Είναι σχεδόν αδύνατο να μην εκλάβεις σαν σινιάλο τον πολύχρωμο, ανάγλυφο καμβά του εξώφυλλου, ειδικά μετά την γκρίζα, επίμονα εμφανή ομολογία του προκατόχου “Wasteland” . Η κάθαρση είναι μια διαδικασία που δεν επιδέχεται ρυθμίσεις και βιάση. Είναι μια διαδρομή που έχει μια πανούργα διπλή όψη, καθώς σκαλίζει τον ψυχισμό σου αλλά ταυτόχρονα αποκαλύπτει ανενεργές πτυχές του εαυτού σου. Από το 2016, που ο αυθεντικός κιθαρίστας Piotr Grudzinski νικήθηκε από μια πνευμονική εμβολή, οι Riverside σύρθηκαν με μια πονεμένη συνέπεια στο μονοπάτι της απόσβεσης του πένθους.
Σήμερα, βρίσκουν πια τους εαυτούς τους έξω από το τούνελ. Με έναν αισθητά απαλλαγμένο ψυχισμό, δοκιμάζουν τα δημιουργικά αντανακλαστικά τους σε ένα concept άλμπουμ για την κρίση και την αναζήτηση ταυτότητας. Σε μια εποχή αμέτρητων ερεθισμάτων και συνεχών μεταβολών, αυτή η αναζήτηση γίνεται με μια πλούσια σειρά υφών και διαθέσεων. Και αν θέλουμε να αποκρυπτογραφήσουμε ακόμα περισσότερο τη θέση των σημερινών Riverside, ο αρχηγός Mariusz Duda αποκάλυψε πως ξεκινώντας να δουλεύουν στο νέο άλμπουμ, πέρα από τις προσωπικές ερωτήσεις που έθεσε στον εαυτό του, αναρωτήθηκε για τα πιο δυνατά στοιχεία του γκρουπ. Ήταν επόμενο λοιπόν η ικανότητα των σπουδαίων τους ζωντανών εμφανίσεων σε συνάρτηση με τις ισχυρές τους μελωδίες, να δείξει το δρόμο για ένα στούντιο άλμπουμ που θα κέρδιζε το σημαντικό στοίχημα να αποδώσει το χαρακτήρα και τις δυναμικές των συναυλιών. Έτσι, αυτό οδήγησε σε ένα έργο, που όπως χαρακτηριστικά δηλώνουν οι δημιουργοί του, μπορεί να ακούσει κανείς ακόμα και με το ξεκίνημα της μέρας του.
Μια από τις βασικές παραμέτρους υποστήριξης του εγχειρήματος είναι έκδηλη από τις επιλογές της παραγωγής του άλμπουμ. Μεταφερόμαστε λοιπόν στη δελεαστική συγκυρία της τεχνολογικής εξέλιξης των στούντιο, τότε που η δεκαετία του ’80 με τα φρέσκα μαγικά κουτιά της αποπλάνησε καταλυτικά κάθε καλλιτέχνη φίλο της εξέλιξης. Τότε που στο Νησί συνέβαιναν συναρπαστικά πράγματα και οι νέες δυνατότητες είδαν δημοφιλείς μουσικούς να ακουμπούν τις πιθανότητες εξέλιξης και διαφοροποίησης σε εμβληματικούς παραγωγούς, ήρωες εκείνων των μοντέρνων στούντιο. Είναι η εποχή όταν ακόμα και οι πρωτοπόροι Καναδοί ημίθεοι Rush πάλεψαν να κλέψουν τον πολύ Steve Lillywhite για να χάσουν το στοίχημα από τους Simple Minds, όταν ο Lifeson ζήλεψε την προσέγγιση του Edge, του Midge Ure των Ultravox, του Andy Summers των Police, και ο Neil Peart κάθισε στα ηλεκτρονικά τύμπανα.
Ναι, η περίοδος των 80’s των Rush αναδύεται συχνά στο δίσκο. Και είναι, όπως έχει δοκιμαστεί άλλωστε και από τους Καναδούς δασκάλους, ιδιαίτερα χρηστικό να προσεγγίζεις έτσι θέματα όπως οι δημοφιλείς και κερδοφόρες περιοχές της σύγχρονης τεχνολογίας, ο υπέρμετρος λαϊκισμός, το τυφλό μίσος, οι τεράστιες αδίστακτες εταιρείες που διαλύουν τον πλανήτη, οι θεωρίες συνομωσίας. Έχοντας αυτό τον αέρα του σχεδόν απρόσβλητου παρατηρητή που διατηρεί ένα έξυπνα ελεγχόμενο δράμα στη μουσική του έκφραση, το αποτέλεσμα είναι μοναδικό. Δεν είναι κάτι άλλωστε που έχει επιχειρηθεί συχνά από άλλους, προφανώς γιατί η αναγκαία σοφία δεν χαρίζεται απλόχερα. Οι Riverside όμως εδώ έχουν μαεστρικά οικειοποιηθεί ακόμα και funky ρυθμούς σε αρμονικά τοποθετημένα μέρη και με τον ανάλογο ήχο ανακαλούν αισθητά αυτό το εγχείρημα.
Γύρω λοιπόν από αυτή την κύρια προσέγγιση, οι Πολωνοί μεταφέρουν ταυτόχρονα όλα όσα πια περιμένουμε με σιγουριά: μια φυσική και προικισμένη έκφραση αισθήσεων και σκέψεων, μια μουσική πολυμορφία που αποφεύγει αυστηρά τα άχρηστα πλεονάσματα, και μια άμεση ελκυστική προσέγγιση του ακροατή. Κάπως έτσι, το “Friend or Foe” ξεπλένει τους επιθετικούς του στίχους με μια μορφή που θα μπορούσε να αλώσει τα ραδιόφωνα των 80’s, και το “Landmine Blast” σπρώχνει τον ακροατή σε περισσότερες ελαστικές μεταπτώσεις, με λίγο παραπάνω μυστήριο. Το “Big Tech Brother” απλώνεται περισσότερο, αφηγηματικό, θεατρικό, με παλλόμενες εντάσεις και πλήθος από ακριβείς λεπτομέρειες, ενώ το “Post-Truth” υποστηρίζεται διαρκώς από την αμεσότητα των ριφ που ακούγονται να πλανεύονται περιοδικά από τα εξωτικά πλήκτρα του Michal Lapaj. Το πανέμορφο ιντερλούδιο στο φινάλε του είναι από τις κομψότερες εκπλήξεις του δίσκου.
Το “The Place Where I Belong”, ξεπερνώντας τα 13 λεπτά, είναι το μακρύτερο ταξίδι του άλμπουμ, με έναν παράξενο αέρα “ελεγχόμενου αυτοσχεδιασμού” στη μορφή του, κερδίζει εύκολα τον ακροατή με τον μουσικό ρεαλισμό του, με τα παραστατικά φωνητικά του Duda, που θα μπορούσε να είναι κάλλιστα η αφήγηση ενός φίλου. Το “I’ m Done with You” είναι χωρίς δεύτερη σκέψη το πιο νευρικό, άμεσο και επιθετικό τραγούδι και από τα επτά, και ο Duda ακουμπά τη φωνητική οργή του πάνω στα θυμωμένα ριφ.
Το φινάλε με το “Self-Aware” παρουσιάζει ξεχωριστό μουσικό ενδιαφέρον με τη μπάντα να στρέφει αισθητά τα εκφραστικά της περισκόπια, και να συναρμολογεί ένα καθόλα συναρπαστικό τραγούδι, τόσο οργανικά, με πολλές εντυπώσεις ιδιωμάτων να αλλάζουν διαδοχικά, όσο και στις ιδιαίτερες φωνητικές μελωδίες. Μια αίσθηση απροσδιόριστης θετικότητας σκιαγραφείται μαζί με την φανερή εντύπωση μιας γενικής απελευθέρωσης από δεσμούς και συμβάσεις.
Είναι παραπάνω από ευεργετικό να διακρίνεις μέσα στο “ID. Entity” την ανακτημένη ιαματική ισορροπία της ομάδας αυτών των ανθρώπων, ενώ ταυτόχρονα επικυρώνεις την πλήρη ενσωμάτωση του κιθαρίστα Maciej Meller στον πυρήνα τους. Το σημαντικότερο μάθημα όμως από ανθρώπους που βγήκαν μέσα από το τούνελ μιας βαθιάς απώλειας και θλίψης, είναι το μήνυμα που κλείνει τον δίσκο, να στραφούμε στα δικά μας πρόσωπα, στον αληθινό κόσμο, στην πραγματική ανθρώπινη αλληλεπίδραση, περισσότερο από κάθε άλλη φορά.
Είδος: Progressive rock/Metal
Εταιρεία: Inside Out Music
Ημερομηνία κυκλοφορίας: 20 Ιανουαρίου 2023
Website: https://riversideband.pl/en/
Facebook: https://www.facebook.com/Riversidepl/?locale=el_GR