Το “Promised Land” είναι το πέμπτο στούντιο άλμπουμ των Queensryche, κυκλοφόρησε στις 18 Οκτωβρίου του 1994, και ουσιαστικά έκλεισε μια απίστευτη δημιουργική διαδρομή από την αφετηρία τους. Ήταν μια πραγματικά αλλόκοτη συγκυρία για το γκρουπ, όταν η ΕΜΙ μετά την επιτυχία του “Empire” τους προόριζε για τους U2 του heavy metal, αλλά αυτοί γύρισαν την πλάτη τους σε όλα και κυκλοφόρησαν ίσως το πιο δύστροπο άλμπουμ τους.
Απομονωμένοι για μήνες σε ένα νησί του Ειρηνικού Ωκεανού οι πέντε μουσικοί δεν παύει να κουβαλούν μαζί τους τα προσωπικά προβλήματα των ζωών τους. Το περιεχόμενο του δίσκου χρωματίζεται έντονα από την ενδοσκόπηση για την αναζήτηση ταυτότητας, την απόπειρα να αποσαφηνιστούν οι παράγοντες που διαμορφώνουν τον χαρακτήρα, και πάνω από όλη αυτή τη δύσβατη απόπειρα απλώνεται ο μανδύας της επιβεβλημένης ανάγκης της επιτυχίας, το “Αμερικανικό Όνειρο”, η καριέρα, ο πανούργος σκοπός μιας διαδρομής που φυτεύεται στα μυαλά των ανθρώπων με αμέτρητα ερεθίσματα από τη μέρα που γεννιούνται. Το αποτέλεσμα είναι ένας σκοτεινός, δύσβατος δίσκος, ένα άλμπουμ υπερβατικό που με απίστευτη μαεστρία καταφέρνει και συνδέει μοναδικά εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους τραγούδια, συναρμολογώντας άλλο ένα σημαντικό θεματικό κεφάλαιο στην καριέρα τους. Ο δημιουργικός θρίαμβος έρχεται όμως με σημαντικές απώλειες, καθώς έχουμε την πρώτη πολύ σοβαρή σύγκρουση μεταξύ των δυο κύριων δημιουργών του γκρουπ, του Tate και του DeGarmo. Ένα πολύ σοβαρό επεισόδιο μεταξύ τους, στη διάρκεια της παραμονής στο νησί, σβήνει χάρη στην ψυχραιμία του DeGarmo, τα σημάδια όμως επιστρέφουν μαζί τους πίσω στον πολιτισμό και στη συνέχεια της καριέρας του γκρουπ και τα αποτελέσματα θα φανούν αργότερα.
Η λεπτομερής σημειολογία του γκρουπ υποδέχεται άμεσα τον ακροατή στο άλμπουμ, καθώς η σύντομη εισαγωγή “9.28 a.m.” είναι στην πραγματικότητα η ώρα γέννησης του ντράμερ Scott Rockenfield. Η στροβιλίζουσα εγκεφαλική αγωνία του “I Am I” στέκεται πάνω στον ιστό ενός ήχου σύνθετου από έγχορδα και κρουστά και η αναζήτηση της ταυτότητας ταράζει και σπρώχνει τον ερμηνευτή από φράση σε φράση. Το δύστροπο και επιθετικό “Damaged” επιστρέφει στα σημάδια της παιδικής ηλικίας, το στοιχειωμένο “Out of Mind” μας σπρώχνει στους έρημους διαδρόμους του ψυχιατρείου, ενώ στο “Bridge” ο DeGarmo επιχειρεί να ξορκίσει την ταραγμένη σχέση με τον φευγάτο πατέρα του που είχε πεθάνει στη διάρκεια των ηχογραφήσεων του άλμπουμ.
Το ομότιτλο τραγούδι, από τα τολμηρότερα στην καριέρα του γκρουπ, ασχολείται με την κενότητα της επαγγελματικής επιτυχίας. Ο Tate ενσαρκώνει έναν μεθυσμένο θαμώνα που ομολογεί στον εαυτό του την υπαρξιακή του αποτυχία, με το σαξόφωνο να συνοδεύει αυτή τη δύσβατη διαδρομή στο πουθενά. Το εγκεφαλικό και παράξενο “Disconnected” συναγωνίζεται σε μουσική τόλμη τον προκάτοχο και αναζητά έναν νέο κώδικα επαφής και επικοινωνίας με την πραγματικότητα. Το μελαγχολικό αλλά εθιστικό “Lady Jane” χαϊδεύει την ψευδαίσθηση των προτύπων, το ρυθμικό “My Global Mind” μεταφέρει τον ευνουχισμό της αποστειρωμένης πληροφορίας, κάτι που έχει γίνει εντονότερο σήμερα με τη γενική απάθεια απέναντι σε κάθε καταστροφή που έχει καταλήξει συνοδευτικό τηλεοπτικό σποτ. Τo “One More Time” επιστρέφει για άλλη μια φορά στην επιβολή της ανάγκης της καριέρας και της πρωταγωνιστικής σημασίας της δουλειάς, αναζητώντας μια άλλη βάση δεδομένων.
Το άλμπουμ κλείνει με το βιωματικό “Someone Else”, με τον Tate συγκλονιστικά μόνο στην ερημιά του πιάνου του DeGarmo: το κύκνειο άσμα μιας δημιουργικής συνύπαρξης ετών.
Το άλμπουμ πούλησε ένα εκατομμύριο αντίτυπα, τα singles απέτυχαν να διακριθούν εμπορικά, ακολούθησε μια περιοδεία με εκπληκτικές εμφανίσεις, με τον Tate να αλλάζει κοστούμια και ένα μπαρ να στήνεται στη σκηνή στη διάρκεια του ομότιτλου τραγουδιού. Με βάση όλα όσα ακολούθησαν, μόνο οι ίδιοι μπορούν να ξέρουν το πραγματικό τίμημα του άλμπουμ αυτού.
1985– Το “Love” είναι το δεύτερο στούντιο άλμπουμ του αγγλικού rock συγκροτήματος The Cult, που κυκλοφόρησε από την Beggars Banquet Records. Το άλμπουμ ήταν η εμπορική ανάδειξη του συγκροτήματος, φτάνοντας στο νούμερο τέσσερα στο Ηνωμένο Βασίλειο και έμεινε στο chart για 22 εβδομάδες. Ανέδειξε επίσης τρία Top 40 singles στο Ηνωμένο Βασίλειο, τα “She Sells Sanctuary”, “Rain” και “Revolution”. Έχει κυκλοφορήσει σε σχεδόν 30 χώρες και έχει πουλήσει περίπου 2,5 εκατομμύρια αντίτυπα. Το “Love” ηχογραφήθηκε στα Jacob’s Studios στο Farnham, στο Surrey, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1985.
1987– Το “Fireworks” είναι το δεύτερο άλμπουμ του γερμανικού hard rock συγκροτήματος Bonfire. Κυκλοφόρησε στην εταιρεία BMG International με δύο διαφορετικά εξώφυλλα, το διεθνές είχε ένα θέμα παρόμοιο με μια διακοσμημένη πόρτα θόλου, ενώ η βορειοαμερικανική έκδοση ήταν απλώς τέσσερις φωτογραφίες από κάθε μέλος του συγκροτήματος σε κάθε γωνία του εξωφύλλου. Αυτό το άλμπουμ ηχογραφήθηκε με έναν καλεσμένο ντράμερ, τον Ken Mary από τον Fifth Angel, επειδή ο ντράμερ του συγκροτήματος απολύθηκε κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων. Ένας νέος ντράμερ προσλήφθηκε λίγο πριν το συγκρότημα περιοδεύσει για την προώθηση του “Fireworks”. Το 2003, το άλμπουμ έγινε χρυσό. Αρχικά το συγκρότημα είχε ηχογραφήσει 25 τραγούδια, με 11 κομμάτια να καταλήγουν στο άλμπουμ.
1993– Το “Heartwork” είναι το τέταρτο άλμπουμ του βρετανικού extreme metal συγκροτήματος Carcass. Το άλμπουμ κυκλοφόρησε στο Ηνωμένο Βασίλειο μέσω της Earache Records και στις Ηνωμένες Πολιτείες στις 11 Ιανουαρίου 1994 μέσω της Columbia Records, κάνοντάς το ίσως την πιο σημαντική κυκλοφορία του συγκροτήματος. Το “Heartwork” έχει χαρακτηριστεί σαν η “ανακάλυψη” και “αριστούργημα μέσης περιόδου” του συγκροτήματος, καθώς και ένα άλμπουμ ορόσημο στο μελωδικό death metal είδος. Το άλμπουμ ηχογραφήθηκε στα Parr Street Studios, στο Liverpool από τις 18 Μαΐου έως τις 21 Ιουνίου 1993.
Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί το “Four-Calendar Café”, που είναι το έβδομο στούντιο άλμπουμ του σκωτσέζικου συγκροτήματος Cocteau Twins, από την Fontana Records. Το άλμπουμ διακρίνεται από τον υπόλοιπο κατάλογο των Twins για δύο βασικούς λόγους: ο ήχος είναι πολύ πιο pop-προσανατολισμένος και λιγότερο ambient από προηγούμενες δουλειές, και οι στίχοι της τραγουδίστριας Elizabeth Fraser είναι πιο κατανοητοί από το συνηθισμένο. Το single τους “Evangeline” έκανε μια μικρή επιτυχία σε πολλές χώρες.
1999– Το “Still Life” είναι το τέταρτο στούντιο άλμπουμ του σουηδικού progressive metal συγκροτήματος Opeth. Η παραγωγή έγινε από τους Opeth μαζί με τον Fredrik Nordström και κυκλοφόρησε από την Peaceville Records. Ήταν το μόνο άλμπουμ των Opeth που κυκλοφόρησε μέσω του Peaceville, μετά την αποχώρηση του συγκροτήματος από την Candlelight and Century Black μετά την κυκλοφορία του “My Arms, Your Hearse”, και το πρώτο άλμπουμ στο οποίο συμμετείχε ο Martin Mendez.