RICKY WARWICK: “Blood Ties”

ALBUM

Ο Ricky Warwick, γνωστός κυρίως ως frontman των Black Star Riders και πρώην τραγουδιστής των The Almighty, επιστρέφει εν έτη 2025 με νέο σόλο άλμπουμ, το “Blood Ties”. Με περισσότερα από τριάντα χρόνια διαδρομής στο heavy rock στερέωμα, ο Warwick δεν επαναπαύεται στις δάφνες του, αλλά συνεχίζει να εξελίσσεται, διατηρώντας στο μέγιστο την ενέργειά του και το ύφος που τον καθιέρωσε. Όπως το αίμα νερό δε γίνεται έτσι και το rock δεν συμβαδίζει χωρίς ειλικρίνεια. Ένας τύπος που έχει ζήσει στο Belfast εν μέσω ταραχών, έχει παίξει σε γεμάτες αρένες κι έχει γονατίσει από τα προσωπικά του, δεν χρειάζεται να αποδείξει τίποτα. Κι όμως, το κάνει ξανά.

Εν αρχή η παραγωγή, στο τιμόνι της οποίας βρίσκεται ο ο Keith Nelson (Buckcherry), που του έδωσε ακριβώς τον ήχο που αρμόζει στο όλο εγχείρημα. Βαρβάτες, καλοδουλεμένες κιθάρες (συχνά σε dual harmonies), σαφής / ξεκάθαρη ρυθμική βάση που δεν αρέσκεται σε φιοριτούρες και η φωνή σε πρώτο πλάνο, χωρίς φίλτρα και φτιασίδια, ενώ η εναλλαγή της δυναμικής μεταξύ των συνθέσεων κρατά το ενδιαφέρον ζωντανό από την αρχή ως το τέλος. Οι αναφορές είναι πλέον ευδιάκριτες, ως αναμενόταν, με τη σχολή των Thin Lizzy, Motörhead και Springsteen να κρατούν τα ινία.

Θεωρώ ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για το ύφος που πρεσβεύει ο Warwick είναι το album να κάνει να κάνει κοιλιά μεταξύ των κομματιών, να κουράσει εν ολίγοις. Στόχος ο οποίος επετεύχθη! Το album έχει βάθος, χαρακτήρα και ταυτότητα και κυλά αβίαστα στ’ αυτιά μας. 10 συνθέσεις με λόγο ύπαρξης, άκρως βιωματικές. Δεσμοί αίματος, ρίζες, τραύματα, συγγνώμες που δεν ειπώθηκαν κι αλήθειες που δεν ξεστομίστηκαν. Κι όλα αυτά να ερμηνεύονται από μια φωνή που δεν υπάρχει περίπτωση να πέσεις πάνω της και να μη νιώσεις κάτι!

Το “Blood Ties” είναι μακράν ανώτερο από το “When Life Was Hard and Fast” (2021), πιο βιωματικό από το τίμιο “Hearts on Trees” (2014) και σαφέστατα πιο ουσιαστικό από κάποιες δουλειές με τους Black Star Riders. Από την οργή του “The Hell Of Me And You”, στη μελαγχολία του “Angels Of Desolation” (για την απεξάρτησή του από το ποτό), μέχρι τη λαβωμένη ομορφιά του “Don’t Leave Me In The Dark” με την Lita Ford, οι στίχοι φαίνεται ότι δεν μιλούν μόνο για τον ίδιο, αλλά μέσω αυτού για όλους μας και για διαφορετικούς κάθε φορά λόγους. Για όσους, λοιπόν, δεν πήραν πίσω αυτό που τους άξιζε, για όσους δεν έκλεισαν ποτέ λογαριασμούς με το παρελθόν και για όσους η τύχη τους έπαιξε περίεργα παιχνίδια. Το album κρατά μια απόλυτη αφηγηματική διαδρομή, με αρχή, μέση και τέλος, καθώς ξεκινά δυναμικά και εξομολογητικά, για να υπερπηδήσει σε κοινωνικά και πολιτικά δρόμενα, καταλήγοντας σε πιο εσωστρεφή περιβάλλοντα, με στοχαστικές mid-tempo συνθέσεις· μια συνοχή θεματική κι ηχητική.

Οι συμμετοχές εδώ είναι για τη χημεία του πράγματος κι όχι για τα credits, για «να τραβήξουμε fans». Πρόκειται για φίλους, συνοδοιπόρους κι όχι απλούς guests. Εν αρχή, όπως είπαμε, Lita Ford να δίνει φωνητική / ερμηνευτική ενέργεια και γυναικεία αντιπαραβολή όπως μόνο εκείνη ξέρει, ενώ ο Billy Duffy (The Cult) στο “The Hell Of Me And You” με κιθάρα που σπάει κόκαλα κι επίσης με ερμηνευτικό βάθος και τέλος ο δυναμίτης Charlie Starr (Blackberry Smoke) στο “Rise And Grind”να προσδίδει το southern άγγιγμα που έλειπε για να νιώσεις τον ήλιο και τη σκόνη.

Εντούτοις, για όσους δεν είναι ήδη εξοικειωμένοι με το στυλ του Warwick, το άλμπουμ ενδέχεται να φανεί «παλιομοδίτικο», μ’ αναφορές σ’ ένα rock ήθος που δεν είναι πλέον το κραταιό στη σύγχρονη μουσική σκηνή. Εντούτοις, δεν είναι δυνατόν να φτιάχνονται όλα για όλους.

Εν κατακλείδι, το “Blood Ties” είναι μια τίμια μέχρι το κόκαλο δουλειά από έναν καλλιτέχνη που παραμένει παθιασμένος, αληθινός και μουσικά ανήσυχος. Δεν προσπαθεί να ανακαλύψει τον τροχό, αλλά να μεταφέρει την προσωπική του αλήθεια μέσα από γνώριμα και καλά δουλεμένα μουσικά μονοπάτια. Τσιμπήστε το!

Είδος: Hard rock, heavy metal, Heavy Rock
Δισκογραφική: Earache Records
Ημερομηνία Κυκλοφορίας: 14 Μαρτίου 2025

Official Website
Youtube Chanel
Facebook
Instagram

Avatar photo
About Παναγιώτης Σπυρόπουλος 96 Articles
Γεννήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 70 και μεγάλωσε στα Δυτικά της Αθήνας, γαλουχημένος με ρεμπέτικα και λαϊκά από το σπίτι, κλασική / λόγια μουσική στα ωδεία, τον σκληρό ήχο μιας οργισμένης κι επαναστατημένης εφηβείας, τα blues σε μια περίοδο ανώριμης εξέλιξης και από progressive metal ηχοτοπία σε φάση περισυλλογής. Προσπαθεί να ισορροπήσει σ’ ένα αντεστραμμένο κόσμο, απαλλαγμένος από τη δικτατορία των πεποιθήσεων των άλλων. Δε θα ερμηνεύσει την τέχνη στους δημιουργούς της, αλλά θα μοιραστεί τις εντυπώσεις που αποκόμισε μ’ ένα ευρύτερο κοινό.