Όταν η σκόνη του μυθικού “Longlive Rock’n’ Roll” κάθισε επιτέλους στη γη, ήταν ευδιάκριτη μια πολεμική στάση αναμονής ανάμεσα στους δυο βασικούς πρωταγωνιστές στις άκρες του Ουράνιου Τόξου. Με το Νησί να διατηρεί μια γενναιόδωρη δεξαμενή οπαδών που έβαλε το άλμπουμ στο UK Top 10, ο δύσκολος Ritchie Blackmore συνέχιζε να αλληθωρίζει στην άλλη πλευρά του ωκεανού. Η δυσαρέσκειά του, πέρα από την μέτρια εμπορική αποδοχή στην Αμερική, είχε να κάνει και με τη στιχουργική θεματολογία του Ronnie James Dio που αντλούσε τις ιστορίες της από τη φαντασία.
Ο χαρισματικός τραγουδιστής από την άλλη, είχε ένα ξεκάθαρο και αυστηρό μουσικό όραμα για τη συνέχεια, και επέμενε πως έπρεπε να εξελιχθούν σε μια πιο βαριά και σκληρή ηχητικά κατεύθυνση. Ταυτόχρονα, ήταν φανερά ενοχλημένος από την αλαζονεία του Blackmore, που υποβάθμιζε τον ρόλο του, αν και υπήρξε ισότιμος συνεργάτης, κάνοντας συχνά την περισσότερη δουλειά. Η ομάδα που ήθελε ο Dio να υπερισχύσει σαν τρόπος λειτουργίας των Rainbow, γινόταν συχνά κομμάτια από τις απρόσμενες μεταστροφές του Blackmore, και οδηγούσε σε συχνές αλλαγές προσώπων. Εκεί λοιπόν που ο Blackmore ονειρευόταν το ραδιόφωνο, ο Dio έψαχνε τις συνθήκες μιας ασυμβίβαστης μπάντας με στοχευμένη κατεύθυνση. Η σύγκρουση αναπόφευκτα οδήγησε στην αποχώρησή του, επίσημα τον Ιανουάριο του 1979, μέσα σε φιλικό κλίμα. Βέβαια, ο άνθρωπος στα μαύρα δεν παρέλειψε να καταλογίσει ένα σημαντικό μέρος της ευθύνης για την εξέλιξη αυτή, στη μάνατζερ και σύζυγο του Dio, Wendy, που πίεζε συστηματικά σύμφωνα με τον ίδιο για περισσότερη δημοσιότητα και αναγνώριση για τον σπουδαίο τραγουδιστή.
Στο μεταξύ από τον Αύγουστο του 1978 έχουν ήδη απολυθεί ο μπασίστας Bob Daisley και ο κημπορντίστας David Stone, με τον Cozy Powell να παραμένει στο σκάφος, που θα ανανέωνε σημαντικά για άλλη μια φορά το πλήρωμά του. Έχοντας αρχίσει να γράφει νέο υλικό για το επόμενο άλμπουμ από το τέλος του 1978, ο Blackmore είχε φροντίσει να ανακτήσει τις επαφές του με τον πρώην συμπαίκτη του στους Deep Purple, τον μπασίστα Roger Glover, από το φθινόπωρο, με σκοπό να συμβάλλει στη σύνθεση αλλά και να κάνει την παραγωγή του νέου άλμπουμ. Δεν ήταν παράξενη η ταυτόχρονη δήλωση του Blackmore για τον Glover, πως “δεν θα ήξερε πώς να βγάλει καλό ήχο”, με τους συνηθισμένους του ελιγμούς ανάμεσα στη σοβαρότητα και την ειρωνεία.
Οι ηχογραφήσεις ξεκίνησαν αρχές του 1979, σε άλλο ένα γαλλικό κάστρο στη Νότια Γαλλία, χωρίς αυτή τη φορά τις μυστηριώδεις κακοδαιμονίες του “Longlive Rock ‘n’ Roll”. Ο Cozy Powell, που είχε στο μεταξύ επικοινωνήσει με έναν σεβαστό αριθμό υποψήφιων μουσικών, έφερε τη λύση του κημπορντίστα Don Airey, ο οποίος μόλις είχε παίξει στο “Never Say Die” των Black Sabbath. Το συγκρότημα έφερε την άνοιξη του 1979 τον πρώην μπασίστα των Pretty Things, Jack Green στο Chateau Pelly De Cornfeld, για να γράψει τα θέματα του μπάσου. Η θητεία του όμως υπήρξε πολύ σύντομη, και για να αποφύγουν νέες καθυστερήσεις στο πρόγραμμα, ο Glover ανέλαβε και το ρόλο του μπασίστα, ενώ έγραψε και τους στίχους των τραγουδιών.
Η δύσκολη αποστολή της αντικατάστασης του Dio οδήγησε τον Blackmore να απλώσει τα δίχτυα του στον παλιό του μεγάλο αντίπαλο στους Deep Purple, τον Ian Gillan. Μια χιονισμένη χειμωνιάτικη νύχτα βρέθηκε στο σπίτι του τραγουδιστή, όπου ήπιαν, μίλησαν αρκετά, και προσκάλεσαν ο ένας τον άλλον στα συγκροτήματά τους. Φυσικά υπήρξε αδιέξοδο, αλλά η είδηση ήταν πως ο Blackmore έμοιαζε να είχε θάψει πια το τσεκούρι του πολέμου, καθώς τζαμάρισε με το προσωπικό γκρουπ του Gillan σε μια συναυλία στο Marquee. Μια άλλη περίπτωση που εξετάστηκε και τελικά απορρίφθηκε, ήταν αυτή του frontman των Trapeze, Peter Goalby. Τελικά τη λύση στο πρόβλημα έδωσε ο Glover, που εντόπισε τον γεννημένο στο Lincolnshire τραγουδιστή Graham Bonnet. Είχαν εντυπωσιαστεί από τη φωνή του όταν ο Powell έπαιζε στο στούντιο τυχαία αποσπάσματα τραγουδιών στη διάρκεια των ηχογραφήσεων, σε ένα παιχνίδι σαν “μάντεψε τον τραγουδιστή”. Ο Bonnet ήταν πραγματικότητα βετεράνος των pop charts από το 1968 όταν οι Marbles, στους οποίους τραγουδούσε, μπήκαν στο Top 5 του Ηνωμένου Βασιλείου με ένα τραγούδι γραμμένο από τους Bee Gees, το “Only One Woman”.
Ο Blackmore είχε περάσει από οντισιόν περίπου 80 τραγουδιστές και όταν άκουσε τότε το απόσπασμα από το “Only One Woman”, άρχισε να ρωτά πώς θα τον έβρισκαν. Τότε, ο Roger Glover που δούλευε με έναν φίλο του Bonnet, τον γνωστό κιθαρίστα Micky Moody, βρήκε τον αριθμό τηλεφώνου του. Τον έφεραν για ακρόαση και αμέσως προσχώρησε στο γκρουπ.
Τα περισσότερα από τα τραγούδια ήταν έτοιμα από τους Blackmore/Glover, και η παρουσία του Bonnet ήταν κυρίως εκτελεστική, αν και ισχυρίστηκε πως οι φωνητικές μελωδίες ήταν δικές του αλλά δεν του αποδόθηκαν ποτέ. Η απόδοσή του ήταν μνημειώδης και ξεπήδησαν διάφορες άφθονες ιστορίες για μικρόφωνα τοποθετημένα σε απόσταση 25 ποδιών μακριά, λόγω της δύναμης της φωνής του. Ο Bonnet ηχογράφησε τα φωνητικά του στα Kingdom Sound Studios στο Long Island, καθώς θεώρησε πως η ατμόσφαιρα του κάστρου δεν του ταίριαζε, κάτι που δεν άρεσε καθόλου στον Blackmore. Βέβαια και η περίεργη εμφάνισή του με τα κοντά μαλλιά και το σχεδόν new wave ντύσιμο, που δεν είχε την παραμικρή σχέση με τους frontmen της σκηνής εκείνη την εποχή, ενίσχυσε τη δυσπιστία και αντιπάθεια του κιθαρίστα.
Άλλη μια έμμονη ιδέα του Blackmore να ηχογραφήσει τη διασκευή ενός παλιότερου τραγουδιού που είχε ακούσει μερικά χρόνια νωρίτερα, (κάπως έτσι δημιουργήθηκαν άλλωστε οι Rainbow, με την ηχογράφηση του “Black Sheep of the Family” των Quatermass) και πίστευε πως θα κάνει επιτυχία, έφερε την επιλογή του “Since You Been Gone” του Russ Ballard στο setlist του άλμπουμ. Υπήρξε το πρώτο single του δίσκου, φτάνοντας στο No 6 στο Νησί και στο Νο 57 στην Αμερική. Κατοχυρώνοντας χωρίς επιστροφή τα προμηνύματά του για την αλλαγή του ύφους της μπάντας, ακολουθεί το “All Night Long” σαν δεύτερο single, που προκάλεσε αρκετές αντιδράσεις για τους σεξιστικούς του στίχους. Ατάραχος ο Blackmore αρκέστηκε να ποζάρει με ζαρτιέρες στο εξώφυλλο του Sounds, ενώ δήλωσε πως πάντα ο κόσμος ήταν γεμάτος από άντρες που έτρεχαν πίσω από γυναίκες.
Το “Down To Earth” κυκλοφόρησε στις 3 Αυγούστου του 1979. Το Highway To Hell των AC/DC ήταν τότε η νέα είσοδος στο Νο 8, με το Down To Earth να βρίσκεται κοντά του, κάνοντας το ντεμπούτο του στο Νο 11. Μια εβδομάδα αργότερα, οι AC/DC έπεσαν στο Νο 11, και οι Rainbow κέρδισαν τέσσερις θέσεις, για να εδραιωθούν άμεσα στο Νο. 6.
Όταν έρχεται κανείς σε επαφή μαζί του έχοντας την πλήρη δισκογραφία των Rainbow στην αντίληψή του, είναι δύσκολο να αντιληφθεί το σοκ των σκληροπυρηνικών φίλων της μπάντας τη δεδομένη χρονική στιγμή. Το γεγονός πως ήταν το πρώτο άλμπουμ τους μετά τη φυγή του Dio, ερμηνεύει σε μεγάλο βαθμό και τη μεγάλη διαφορά στην αντιμετώπισή του, ακόμα και σήμερα. Δεν χωρά η παραμικρή αμφιβολία πως το ρήγμα στο δίδυμο Dio/Blackmore θα συνεχίζει να τρέφει αιώνια τις φαντασίες αμέτρητων ακροατών για όλα αυτά που δεν ακολούθησαν, όμως από την άλλη είναι δεδομένη και η υψηλή ποιότητα σε οποιαδήποτε δισκογραφική σελίδα της μπάντας. Έτσι, δίπλα σε δελεαστικά, ερωτικά heavy rockers που διεκδικούν και δικαιολογημένα κερδίζουν σημαντικό airplay, υπάρχουν και αντάρτες σαν το επικό “Eyes Of The World”, που αναπόφευκτα ακούγεται σαν να γράφτηκε για τη φωνή του Dio, ή το κινηματογραφικά ταξιδιάρικο και πολυσχιδές “Lost In Hollywood”, ένα από τα κορυφαία τραγούδια σε όλη τη δισκογραφία τους. Πέρα λοιπόν από τις ανεκπλήρωτες προσδοκίες του καθένα, το “Down To Earth” κατορθώνει να γίνεται μαεστρικά η ιδανική γέφυρα ανάμεσα στο heavy rock και το AOR, έχοντας μια ισχυρή συνθετική επάρκεια για το στόχο αυτό και ένα πάνοπλο πλήρωμα μεγάλων μουσικών. Είναι μια δουλειά ποικιλόμορφη που μέσα από το ελκυστικό hard ύφος του, αφήνει από bluesy μέχρι νεοκλασικά στοιχεία να ενισχύσουν τις διαθέσεις των τραγουδιών. Πιθανά να χωλαίνει στιχουργικά και να έχει μια δυο αδύναμες στιγμές, αλλά στο συγκεκριμένο ύφος είναι μια κλασική, απαιτητική κυκλοφορία μιας ομάδας μουσικών που δυστυχώς δεν είχαν δεύτερη ευκαιρία να δημιουργήσουν μαζί.
Όταν το γκρουπ έκανε πρόβες για το ιαπωνικό σκέλος της περιοδείας προώθησης του δίσκου, τον Μάιο του 1980, ηχογράφησε και το επικείμενο νέο single του επόμενου άλμπουμ, μια διασκευή του “Will You Still Love Me Tomorrow” των The Shirelles, ένα τραγούδι που είχε ηχογραφήσει και ο Bonnet για το πρώτο, ομώνυμο προσωπικό του άλμπουμ το 1977. Το τραγούδι, που ήδη δοκιμαζόταν σε συναυλίες, παίχτηκε και στην headlining εμφάνιση των Rainbow στο εναρκτήριο φεστιβάλ Monsters Of Rock, στο Castle Donigton το 1980.
Με την ολοκλήρωση της περιοδείας, ο Cozy Powell αποχώρησε διαφωνώντας οριστικά με την εμπορική στροφή του γκρουπ, ενώ στα μέσα του έτους, στη διάρκεια των ηχογραφήσεων στη Δανία για το επόμενο άλμπουμ, παραιτήθηκε ο Bonnet.
Το 2011 κυκλοφόρησε μια Deluxe Edition του άλμπουμ σε μορφή διπλού cd. Το πρώτο cd περιλαμβάνει το αρχικό άλμπουμ του 1979 και δύο σπάνια B-Sides, το “Bad Girl” και το “Weiss Heim”. Το δεύτερο είναι ουσιαστικά μια αναδρομή στο “έργο σε εξέλιξη” , με οργανικά δείγματα που είναι ουσιαστικά τραχιές, εναλλακτικές μίξεις των τραγουδιών πριν προστεθούν τα φωνητικά. Υπάρχουν επίσης δύο ηχογραφήσεις με φωνητικά, το “Ain’t a Lot of Love in the Heart of Me” (μια πρώιμη έκδοση του “Love’s No Friend”) και το “Spark Don’t Mean a Fire” (μια πρώιμη έκδοση του “No Time to Lose.”), συνολικά ένα ενδιαφέρον ντοκουμέντο για όσους φίλους των Rainbow θέλουν να ρίξουν λίγο παραπάνω φως σε αυτό το αμφιλεγόμενο αλλά σπουδαίο άλμπουμ.