OCEANS OF SLUMBER: “Where Gods Fear to Speak”

ALBUM

Δύο περιφορές, και κάτι, του πλανήτη μας γύρω από τον Ήλιο, χρειάστηκαν για τους Oceans of Slumber ώστε να μας συστήσουν με τον επόμενο σταθμό της «ηχηρής» τους διαδρομής, ερχόμενο κατόπιν του αριστουργηματικού “Starlight and Ash”.

Με γνώμονα ένα «αρχεγόνως» υπάρχον, ως λαβή συζητήσεως, δίλημμα, για το αν οι μουσικοί πρέπει να συνθέτουν και να δημιουργούν «αγωγούς» εσωτερικής εκφράσεως για τους ίδιους τους ακροατές τους ή οι δικές τους επιλεχθείσες, συναισθηματικοί «ατραποί» να γίνονται τυχαίως αρωγοί των αποδεκτών τους, οι εξ Αμερικανικού Νότου δρώντες, φαίνεται να έχουν «ταλαντευτεί» αρκετά, υπό αυτό το πρίσμα.

Μέσα από death και gothic «παλινδρομήσεις», «αιωρούμενοι» αλλά και υφέρποντας εκατέρωθεν, μοιάζουν να απαρνιόνται, ίσως και προσωρινά ή μερικώς, το προγενέστερο, άκρως επιτυχημένο πόνημα και την ακραιφνή, τουλάχιστον, φύση του.

Μεσολάβησαν αλλαγή εταιρείας και μεταπήδηση στην Season of Mist, ένα μεσοδιάστημα που αιτήθηκαν και το «πατρονάρισμα» των οπαδών τους, και εσχάτως, ένα από τα (δύο) σημαντικότερα project τους, όπως η σύλληψη του τέταρτου μέλους της οικογένειάς τους (της Cammie Gilbert και του Dobber Beverly), αλλά και η ηχογράφηση του δίσκου στη Μπογκοτά της Κολομβίας, με εμφανή και έντονα τα στοιχεία της αυτής κουλτούρας και των πηγαίων, έντονων συναισθημάτων των ανθρώπων και ….του τόπου της Λατινικής Αμερικής, στο τελικό αποτέλεσμα.

Στα «έγκατα» του “Where Gods Fear to Speak”, κάποιος θα συναντηθεί με κάποια γνωστά στοιχεία, αλλά και κάποια λιγότερο, σε όσον αφορά στην πρότερη σχέση του με τη μπάντα. Εδώ θα επιστρέψουν τα harsh φωνητικά, σε (για την προσωπική οπτική) «κορεσμό» ίσως, ενώ έχει επιστρατευθεί και η σύμπραξη του Fernando Ribeiro των Moonspell, αλλά και του Mikael Stanne των Dark Tranquillity. Όπου στο φινάλε όμως, να αδυνατώ (φυσικά) ακόμα μία φορά, να αντισταθώ στη χαμαιλεόντεια και ονειρική φωνή της Cammie. Με τον έντονο, «μοσχοβολόντα» λυρισμό, αλλά και την έκδηλη και διάχυτη κινηματογραφικότητα του δίσκου, στην οποία καίρια συμπράττει με τις «αναπνοές» της.

Στο μουσικό μέρος, η ισορροπία και η προσπάθεια συγκεράσματος ετερόκλητων «πληροφοριών», ανάμεσα σε death, gothic, progressive στοιχεία, ακόμα και black «ψήγματα», ταλαντεύεται ανάμεσα σε προσωπικές συνιστώσες και προσλαμβάνουσες, ακροβατώντας, αναλόγως με το κριτήριο και τη διάθεση του ακροατή, αλλά αποτυγχάνει να τον….«χάσει». Κινδύνευσε και με τον γράφοντα, αλλά οι πολλαπλές ακροάσεις σε οδηγούν σε σημεία και μουσικά «μονοπάτια», που ενδεχομένως δεν έδωσες σημασία κατά την πρότερη. Κι αυτό, διότι η δομή των συνθέσεων εδράζεται σε μία μοναδική ικανότητα να «έρπεται» ανάμεσα σε μουσικές «συμπληγάδες» και να αφομοιώνει κάθε τι διαφορετικό, ένεκα της ποιότητάς τους, αλλά και της μαγικής (και πολύπλευρης), φωνητικής δυνατότητας της Cammie Gilbert (βλέπε στα σπουδαία “Wish”, “Prayer”, αλλά και την επανεκτέλεση του “Wicked Game“ του Chris Isaak), ως «συνδετικός κρίκος» και μηχανισμός άμβλυνσης οποιουδήποτε παράταιρου. Αλλά και επειδή οι ενορχηστρώσεις παραμένουν, όπως και στο παρελθόν, ιδιαίτερα «πνευματώδεις» ώστε να διατηρούν αυτήν την ιδανική ισορροπία.

Και αυτό, διότι ο Dobber Beverly αποτυπώνει την ιδιοφυή ικανότητά του να μεταφέρει τον ακροατή από το «έρεβος» σε μαγικές παραμυθένιες στιγμές, όπως στο “Don’t Come Back from Hell Empty Handed“.

Θα ήταν εγωιστικό και εξόχως άδικο να σταθώ μόνο στα όσα αποτελούν προσωπικές «αντιπάθειες» και ίσως και μικρές «εμμονές», και που περιέχονται στο “Where Gods Fear to Speak” (βλέπε τη, μάλλον, πλέον του δέοντος για τα γούστα μου, χρήση των harsh vocals). Υπό αυτό το πρίσμα, το τελευταίο πόνημά τους αποτελεί, πιθανότατα, και το πιο «μεστό», δουλεμένο και ολοκληρωμένο τους {θα πρέπει να γίνει μνεία και στον «δικό μας» Γιάννη Νάκο (Remedy Art Design) και ένα ακόμα από τα πολύ όμορφα και ξεχωριστά εξώφυλλά του}.

Πρόσφατα, σε σχόλιο-απάντηση στα ΜΚΔ, η μπάντα ανέφερε το πρόβλημα που αντιμετώπισε ως προς την πραγμάτωση περιοδείας, τόσο καιρό που υπήρξε διαθέσιμη (υπονοώντας και θέματα πολιτικής και μεροληπτικότητας) και την πρόθεση για μία μακρά παύση, ένεκα φρονώ (και) της επικείμενης έλευσης του νέου μέλους, στην οικογένεια των δυο «ακρογωνιαίων λίθων» της.

Έως τότε, το “Where Gods Fear to Speak” θα μπει επάξια στο πλευρό του “Starlight and Ash”, ως σύντροφος όσων τους εκτιμούν και μέχρι να έχουμε ξανά νέα τους. Διότι δικαιωματικά στέκεται ως μία από τις κορωνίδες της δισκογραφίας, μιας από τις σημαντικότερες μπάντες εκεί έξω, που η καλλιτεχνική της αξία, μαζί με το διαπρέπον, ξεχωριστό φωνητικό μεγαλείο της Cammie Gilbert, παραμένουν σταθερά σε όσους (και είναι σημαντικά λιγότεροι, από όσους θα έπρεπε, αναλογικά) τους έχουν γνωρίσει και ξεχωρίσει.

“Where Gods Fear to Speak” tracklist:
Where Gods Fear to Speak
Run from the Light
Don’t Come Back from Hell Empty Handed
Wish
Poem of Ecstasy
The Given Dream
I Will Break the Pride of Your Will
Prayer
The Impermanence of Fate
Wicked Game (Chris Isaak cover)

Είδος: Progressive/Death/Doom/Cinematic Metal
Δισκογραφική Εταιρεία: Season of Mist
Ημερομηνία Κυκλοφορίας: 13 Σεπτεμβρίου 2024

Οι Oceans of Slumber είναι:
Dobber Beverly: Drums, Piano, Synthesizers, Songwriting
Cammie Gilbert: Vocals, Lyrics
Semir Özerkan: Bass, Vocals (backing)
Alex Davis: Guitars
Chris Kritikos: Guitars, Vocals (backing)

Οι Oceans of Slumber στο διαδίκτυο:
Official Page
Facebook
Instagram
Bandcamp
X
YouTube Channel

Avatar photo
About Σταύρος Βλάχος 576 Articles
Born in a shiny, Athens West Coast’ s town …. την χρονιά που κυκλοφόρησαν κάποια «μνημεία» της metal και rock (“Let There Be Rock”, “Bad Reputation”, “Sin After Sin”, “Spectres” and “Love Gun”). Πορεύθηκε μεταξύ Metallica, Sepultura, Iron Maiden, Raw Silk, Sacred Reich, Black Sabbath, DIO, Whitesnake, Obituary, Led Zeppelin, Megadeth, Savatage, AC DC και Rainbow, πριν «χαθεί» στον «κόσμο» του Jim Matheos, των Fates Warning και φτάσει να «ανακαλύψει» τον «τόπο» καλύτερων ανθρώπων, μέσω των The Paradox Twin. Ευχαριστεί τον μεγαλοδύναμο που έχει ακούσει live τον DIO, τους Black Sabbath και τους AC DC εν έτει 2009 και που πιτσιρίκος «έλιωνε» τα αγαπημένα του “....And Justice for All”, “Parallels”, “Silk Under the Skin” και “Rust in Peace”. Η ζωή γίνεται ομορφότερη αν στοχάζεσαι ότι «Ἓν οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα», και επιχειρείς να εφαρμόσεις το “Carpe Diem”, προσπαθώντας να παραμείνεις άνθρωπος, σε μία εποχή που αυτό φαντάζει η σημαντικότερη πρόκληση και η μόνη «επανάσταση». Αν η ζωή ήταν ταινία, θα έπρεπε να είναι ένα «μείγμα» του «Ο Κύκλος των Χαμένων Ποιητών» και της «Λίστας του Σίντλερ» και να «εμποτίζεται» συνεχώς με την πανέμορφη εικονοπλασία του λόγου του Καζαντζάκη στο «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται». Τί κι αν έχει αντικρύσει ουρανούς σε ωκεανούς και πόσες θάλασσες, εκείνος ο μοναδικός, από το μπαλκόνι της παιδικής του ηλικίας στο ορεινό Ρωμανό κοντά στο Σούλι, θα παρέχει πάντα την σημαντικότερη, πιο «μεστή» γαλήνη ψυχής. Όταν δεν ψάχνει μουσικές, θα «σκάει» τη στρογγυλή «θεά», που «εκτόξευσε» ο goat MJ ή θα «ψυχοθεραπεύεται» πάνω σε μία “forty eight”, ατραπό για την «σωτηρία της ψυχής».