Δεν υπάρχει συναυλία των Pearl Jam, που να μην αποτελεί εμπειρία ζωής. Αυτό επιβεβαιώθηκε με τον πλέον εμφατικό τρόπο και στη Βουδαπέστη στις 12 Ιουλίου. Η τρέχουσα περιοδεία, που είχε προγραμματιστεί για το 2020, με αφορμή την κυκλοφορία του τελευταίου τους άλμπουμ Gigaton, περιλαμβάνει στην παρούσα φάση συναυλίες στην Ευρώπη και τον προσεχή Σεπτέμβριο μεταφέρεται στην Αμερική.
Αν και αρκετοί από τους θαυμαστές του συγκροτήματος, μεταξύ των οποίων και ο υπογράφων, συμφωνούν πως δισκογραφικά, τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια, η μπάντα δεν βγάζει ποιοτικά άλμπουμ με βάση τα δεδομένα του παρελθόντος, εντούτοις, με καθαρά συναυλιακούς όρους, κάθε τους εμφάνιση σου προσφέρει κάτι το μοναδικό. Αυτό που αποκαλούμε εμπειρία ζωής και αυτό αποδείχθηκε για ακόμα μια φορά και στη Βουδαπέστη.
Ας τα πάρουμε από την αρχή. Το live πραγματοποιήθηκε σε κλειστό χώρο, στην “Sportsarena”. Η αρένα ήταν κατάμεστη, και οι θεατές υπολογίζονται γύρω στους 15.000 Οι πόρτες άνοιξαν στις 18.00 και το μπροστινό μέρος της σκηνής καταλήφθηκε από τα μέλη του “Ten”, του επίσημου fan club του συγκροτήματος. Κάπου εκεί βρεθήκαμε και εμείς. Με την πάροδο του χρόνου, ο χώρος γέμιζε σταδιακά. Το support σχήμα των White Reaper έκανε την εμφάνισή του ακριβώς στις 19.30 σύμφωνα με το επίσημο πρόγραμμα, που οι διοργανωτές του event φρόντισαν να το στείλουν με mail, σε όλους τους κατόχους εισιτηρίων. Το γράφω αυτό, επειδή εδώ στην Ελλάδα, αντίστοιχοι διοργανωτές δεν ενημερώνουν ούτε μέσω των social media για την ώρα έναρξης μιας συναυλίας. Το garage-punk rock των Αμερικανών, ήταν ό,τι έπρεπε για αυτό που θα επακολουθούσε. Χαλαρά riffs και πιασάρικες μελωδίες, που παρέπεμπαν έντονα σε αντίστοιχα σχήματα της Βρετανίας. Για περίπου 40 λεπτά το συγκρότημα από το Kentucky, κέρδισε την προσοχή των θεατών, γεγονός που δεν είναι πάντα εύκολο για support μπάντα.
Γύρω στις 20.15 που κατέβηκαν από τη σκηνή, το στάδιο ήταν ήδη γεμάτο και η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει. Κατά τις 21.00, τα πάντα ήταν έτοιμα για την έλευση της υπερμπάντας από το Seattle. Τα μέλη των PJ ξεκίνησαν να καταλαμβάνουν σταδιακά το χώρο της σκηνής, εν μέσω παραληρήματος. Για τους Pearl Jam μιλάμε, είναι λογικό να υπάρχει τέτοια αδημονία.
Ξεκίνησαν με το “Wash”, που χρονολογείται από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, και συμπεριελήφθη στη μεταγενέστερη συλλογή “Lost Dogs”. Ένα κατά τα άλλα άγνωστο κομμάτι, που έπαιξαν για πρώτη φορά στη φετινή tour και που μόνο οι Pearl Jam έκαναν, κάνουν και θα κάνουν. Συνέχισαν με το “Why Go” από το “Ten”, προϊδεάζοντάς μας για το τι θα επακολουθούσε. Ας είμαστε ειλικρινείς. Η τετράδα των άλμπουμ που καθιέρωσε το συγκρότημα, ήταν είναι και θα είναι το “Ten”, το “Vs” το “Vitalogy” και το “Yield”. Τέτοια άλμπουμ, ούτε έγραψαν ξανά, ούτε πρόκειται να ξαναγράψουν. Για το λόγο αυτό η πλειονότητα των θεατών επιθυμεί να ακούει τραγούδια από αυτούς τους δίσκους και αυτοί με τη σειρά τους, αυτό κάνουν κυρίως, στις περισσότερες εμφανίσεις τους. Όσο ωραία και αν είναι τα “½ Full” και “I am mine”( που επίσης παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην περιοδεία αυτή), από το δίσκο “Riot Act” αμφότερα, που έπαιξαν στην πορεία, δεν μπορούν να συγκριθούν με τα “Even Flow”, “Corduroy”, “Better Man” και “Given to Fly”, που ειρήσθω εν παρόδω, ήταν από τις πλέον δυνατές στιγμές της βραδιάς, με τον Vedder να ίπταται κυριολεκτικά επί σκηνής. Από το “Yield” έπαιξαν και τα “Brain of J”( άλλη μια πρεμιέρα σε αυτή την περιοδεία), αλλά και το υπερηχητικό «Do the evolution”. Εν τέλει, δεν έπαιξαν τίποτα από το “Vs”. Προσωπικά μου έλειψε πολύ το “Rearview Mirror”.
Όποιος παρακολουθεί συναυλιακά τους PJ, γνωρίζει ότι αρέσκονται στις εκπλήξεις ως προς την επιλογή των κομματιών. Ένα από αυτά ήταν το “I’m open”, που επίσης παρουσιάστηκε για πρώτη φορά. Φυσικά, από ένα πλήρες set list, δεν θα μπορούσαν να λείψουν τα magnum opus της μπάντας, που επί της ουσίας αποτελούσαν και αποτελούν τα πλέον αγαπημένα κομμάτια των ακροατών. Αναφέρομαι στο «Black”,η δεκάλεπτη εκτέλεση του οποίου ήταν συγκλονιστική, αλλά και στο κορυφαίο κατά τη γνώμη μου τραγούδι του συγκροτήματος, το “Alive”, που λίγο πριν το τέλος της βραδιάς, μας έκανε να βιώσουμε συναισθήματα μοναδικά. Το ίδιο συνέβη και με τα “Lukin” και “Porch”, που έκλεισαν το κυρίως set list.
Ακόμα και από το κατά γενική ομολογία μέτριο “Gigaton”, τα “Dance of the Clairvoyants”, “Quick Escape” και “Superblood Wolfmoon”, “έδεσαν” απόλυτα με το υπόλοιπο υλικό, παρά την έλλειψη ενός αμιγώς ροκ χαρακτήρα στη δομή τους.
Βασικό στοιχείο των ζωντανών εμφανίσεων των PJ είναι οι διασκευές που παρουσιάζουν. Στη Βουδαπέστη, η βραδιά έκλεισε με το εκπληκτικό “All Along the Watchtower”, με την ενεργή συμμετοχή του πρώην μέλους των RHCP αλλά και της μπάντας της PJ Harvey, Josh Klinghoffer στη σκηνή, αντί για το σύνηθες “Rockin’ in a Free World”. Ήταν ο μαγικός επίλογος μιας μαγικής βραδιάς. Είχε προηγηθεί το υπεραγαπημένο “Crazy Mary”, σε μια απίστευτα παλαιομοδίτικη ροκ εκδοχή των seventies, που μας παρέσυρε με τη νοσταλγική του αύρα. Έπαιξαν για περίπου 130 λεπτά και παρουσίασαν συνολικά 23 τραγούδια. 130 λεπτά, που συγκαταλέγονται στα πιο όμορφα της ζωής μου.
Τελειώνοντας και επειδή πρόκειται για το πρώτο άρθρο στο site,ας μου επιτραπεί αντί επιλόγου η χρήση ενός περισσότερο προσωπικού τόνου. Πίστευα και πιστεύω, πως οι ωραιότερες στιγμές στη ζωή του ανθρώπου, επενδύονται από τη μουσική. Από τη μουσική αναζωογονείται ο άνθρωπος και η μουσική καθορίζει την ψυχοσυναισθηματική μας ταυτότητα. Στις συναυλίες, η μαγεία της μουσικής, βιώνεται άμεσα. Διαμορφώνεται μια συλλογική κοινότητα μεταξύ μπάντας, ακροατών-θεατών και μεταξύ ημών των παρευρισκομένων. Εκεί αγκαλιαζόμαστε, χαμογελάμε, δακρύζουμε, και πολλές φορές αυτό συμβαίνει χωρίς να γνωριζόμαστε καν μεταξύ μας. Στους συναυλιακούς χώρους μεταφέρουμε τις σκέψεις μας, τα συναισθήματά μας αλλά και τα αγαπημένα μας πρόσωπα, είτε αυτά βρίσκονται μαζί μας, είτε κάπου που δεν μπορούμε να τα «φτάσουμε». Όλα τα προαναφερθέντα, στη συναυλία των Pearl Jam, τα βίωσα στο έπακρο. Θα ήθελα να έπαιζαν λίγο ακόμα, να τους άκουγα λίγο ακόμα, να τους έβλεπα λίγο ακόμα. Θα πραγματοποιηθεί στο μέλλον.