Πιστός στις παραδοσιακές του τακτικές, ο Ritchie Blackmore δημιούργησε άλλο ένα χάος απολύσεων και προσλήψεων, ανοίγοντας τον κύκλο της δημιουργίας του τρίτου άλμπουμ των Rainbow. Δεν είναι άλλωστε παράξενο πως ο ίδιος έχει ομολογήσει πως συχνά νιώθει πως βαριέται να συνεργάζεται με τους ίδιους ανθρώπους, ιδιαίτερα από τη στιγμή που δεν έχει καταφέρει να αναπτυχθεί κάποια ιδιαίτερη εκτίμηση, όπως συνέβη με τον Dio και τον Powell: “ίσως είμαι ένα βαμπίρ που χρειάζεται συνεχώς νέο αίμα”.
Ο Jimmy Bain απομακρύνθηκε και δοκιμάστηκε ο Mark Clarke, ο οποίος είχε μια διαδρομή με τους Colosseum, έπαιξε στο “Demons and Wizards” των Uriah Heep, συνεργάστηκε με τον Ken Hensley στα προσωπικά του άλμπουμ, ενώ συμμετείχε επίσης στους Tempest και τους Natural Gas. Ο Clarke έκανε και κάποιες ζωντανές εμφανίσεις με τους Rainbow, ενώ ηχογράφησε το μπάσο για τρία τραγούδια πριν ο Blackmore τον απομακρύνει οριστικά.
Τότε ο tour μάνατζερ των Rainbow, Colin Hart, ο οποίος ήταν επίσης tour μάνατζερ των Elf και των Deep Purple, τηλεφώνησε στον Craig Gruber (ο οποίος είχε απομακρυνθεί το φθινόπωρο του 1975 μαζί με όλα τα πρώην μέλη των Elf) μετά από έντονη προτροπή του Dio, ζητώντας του να δοκιμάσει ξανά με τη μπάντα. Ο Gruber προφασίστηκε αρχικά την ανάγκη διεκπεραίωσης κάποιων οικονομικών εκκρεμοτήτων που υπήρχαν. Τελικά πείστηκε και μπήκε σε μια διαδικασία που κράτησε τρεις μήνες, με τον ίδιο να οδηγεί 30 μίλια καθημερινά από το Malibu στο Hollywood για πρόβες, και τις περισσότερες μέρες να μην βρίσκει κανέναν εκεί.
Ο Blackmore κατέληξε να γράψει το μπάσο σε αρκετά από τα τραγούδια του δίσκου. Η συνέχιση της αναζήτησης οδήγησε στον σπουδαίο Αυστραλό συνθέτη, στιχουργό και μπασίστα Bob Daisley, με θητεία στους Chicken Shack, Broken Glass, Mungo Jerry και εκείνη την εποχή στους Widowmaker. Μετά το πέρας της δεύτερης περιοδείας τους, βρισκόταν στο Los Angeles, το καλοκαίρι του 1977, όταν ένας φίλος κιθαρίστας και παλιός συνεργάτης στους Mungo Jerry, ο Dick Middleton γύρισε από την Αγγλία και τον συνάντησε. Ήταν φίλος του Blackmore, του είπε πως έψαχνε για μπασίστα στους Rainbow, και τον ρώτησε αν ενδιαφέρεται. Με δεδομένη τη μέτρια προοπτική των Widowmaker, ο Daisley δέχτηκε. Έτσι βγήκε κάποιες φορές με τον Middleton και τον Blackmore για μπύρες, καθώς ο Ritchie, ανεξάρτητα από τη μουσική αξία κάποιου, ήθελε πρώτα να βεβαιωθεί πως μπορούσε να τον αντέξει. Όλα πήγαν καλά και ο Blackmore τον κάλεσε στην πρόβα να παίξει με την υπόλοιπη μπάντα. Ήταν η χρονική στιγμή που άλλη μια μπερδεμένη ιστορία διαδοχής είχε τελειώσει, έτσι βρήκε τον Καναδό David Stone να κάθεται στα κήμπορντς.
Ο Daisley πέρασε την ακρόασή του σε ένα φιλμ στούντιο στο Los Angeles, με τον Blackmore να τον βάζει να δοκιμάσει διάφορα περίεργα πράγματα στο μπάσο. Έψαχνε έναν μπασίστα να παίζει με πένα, κάποιον με γρήγορο δεξί χέρι και ένα επιδέξιο, εύστοχο αριστερό, και στο τέλος του είπε, πως αν και αυτός ήθελε, ήταν μέσα. Είχαν προηγηθεί περίπου 40 μπασίστες. Έτσι έκλεισε η περιπέτεια μιας αναίτιας απόλυσης του Jimmy Bain, ο οποίος δεν έμαθε ποτέ τον λόγο στην προσωπική συνάντηση με τον Blackmore, και όταν κλήθηκε πίσω μετά το ναυάγιο του Clarke, αρνήθηκε να επιστρέψει και σχημάτισε τους Wild Horses με τον Brian Robertson.
Με την απομάκρυνση του Tony Carey αντιμετώπισαν τεράστιο πρόβλημα να βρουν αντικαταστάτη. Κάποια στιγμή αναγκάστηκαν να χρησιμοποιήσουν την εξαιρετική σχέση του Tony με τον Cozy Powell, και πράγματι ο Cozy τον έπεισε να γυρίσει. Δεν άλλαξαν βέβαια και πολλά στην συμπεριφορά του Blackmore, ο οποίος τον είχε διώξει με χυδαίο τρόπο. Αυτή τη φορά δεν του επέτρεπε να φύγει από το δωμάτιό του, ενώ ήταν υποχρεωμένος να ηχογραφεί ολομόναχος χωρίς κάποιον από την υπόλοιπη μπάντα. Ακολούθησαν και άλλες χειρότερες δοκιμασίες, μέχρι που κάποια στιγμή ο Tony κατάφερε να το σκάσει και να βγάλει ένα αεροπορικό εισιτήριο να γυρίσει στο Los Angeles. Καθώς όμως κατευθυνόταν στο αεροδρόμιο, κάποιος τηλεφώνησε και είπε πως κουβαλούσε ένα κιλό κοκαΐνη πάνω του. Φυσικά, τον σταμάτησαν και τον καθυστέρησαν για πολλή ώρα. Ένας σεβαστός υπαινιγμός αυτής της ιστορίας του Tony Carey πέρασε στους στίχους του “L. A. Connection”. Φεύγοντας ακριβώς στα μισά των ηχογραφήσεων του άλμπουμ, ο Carey ισχυρίζεται πως όλα σχεδόν τα μέρη των keyboards είχαν τελειώσει, και ακούγοντας τον δίσκο μόλις μια φορά, αναγνωρίζει τα μέρη του. Για να ολοκληρωθεί το άλμπουμ επιστρατεύτηκε ο Καναδός κημπορντίστας David Stone, ο οποίος είχε σημαντική συνεισφορά στο “Gates of Babylon”. Πληρώθηκε για τη δουλειά του, δεν μνημονεύτηκε όμως στους συντελεστές.
Αποφασίστηκε να ηχογραφήσουν στο Chateau d’Herouville, ένα στούντιο σε ένα απόκοσμο πέτρινο κάστρο, 600, 700 χρόνια παλιό, κάπου στη μέση του πουθενά έξω από το Παρίσι, με παραγωγό τον Martin Birch. Ήταν ένα στούντιο που προτιμούσε ιδιαίτερα ο Powell εξαιτίας του ήχου των τυμπάνων. Ήταν εξοπλισμένο με άφθονα εξαρτήματα, βρισκόταν στην ερημιά και δεν υπήρχαν περισπασμοί, ήταν ένα κάστρο με διαδρόμους που επικοινωνούσαν, και μυστικές διεξόδους για τον κήπο, ήταν επιβλητικό. Είχε ένα τεράστιο τζάκι με ένα μεγάλο ξύλινο δοκάρι στην κορυφή του.
Ο Blackmore είχε προτείνει για τις πρώτες δέκα μέρες να παίζουν μόνο ποδόσφαιρο. Ο Blackmore, ο Stone και ο Daisley διατήρησαν τη συνήθεια να πηγαίνουν για τζόγκινγκ την ημέρα, πριν αρχίσουν να δουλεύουν στο στούντιο στη διάρκεια της νύχτας. Η περίφημη παραφιλολογία του στοιχειωμένου Chateau θα συνοδεύει αιώνια την ιστορία της δημιουργίας αυτού του άλμπουμ. Ο Ritchie έκανε κάποιες “συναθροίσεις πνευμάτων” με μόνιμα παρόντες τον Dio και τον φίλο του roadie “The Ox”, ενώ και ο Daisley ήταν παρών σε κάποιες από αυτές. Η σκοτεινή δύναμη που λεγόταν “Baal” (από εκεί προέκυψε και το “no thanks to Baal” στα credits του οπισθόφυλλου) είχε σύντομες συνομιλίες μαζί με τον κιθαρίστα που κατεύθυνε τις συναθροίσεις και του υποσχόταν συνεχώς χάος και όλεθρο σε κάθε βήμα της δημιουργίας του δίσκου. Ο Blackmore συνήθιζε να ισχυρίζεται στους άλλους πως ενώ την ημέρα όλα ήταν φυσιολογικά, όταν έπεφτε ο ήλιος το μέρος και τα εξαρτήματα του στούντιο έμοιαζαν στοιχειωμένα. Ο ίδιος είχε δηλώσει επανειλημμένα πως τον συνάρπαζε το κυνήγι των φαντασμάτων και πως πίστευε σε αυτά. Είχε αποκτήσει μια φήμη πως είχε μια έλξη για σκοτεινά πράγματα παρόμοια με του Jimmy Page, αλλά οι μαρτυρίες του Daisley μιλούν για έναν άνθρωπο με μια πιο ευρεία πνευματική προσέγγιση και μια θετική προσέγγιση. Πίσω από όλα τα απρόοπτα και τις αναποδιές, τη σκιά της μαύρης μαγείας και τον μύθο του στοιχειωμένου Chateau, η προσέγγιση του Tony Carey πως “η μαύρη μαγεία του ενός είναι το πρακτικό αστείο του άλλου” , αντανακλά πολλή από την αλήθεια εκείνης της παραμονής στο παλιό κάστρο.
Ο τρίτος δίσκος των Rainbow ολοκληρώθηκε κόντρα στον πόλεμο του Baal και των άλλων πνευμάτων και άνοιγε με το τραγούδι που είχε τον μοναδικό στίχο, ή φράση αν προτιμά κανείς, που πρότεινε ποτέ ο Blackmore στον Dio: “longlive rock ‘n’ roll”. Του έδειξε το άμεσο ριφ που είχε γράψει και του ζήτησε να τραγουδήσει κάτι σαν αυτό, που είχε κολλήσει στο μυαλό του, έχοντας τη σιγουριά πως ο Ronnie θα έβρισκε κάτι καλύτερο και πρωτότυπο. Προς μεγάλη του έκπληξη ο Dio κράτησε τη φράση ακριβώς όπως αντηχούσε στο κεφάλι του Blackmore. Το θεώρησε κάτι περισσότερο από έναν ύμνο, περισσότερο σαν ένα μήνυμα σε ανθρώπους κυρίως στο ανατολικό μπλοκ που είχαν δυσκολίες και έψαχναν δίσκους στη μαύρη αγορά. Ήταν σαν μια δήλωση του στυλ, “εμείς απέναντι σε όλους”.
Το καταπληκτικό “Lady of the Lake” ήταν ακριβώς βγαλμένο από την καρδιά αυτού που προοριζόταν να είναι η Dio-era των Rainbow. Μεσαιωνικό, υποβλητικό, μυστηριώδες, απόκοσμο, με την προφανή ιστορία της Κυρίας της Λίμνης που έδωσε το ξίφος, με μια ασύλληπτη περιγραφική ερμηνεία από τον Dio, και ένα εκκεντρικό, απόλυτο εναρμονισμένο και έξυπνο σόλο από τον Blackmore. Αναλογιζόμενος πάντα την εμφανή απόστασή τους από την ιδιοσυγκρασία των Led Zeppelin, θα συνεχίσω να μην αντιλαμβάνομαι άσκοπες συγκρίσεις, όπως έγινε στην περίπτωση αυτή με το “The Wanton Song”. Το “Lady of the Lake” κουβαλούσε ξεκάθαρα τις σοβαρότερες από τις αντηχήσεις του “Rising” και του ασύγκριτου επικού πνεύματος της εποχής του Dio.
Στο “L.A. Connection” συναντά κανείς ένα διπλωματικό αλληθώρισμα στο αμερικανικό ραδιόφωνο, τον ολοένα αυξανόμενο διακαή πόθο του Blackmore να αλώσει την αμερικανική αγορά, αλλά εδώ γίνεται με έναν επιφυλακτικό μανδύα που μεταφέρει εντυπώσεις από Bad Company, Nazareth μέχρι και υποψίες από Elf, με το honky-tonk πιάνο στο φινάλε του. Ο Tony Carey ανακάλυψε έκπληκτος σχεδόν 25 χρόνια αργότερα, πόσες λεπτομέρειες από την τελευταία του περιπέτεια με το γκρουπ κρύβονταν στους στίχους του τραγουδιού.
Το θηρίο του δίσκου, το μαγεμένο, ανατολίτικο, μυθικό “Gates of Babylon” ήταν το τελευταίο τραγούδι που γράφτηκε. Χωρίς να αφήνει όρια για την παραμικρή αμφισβήτηση, από την στιγμή που ο πάντα δύστροπος Blackmore δήλωσε λακωνικά “πήγε πολύ καλά”, κατέληξε να αφήσει το δικό του ανεξίτηλο σημάδι μιας εποχής του γκρουπ που δυστυχώς πλησίαζε άδοξα στο τέλος της. Γράφτηκε στο Chateau με τη συνδρομή και του David Stone, και ο Dio ήθελε επίμονα να δώσει μια πιο σκοτεινή αύρα στο τραγούδι, ορμώμενος από την εμφανώς ανατολίτικη ηχητική του εντύπωση. Απορρίπτοντας αρχικά πολλούς υποψήφιους τίτλους που έμοιαζαν μάλλον αφελείς, κοίταζε μια μέρα στο δωμάτιό του έναν παλιό χάρτη της Μέσης Ανατολής και είδε το όνομα “Βαβυλώνα”. Αμέσως σκέφτηκε “εδώ είμαστε!” Ένα εξωτικό μέρος, στο οποίο δεν βρέθηκε ποτέ, με βιβλική, μυθική υπόσταση ήταν η ιδανική επιλογή να σπρώξει τη φαντασία του σε μια δημιουργική έξαρση. “Gates of Babylon, ναι, είμαι ευχαριστημένος με αυτό”, ολοκλήρωσε ο Blackmore, σφραγίζοντας την ανάλογη μεσανατολική φύση του τραγουδιού. Το μεσαίο μέρος γράφτηκε στα keyboards από τον David Stone, και το σόλο του Blackmore παραμένει ένα από τα αγαπημένα του. Λέγεται πως το τσέλο στο φινάλε παίχτηκε από τον ίδιο, αν και τα έγχορδα πιστώνονται στην Bavarian String Ensemble υπό την διεύθυνση του Rainer Pietsch. Ο Dio ξεπέρασε για άλλη μια φορά τον εαυτό του, κόβοντας την ανάσα, σε μια πραγματικά θριαμβευτική, φωνητική αφήγηση με απίθανα χρώματα. Δυστυχώς το τραγούδι δεν αποδόθηκε ποτέ ζωντανά από τους Rainbow, κάτι που φρόντισε να κάνει ο Dio με το προσωπικό του σχήμα.
Ο δυναμίτης “Kill the King” ήταν από τα πρώτα τραγούδια που γράφτηκαν και χρησιμοποιήθηκε σαν εναρκτήριο κομμάτι στις ζωντανές τους εμφανίσεις, όπως καταγράφηκε και στο “On Stage”. Ένα από τα πιο επιθετικά τραγούδια τους, μοιάζει να εκθέτει τις πρώτες ραδιοφωνικές τους απόπειρες στο δίσκο, με έναν Dio, να πατά πάνω στην καταιγίδα του Powell και την ταχύτητα του Blackmore, και να απλώνει τη δύναμή του σε βασιλιάδες, μάγια και ουράνια τόξα. Και αν η ταχύτητα και η ορμή του “Kill the King” γεννήθηκε από την αντίδραση του Blackmore στα συνήθη mid tempo κομμάτια που έγραφαν σχεδόν όλοι εκείνη την εποχή, οι μυστηριώδεις επικοί στίχοι του Dio αναφέρονταν στην πραγματικότητα στα παιχνίδια της δύναμης σε μια παρτίδα σκάκι.
Το “The Shed (Subtle)” είχε τον αρχικό τίτλο “Streetwalking” προφανώς από το ρεφρέν του. Με το επίμονο, βαρύ άμεσο ριφ και ρυθμό του αποτελεί έναν έξυπνο κρίκο ανάμεσα στα δραματικά τραγούδια και τα πιο άμεσα και ευχάριστα. Ο περίεργος τίτλος του προέκυψε όταν ο Powell μιλούσε με τον Blackmore για ποδόσφαιρο μια μέρα και του ανέφερε την κερκίδα των σκληροπυρηνικών της Chelsea, που λέγεται “The Shed”, και αυτός το βρήκε εξαιρετικό για τίτλο, με την προσθήκη του “Subtle”. Το “Sensitive to Light” είναι ένα φωτεινό, ευδιάθετο τραγούδι που ζωντανεύει ακόμα περισσότερο από άλλη μια εκπληκτική ερμηνεία του Dio, με μια ευγενικά αινιγματική παρέλαση στίχων σε μια αναφορά στη σεξουαλική εξάρτηση.
Η μπαλάντα “Rainbow Eyes” κλείνει το άλμπουμ, γυρίζοντας τη μπάντα στο λυρικό ακρωτήρι του “Catch the Rainbow”. Μια σχεδόν αναγεννησιακή ντελικάτη ραψωδία με ένα κουαρτέτο εγχόρδων και φλάουτο, χωρίς τύμπανα, περιέχει μια πολύ ευαίσθητη παράσταση από τον Dio, τη φωνή του οποίου στο συγκεκριμένο τραγούδι ο Blackmore χαρακτήρισε “κοριτσίστικη”. Έτσι συνολικά, το άλμπουμ ήταν φανερά πιο ευρύχωρο σε διαθέσεις σε σύγκριση με το πολύ συγκεκριμένο “Rising”, ήταν ένας δίσκος με τραγούδια και προσπάθησαν να είναι “διασκεδαστικός” με συγκεκριμένα δεδομένα. Ο Blackmore μίλησε για έναν δίσκο στον οποίο προσπάθησε να ικανοποιήσει πρώτα τον κόσμο και τον εαυτό του και μετά τους κιθαρίστες που περίμεναν να τον ακούσουν. Ήταν ακόμα γι’ αυτόν το ύφος και ο ήχος του δίσκου μια κίνηση προς τα άκρα και τη φυγή από την πραγματικότητα.
Το άλμπουμ κυκλοφόρησε στις 14 Απριλίου 1978. Η αρχική κυκλοφορία του βινυλίου ήταν σε εξώφυλλο gatefold, και η μπροστινή του όψη περιλάμβανε τα πρόσωπα των μουσικών, εικονογραφημένα από την Debbie Hall. Το εσωτερικό του gatefold απεικονίζει ένα ενθουσιώδες πλήθος που κρατά ψηλά ένα πανό με τις λέξεις “Long Live Rock ‘n’ Roll”. Ο Costello είχε στην πραγματικότητα την ιδέα να φτιάξει ένα πανό που θα έγραφε “Long Live Rock ‘n’ Roll”, να πάει σε μια συναυλία των Rainbow και να το δώσει στους νεαρούς φίλους της μπάντας να το κρατήσουν ψηλά για να το φωτογραφίσει.
Βρέθηκε όμως στο μεταξύ στην περιοδεία των Rush, οι οποίοι έδιναν μια μικρή συναυλία στο Port Huron, δίπλα στις λίμνες. Κάποιοι νεαροί είχαν φτιάξει ένα πανό που έγραφε “Rush – Welcome to Port Huron”. Λίγο πριν βγει το συγκρότημα, ζήτησε από τα παιδιά να το κρατήσουν ψηλά στον αέρα, και τράβηξε την φωτογραφία. Την έδωσε όπως ήταν χωρίς το παραμικρό ρετουσάρισμα, με όλα αυτά τα T-shirts των Rush, και το πανό. Ο μάνατζερ των Rainbow έδωσε με τη σειρά του τη φωτογραφία στην Polydor.
Το επόμενο πράγμα που θυμάται ο διάσημος φωτογράφος από αυτή την ιστορία, ήταν ένα πολύ οργισμένο τηλεφώνημα του μπασίστα και τραγουδιστή των Rush, Geddy Lee, που του φώναζε έξαλλος “τι έκανες;”. Η Polydor είχε φροντίσει να καθαρίσει τα πάντα, αφαίρεσε τα λογότυπα των Rush από τα μπλουζάκια και άλλαξε το πανό.
Λίγες μέρες πριν την κυκλοφορία του άλμπουμ, στις 7 Απριλίου, ο Dio παντρεύτηκε στο Connecticut τη Wendy Gaxiola, η οποία αργότερα έγινε και η μάνατζερ στο προσωπικό του σχήμα. Για τον ίδιο τον Dio, το “Longlive Rock ‘n’ Roll” ήταν μάλλον ένα δυστυχές άλμπουμ. Ήταν ολοφάνερο πως ο Blackmore είχε πάρει την απόφαση να αλλάξει πολλά στο ρότα της μπάντας και ο Dio, που ήταν αδιαπραγμάτευτος σε αυτό, είχε αρχίσει να βλέπει το τέλος να έρχεται. Στη σύγκρουση που ακολούθησε, ο Blackmore χρέωσε ένα σημαντικό μερίδιο της κατάληξης στην επιρροή της Wendy στον Dio, η οποία θεωρούσε πως ο Ronnie δεν έπαιρνε την προβολή που του αναλογούσε.
Η μεγαλύτερη αλήθεια βρίσκεται μάλλον όμως στην εκτίμηση του αποστασιοποιημένου Tony Carey, ο οποίος από τη δική του περίεργα ψύχραιμη θέση, είχε πει πως η συγκεκριμένη σύνθεση των Rainbow δεν πρόλαβε πραγματικά να δώσει αυτά που μπορούσε. Για τον ίδιο εκείνη η ομάδα των μουσικών παρέμεινε μια σπουδαία ανεκπλήρωτη προφητεία.