Σε μια απόπειρα που είναι έτσι κι αλλιώς πολύ δύσκολη, ας δοκιμάσουμε να κατεβούμε τα πρώτα σκαλοπάτια υιοθετώντας την θεωρητική και αποστειρωμένη (συγκριτικά με το περιεχόμενο) κάθοδο της ιστορίας που έχει προηγηθεί. Οι Sun Of Nothing υπήρξαν ανέκαθεν ένα μοιραίο, ανεμοδαρμένο ακρωτήρι της ελληνικής σκηνής, μια ξεχωριστή απόφυση πάνω στην οποία ακούμπησε καταλυτικά η οικουμενική σκιά του ακραίου ήχου.
Σε αυτό τον υπαρξιακό συναγερμό χωρίς λήξη μας άφησαν το 2010, με το τρίτο τους άλμπουμ με τον καυστικό τίτλο “The Guilt of Feeling Alive”. Έχοντας αισθητά εξοικειωθεί με όλα αυτά που προκαλούν την ξεχωριστή τους έκφραση και δημιουργικότητα, τα χίλια μύρια που συνέβησαν στη συνέχεια στον κόσμο γύρω μας γέννησαν την απορία των λόγων για μια τόσο χρονικά μεγάλη απουσία τους. Όλη όμως αυτή η σιωπή τόσων χρόνων έχει τσακιστεί πια, όπως ακριβώς της άξιζε.
Η απουσία, η περιφρόνηση, η σιωπή, η απομάκρυνση συχνά αποτελούν δράσεις βαθιάς ειλικρίνειας, κρύβοντας πίσω τους λόγους και αποφάσεις καθαρά προσωπικές. Έτσι, η επιστροφή αποκτά ουσιαστικό νόημα, έρχεται με αυθεντική δύναμη, δεν πρόκειται να συμβιβαστεί. Ο “λαβύρινθος” έχει όλα αυτά τα χαρακτηριστικά μιας τέτοιας ανάδυσης με την οριακή απόφαση της απολυτότητας. Οι τέσσερις μουσικοί κραδαίνουν τα γνώριμα όπλα και με αυτά μας κυκλώνουν. Μια παράλληλη, ταυτόχρονη πάλη με τον εαυτό και τον κόσμο διαδραματίζεται στους απόκρημνους ήχους του doom, του sludge, του post metal αλλά και του black. Σε έναν καπνισμένο ορίζοντα που μοιάζει να τον έχει κουρσεύει το αιώνιο σκοτάδι, η μουσική εκρήγνυται και ματώνει. Ένας μονόδρομος υπάρχει για την αντίληψη και τη συνειδητοποίηση της πραγματικότητας: η ειλικρίνεια.
Οι Sun of Nothing παραμένουν ορκισμένοι εχθροί της έκπτωσης και εραστές των ριψοκίνδυνων ακμών. Τα περίπου 36 λεπτά του λαβύρινθου έχουν μια επίπονη αποστολή, μια επιδίωξη ακραία, και προτείνουν μια εμπειρία δύσκολη και δηλητηριώδη. Πάνω από ριφ που σε στιγμές μπήγονται σαν καρφιά και άλλοτε γαζώνουν τη συνοχή των στιγμών, η φωνητική παράσταση του Ηλία Αποστολάκη μοιάζει να αναζητεί το απόκοσμο σημείο συνάντησης της οργής με την απελπισία. Εκτελεί μια μόνιμη συγκλονιστική περιδίνηση που σκάβει με αγωνία και ένταση τη μουσική από κάτω του.
Η κυκλοθυμικά εφιαλτική μάχη της μουσικής απέναντι σε όλα, μοιάζει να μην επιδέχεται διευκρινήσεις. Το νιώθουμε, το ξέρουμε, το βιώνουμε, μας έχουν απομακρύνει σε ένα εκτάριο στέρησης και καταναγκασμού, η υπαρξιακή βία ενός κόσμου που ελέγχεται με συγκεκριμένους κανόνες και κώδικες, μας έχει σπρώξει ασκεπείς και απόβλητους. Η σφήνα στην καρδιά μάλλον έρχεται με το “Voidhunger”, μια κραυγή χωρίς ανάσα για όσους δεν τα κατάφεραν και επέλεξαν τον ύστατο τρόπο να λυτρωθούν. Αμέσως μετά, η αλλόκοτα ευγενική οδύνη του “Buried Endeavours” ξεδιπλώνεται και ανοίγει σαν βεντάλια, τυλίγοντας μέχρι και τον πιο κρυμμένο κόκκο της τελευταίας εντύπωσης. Το “Maze” είναι μια συντριπτική επαφή με την πραγματικότητα, κάτι που μοιάζει να αποκαλύπτει το ίδιο σημάδι της δικής σου αγωνίας πάνω του και φαίνεται να αρκούν τα νεύματα κατάφασης.
Οι Sun of Nothing ακούγεται να πέτυχαν το σχεδόν ακατόρθωτο, να μεταφέρουν την επιβάρυνση όσων συνέβησαν σε τόσα χρόνια απουσίας σε 36 πηχτά, βαλτώδη, κατάμαυρα, απόλυτα λεπτά.
Είδος: Doom/Sludge/Post Metal
Εταιρεία: Venerate Industries
Ημερομηνία κυκλοφορίας: 16 Φεβρουαρίου 2024