματικά έκπληκτος. Πήρε περισσότερο airplay από μερικά από τα singles μας! Συνειδητοποιώ ότι υπάρχει μια επιθυμία για νέα μουσική Cure, παρόλο που δεν είναι πραγματικά “καινούργια”. Νομίζω ότι αυτό είναι το περίεργο με όλο αυτό το έργο, είναι ότι έχουμε παίξει πέντε από τα οκτώ τραγούδια στη σκηνή. Στην πραγματικότητα, τα έχουμε παίξει στις περισσότερες από τις 90 εμφανίσεις που έχουμε κάνει τα τελευταία δύο χρόνια.
Αυτό που είναι πιο ευχάριστο για μένα είναι όταν τραγούδια που ο κόσμος πιστεύεις ότι δεν θα συνδεθεί, αλλά ελπίζεις, τελικά δένονται μαζί τους. Όταν βγαίνουμε έξω και τα παίζουμε στη σκηνή και γίνονται αγαπημένα του κοινού μας. Αυτό είναι πραγματικά πολύ πιο ικανοποιητικό για μένα σαν συνθέτη και σαν τραγουδιστή. Τραγούδια όπως το “From the Edge of the Deep Green Sea” και το “Pictures of You” γεφυρώνουν αυτούς τους δύο κόσμους.”
Διαβάστε την κριτική του άλμπουμ από τον Γιώργο Μακρή, εδώ.
Κορυφαίο άλμπουμ του 2024: JUDAS PRIEST “Invincible Shield”
55 χρόνια και 19 δίσκους αργότερα οι έτεροι Metal Gods του Birmingham μοιάζουν με την ομάδα που ξέρει να κερδίζει ακόμα και με αναγκαστικές αλλαγές. Με την καθυστέρηση της πανδημίας να συνδράμει αισθητά στο κενό από το “Firepower” του 2018, οι Glenn Tipton, Rob Halford και Richie Faulkner κατέληξαν σε 13 νέα τραγούδια που απέπνεαν τη φρέσκια αίσθηση και δύναμη της ύστερης περιόδου, αλλά παράλληλα αντλούσαν έξυπνα κάποια στοιχεία από διάφορες περιόδους της μακριάς διαδρομής τους. Με το βασικό ατού του δίσκου να εντοπίζεται στη μεθοδική, σπουδαία και λεπτομερή κιθαριστική δουλειά του κύριου πια πρωταγωνιστή Richie Faulkner, το συνολικό αποτέλεσμα δίνει την αίσθηση μιας επιτομής της καριέρας τους, μιας σημαντικής υπενθύμισης της διαχρονικής σημασίας αυτής της τεράστιας μπάντας, και μιας επιβεβαίωσης πως είναι ακόμα εδώ και μπορούν να αλιεύσουν από το ανθεκτικό dna τους νέες συγκινήσεις. Εκεί λοιπόν που σύσσωμη η κοινότητα του σκληρού ήχου θα ήταν απόλυτα ανακουφισμένη με μια επαρκή ένδειξη αξιοπρέπειας, οι Priest σε μια επίδειξη ισχύος περνούν πάνω από αυτό το σκάμμα, επιμένουν να ιντριγκάρουν τον θεό του metal, και κλέβουν την ισχυρότερη εντύπωση με έναν δίσκο που σπρώχνει και αναδεικνύει τον κλασικό χαρακτήρα τους στη σημερινή εποχή. Σύσσωμος ο μουσικός τύπος υποκλίθηκε στο “Invincible Shield”.
Metal Injection: “Οι άνθρωποι συχνά επικρίνουν τις μπάντες που μένουν εκεί για πολύ καιρό. Μερικές μπάντες πρέπει απλώς να το κάνουν όταν η ηλικία ανεβαίνει πολύ γρήγορα ή όταν η χημεία δεν είναι πια εκεί. Οι Judas Priest, ωστόσο, μπορούν στην πραγματικότητα να είναι στην ακμή τους αυτή τη στιγμή, περίπου πέντε δεκαετίες μετά τον σχηματισμό τους. Κάθε πτυχή της παραγωγής του Invincible Shield υπερέχει. Κάθε ήχος σε αυτόν τον δίσκο έχει έναν σκοπό. Ένα επιβλητικό έργο 14 κομματιών απόλυτης heavy metal λάμψης. Αυτό είναι το καλύτερο άλμπουμ του 2024 μέχρι στιγμής.”
Angry Metal Guy: “Σε αυτό το σημείο της θρυλικής τους καριέρας, οι Priest μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν και να συνεχίσουν να κυκλοφορούν άφθονα πράγματα, αλλά πρόσφατα φαίνεται πραγματικά να προσπαθούν να δώσουν στους οπαδούς μια ζωντανή, μοντέρνα metal εμπειρία με μπάλες και γαματοσύνη που διαψεύδουν την ηλικία τους. Αυτό είναι άκρως αξιοθαύμαστο, αλλά η απόδειξη της ιδέας είναι η μεταλλουργία.”
The Metal Crypt: “Το Invincible Shield, αν χρειαζόταν να περιγραφεί με λίγα λόγια, θα ήταν “…σαν μια συλλογή από μερικά από τα καλύτερα άλμπουμ του συγκροτήματος, μόνο που είναι όλα νέα τραγούδια.” Καταρχήν, όσον αφορά την παραγωγή, μιλάμε για μοντέρνα παραγωγή τύπου Firepower. Καθαρό, καθαρό, ίσως λίγο υπερβολικό, αλλά κάποιοι ακροατές το προτιμούν αυτό. Ενώ χρησιμοποιώ τη λέξη “συλλογή”, το άλμπουμ εξακολουθεί να φαίνεται σαν ένα συνεκτικό άλμπουμ και όχι μια επιλογή με τις καλύτερες επιτυχίες, οπότε μην το αφήσετε αυτό να σας τρομάξει. Ακούω Firepower. Ακούω Painkiller. Ακούω έναν υπαινιγμό της παραγωγής τους της δεκαετίας του ’70 καθώς και των άλμπουμ τους από το 1980 έως το 1984. Turbo; Όχι πραγματικά. Ακούω το Ram it Down (σκάσε, υπάρχουν μερικά καλά τραγούδια σε αυτό.). Ακόμη και το Redeemer of Souls εκπροσωπείται. Έτσι, οι Judas Priest δεν βρήκαν κάτι που θα θεωρούσα νέο σε αυτό το άλμπουμ, αλλά το γέμισαν με πολύ στιβαρά τραγούδια που ακούγονται σαν μια αναδρομή σε ένα μεγάλο κομμάτι της καριέρας τους, όλα σερβιρισμένα με μια μοντέρνα σάλτσα.”
Kerrang!: “Τελικά, όμως, αυτό είναι ένα ρεκόρ με το είδος της αναμφισβήτητης ποιότητας που θα αιχμαλωτίσει τους νεοφερμένους με φρέσκο πρόσωπο εξίσου με τους ξεπερασμένους βετεράνους. Είναι εκεί στις συγκρουόμενες εξάχορδες του Glenn Tipton και του Richie Faulkner στο Fight Of Your Life, στο βουητό του Ian Hill και του Scott Travis στο Vicious Circle, στο χαιρέκακα μελοδραματικό ρεφρέν του Rob, “Vengeance is mine!” στo μεγαλοπρεπές τελικό τραγούδι “The Lodger”. Στην πραγματικότητα, ήταν πάντα εκεί. Μακάρι να συνεχίσει να είναι.”
Metal Wani: “Το Invincible Shield των Judas Priest είναι ένα επικό άλμπουμ φτιαγμένο από το καλύτερο βρετανικό ατσάλι. Όλα τα πλεονεκτήματα της μπάντας γίνονται αντιληπτά. Με την ευκρίνεια του ξυραφιού, το Invincible Shield περιλαμβάνει 14 τραγούδια που αιχμαλωτίζουν αυτό το θρυλικό συγκρότημα στο απόγειο της δημιουργικής του δύναμης. Αυτά τα τραγούδια είναι καθαρό μέταλλο που ακτινοβολεί με ζωντανά riff, θριαμβευτικά φωνητικά, συναρπαστικά σόλο και αδάμαστους ρυθμούς. Είναι σαν οι Judas Priest να έχουν πάρει όλα τα ζωτικά στοιχεία από τα μεγαλύτερα έργα τους και να τα έχουν αναπροσδιορίσει στο απόγειο της εκτέλεσης.”
Οι πρωταγωνιστές είπαν.
Rob Halford: “Αυτή η αυτοσυντήρηση που έχουμε μέσα στην metal κοινότητα βρίσκεται σε δημόσια θέα, πραγματικά εδώ. Έχω μιλήσει με τον Richie εκατομμύρια φορές γι’ αυτό και σαν κι εμένα, η στάση του ήταν: “Εντάξει, μου συνέβη αυτό, θα το αντιμετωπίσω. Πώς μπορώ να επιστρέψω στη σκηνή;”… Με κάθε ειλικρίνεια, νομίζω ότι οι περισσότεροι άνθρωποι που αντιμετωπίζουν, σε αυτήν την περίπτωση, μια κατάσταση ζωής ή θανάτου, τόσοι πολλοί από εμάς αρνούνται να κουλουριαστούν σε μια μπάλα. Πολεμάμε, παλεύουμε, παλεύουμε”.
Richie Faulkner: “Νιώθουμε εγνωμοσύνη, τιμή και ταπεινότητα που βρισκόμαστε σε αυτό το χώρο όλα αυτά τα χρόνια μετά και εξακολουθούμε να έχουμε αυτό το πράγμα που ονομάζεται συνάφεια. Είμαστε ένα σεβαστό heavy metal συγκρότημα που δεν ζει με τις δόξες του παρελθόντος. Και δεν υπάρχει τίποτα κακό σε αυτό. Αλλά πάντα αισθανόμασταν ότι αυτό που είμαστε και τι είμαστε αντιπροσωπεύουν αυτό που κάνουμε και λέμε τώρα. Έτσι, έχουμε αυτή τη λαμπρή εμπειρία με το “Invincible Shield” και δεν χάνεται. Υπάρχει ακόμα τεράστια αγάπη και ενδιαφέρον για το συγκεκριμένο άλμπουμ και αυτό το συγκρότημα. Και έτσι βρισκόμαστε εκεί έξω και βρυχόμαστε, δίνοντάς σας όλες αυτές τις στιγμές από τους Priest από την αρχή της metal ζωής μας μέχρι εκεί που βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή με το Invincible Shield”.
Glenn Tipton: “Έπαιξα ό,τι μπορούσα και είμαι πολύ περήφανος για ολόκληρο το άλμπουμ. Ο Richie βοήθησε πολύ. Νομίζω ότι το πιο δυνατό του χαρακτηριστικό είναι η ικανότητά του να προσαρμόζεται σε διαφορετικά στυλ διατηρώντας τον δικό του πολύ δυνατό χαρακτήρα. Οι Priest απαιτούν έναν κιθαρίστα που μπορεί να αλλάξει προς τα έξω και εκτός από το metal, σε πιο μελωδικά κομμάτια”.
Ian Hill: “Ξέρουμε ότι δεν γινόμαστε νεότεροι, ούτως ή άλλως, ο Rob και εγώ, δεν είμαστε πια παλικαράκια. Ξέρουμε ότι θα έρθει κάποια στιγμή που δεν θα μπορούμε να το κάνουμε. Νομίζω ότι το κριτήριο θα είναι αν μπορούμε… αν οι εμφανίσεις αρχίσουν να πέφτουν κατά κάποιο τρόπο, και δεν είμαστε τόσο σίγουροι, ή όπως, δεν ξέρω… αν τα πράγματα αλλάξουν προς το χειρότερο, έστω και αισθητά, θα έχει έρθει η ώρα να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε να σταματήσουμε. Αλλά δεν υπάρχουν σχέδια για αυτό ακόμα. Όπως είπα, η περιοδεία τώρα ξεκινά την επόμενη χρονιά, και θα φτάσουμε στο τέλος του επόμενου καλοκαιριού όταν τελειώσουμε το τρίτο ευρωπαϊκό σκέλος, και μετά θα δούμε πού θα πάμε από εκεί, αν θα κάνουμε άλλο ένα δίσκο, ή αν συνεχίσουμε την περιοδεία. Θα μάθουμε περισσότερα όταν ολοκληρωθεί η περιοδεία. Αλλά δεν υπάρχει κανένα σχέδιο για να ανακοινωθεί συνταξιοδότηση”.
Scott Travis: “Οι Judas Priest είναι ένα παλιότερο rock συγκρότημα, οπότε φυσικά έχουμε πολλούς φίλους. Θα δώσω ένα παράδειγμα προσωπικό, για μένα. Είμαι 63, οπότε αν δεν ήμουν στους Judas Priest, θα ήμουν ακόμα ένας φαν. Θα πήγαινα να τους δω όταν έρχονταν και έπαιζαν την πόλη μου. Μάλλον θα τους έδινα κασέτες στα 63 μου, λέγοντας “Ε, φίλε, θέλω ακόμα να μπω στο συγκρότημα!” Μάλλον θα το έκανα ακόμα αυτό”.
Διαβάστε την κριτική του Άγγελου Χόντζια για το κορυφαίο άλμπουμ του 2024 , σύμφωνα με τις γνώμες των συντακτών του Soundcheck, εδώ.