MICK RALPHS: 1944-2025

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

Ο Mick Ralphs δεν ήταν ο πιο εκρηκτικός κιθαρίστας της γενιάς του. Δεν θα τον έβρισκες ποτέ να περιφέρεται πάνω στη σκηνή με βιρτουόζικα solo ή να ξεσηκώνει το κοινό με επιδεικτικά κόλπα. Ήταν πάντα εκεί, με μια κιθάρα αγκαλιά, να παίζει αυτό που χρειαζόταν, τίποτα παραπάνω. Κι όμως, μέσα από αυτήν την απλότητα, κατάφερε να δημιουργήσει riff που έμειναν στην ιστορία. Χωρίς περιττές νότες, χωρίς «βαβούρα» συνδύαζε ήχους που κολλούσαν στο μυαλό σου προτού καν μπουν τα λόγια. Ήταν οι μελωδίες που μπορείς να τις σιγοτραγουδήσεις και για μένα αυτό είναι το ζητούμενο στη μουσική. 

Από το “Can’t Get Enough” των Bad Company μέχρι το “Ready for Love” ή το κιθαριστικό άνοιγμα του “All the Young Dudes” με τους Mott the Hoople, ο Ralphs απέδειξε ότι μερικές φορές το «λιγότερο» μπορεί να είναι «το περισσότερο». Και έτσι, χωρίς φανφάρες, κέρδισε επάξια μια θέση ανάμεσα στους κιθαρίστες που όρισαν το rock των ‘70s.

Ο Michael Geoffrey Ralphs γεννήθηκε στις 31 Μαρτίου 1944 στο Herefordshire της Αγγλίας, σ’ ένα ήσυχο χωριό, πολύ μακριά από τα φώτα και τον θόρυβο που θα χαρακτήριζαν αργότερα τη μουσική του καριέρα. Από νωρίς έδειξε αγάπη  προς την κιθάρα, χωρίς όμως να έχει κλασική εκπαίδευση. Ήταν αυτοδίδακτος.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, υπήρξε  μέλος συγκροτημάτων, που θα εξελίσσονταν αργότερα στους Mott the Hoople, το glam-rock συγκρότημα που απογείωσε ο David Bowie.  Στους Mott, o Ralphs έγινε γνωστός για το μελωδικό του παίξιμο. Έδωσε αυτή την στιβαρή, «βρετανική» αίσθηση του rock, συμβάλλοντας τόσο ερμηνευτικά όσο και συνθετικά.

Mott the Hoople

Το 1973, αποχώρησε από το συγκρότημα για να ιδρύσει τους Bad Company, μαζί με τον Paul Rodgers των Free. Η νέα μπάντα αντιπροσώπευσε επάξια το hard rock, γεφυρώνοντας τα blues με την αισθητική της αρένας. Με τους Bad Company, ο Ralphs έγραψε μερικά από τα πιο φανταστικά riff της δεκαετίας που καθόρισαν σημαντικό κεφάλαιο της rock ιστορίας.

Bad Company

Μετά τα μέσα των ’80s, κινήθηκε πιο διακριτικά, συμμετέχοντας σε  περιοδείες και κάνοντας κάποιες  solo δουλειές. Το 1984 περιόδευσε με τον David Gilmour στο “About Face Tour” (αν και δεν έπαιξε στο δίσκο), ενώ το 1985 κυκλοφόρησε το πρώτο του solo album “Take This”, έχοντας στο πλευρό του τον Simon Kirke. Έκανε μερικά live μαζί με τον μετέπειτα κιθαρίστα των Bad Company, Dave Colwell, και μουσικούς όπως ο Chris Slade (Manfred Mann, AC/DC) και ο Lindsay Bridgewater (Ozzy Osbourne). Παρά τις κατά καιρούς επανασυνδέσεις των Bad Company, ο Ralphs δεν αγάπησε ποτέ ιδιαίτερα τις περιοδείες, καθώς ο φόβος του για τα αεροπλάνα ήταν γνωστός. Το 2001 κυκλοφόρησε το instrumental album “Its All Good” και λίγο αργότερα το “That’s Life – Can’t  Get Enough” με σπάνια demo. Το 2004 ξανασμίγει στη σκηνή με τον Ian Hunter από τους Mott the Hoople. Το 2016, λίγο μετά από μια περιοδεία με τους επανενωμένους Bad Company, υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο που τον απομάκρυνε οριστικά από τη σκηνή.

Ο Ralphs μεγάλωσε ακούγοντας bluesmen όπως Muddy Waters, Buddy Guy και Otis Rush, αλλά και Βρετανούς ήρωες της γενιάς του όπως τον Peter Green των Fleetwood Mac.

Mick Ralphs

Δεν ήταν ποτέ της ταχύτητας ή της φιγούρας θα έλεγα ότι προτιμούσε το συναίσθημα. Όπως έλεγε ο ίδιος σε συνεντεύξεις του, πίστευε πως το riff είναι το θεμέλιο του τραγουδιού.

Αν έπρεπε να διαλέξω μερικά τραγούδια που δείχνουν καλύτερα γιατί ο Mick Ralphs άφησε το δικό του αποτύπωμα στην ιστορία της rock, τα παρακάτω τραγούδια θα ήταν χωρίς δεύτερη σκέψη οι πρώτες μου επιλογές. Όχι γιατί είναι απλώς hits ή γιατί έτυχε να γράψουν εμπορική ιστορία, αλλά γιατί μέσα απ’ την κιθάρα του Ralphs κουβαλάνε την έμπνευση που δεν τη βρίσκεις εύκολα. Aπλή, ευθύβολη και τόσο δυνατή. Είναι αυτά τα κομμάτια που όποτε τα ξανακούω, θυμάμαι γιατί «κόλλησα» με τη μουσική. 

“Can’t Get Enough” – Bad Company (1974)

Σε αυτό το κομμάτι ο Ralphs, δοκίμαζε πειραματικά, εκείνη την περίοδο κάποια πράγματα, που κατέληξαν σε αυτό το «στιβαρό, groove που σου μένει στο μυαλό με την πρώτη ακρόαση. Ήταν το τραγούδι που άνοιξε το ντεμπούτο των Bad Company και τους έκανε αμέσως ραδιοφωνικό φαινόμενο στις ΗΠΑ. Ήταν κάτι απλό, μικρό που ηχούσε ως κάτι τεράστιο. 

“Ready for Love” – Mott the Hoople (1972) / Bad Company (1975)

Ο Ralphs το έγραψε για τους Mott the Hoople, αλλά δεν ήταν ποτέ απολύτως ικανοποιημένος από την πρώτη εκτέλεση. Όταν έφτιαξε τους Bad Company, το ξαναηχογράφησαν με τον Paul Rodgers στα φωνητικά και βρήκε την «τελική του μορφή». Το riff είναι αβίαστο, σχεδόν νωχελικό, χτίζοντας μια αίσθηση αναμονής που στο τέλος σε ανταμείβει. Έχει δέσει τέλεια ως soundtrack σειρών όπως το “Supernatural”. 

“Feel Like Makin’ Love” – Bad Company (1975)

Αν είναι ένα τραγούδι που προσωπικά έχω λατρέψει, αυτό είναι το “Feel Like Makin’ Love” των Bad Company. Από τις πρώτες νότες, με εκείνη την ήρεμη ακουστική εισαγωγή, σε «βυθίζει» στην νοσταλγία. Μου φέρνει στο μυαλό τα παιδικά μου χρόνια, τότε που το άκουγα χωρίς να καταλαβαίνω πλήρως τους στίχους, αλλά νιώθοντας στο πετσί μου μέσα στην εφηβική αμηχανία, τη δύναμη και την τρυφερότητα που κουβαλάει. Ακόμα και σήμερα, τόσα χρόνια μετά, παραμένει από τις πιο αγαπημένες μου μπαλάντες. Ένα τραγούδι που όσο μεγαλώνεις, αποκτά κι άλλα επίπεδα. Η κιθάρα του Ralphs βρίσκεται εκεί όχι για να «φλυαρήσει» ,αλλά για να στηρίξει το τραγούδι όπως μόνο εκείνος ήξερε. Απλό κομμάτι, σχεδόν αφελές, μα εκεί που σκάει το distortion γίνεται γροθιά στο στομάχι. Ο Ralphs έδειξε ότι δεν χρειάζεσαι «σωρό» από νότες για να φτιάξεις κάτι που θα γεμίσει στάδια. Γράφτηκε  σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου όταν  ήταν περιοδεία με τους Mott the Hoople. Το είχε κρατήσει στο συρτάρι μέχρι να βρει την κατάλληλη μπάντα — που αποδείχθηκε ότι ήταν οι Bad Company.

“Movin’ On” – Bad Company (1974)

Το πιο «γκαζάτο» riff του Ralphs, με boogie αισθητική, θυμίζει  Status Quo και Chuck Berry, αλλά φιλτραρισμένο μέσα από τα πληθωρικά  ’70. Ήταν αγαπημένο τραγούδι για ζωντανά setlists.

“All the Young Dudes” – Mott the Hoople (1972)

Το “All the Young Dudes” ήταν ένα δώρο του Bowie στους Mott the Hoople, αλλά στην πραγματικότητα έγινε κάτι πολύ περισσότερο. Ήταν το τραγούδι που τους ένωσε σαν μπάντα και τους έφερε πιο κοντά, παρά τις διαφορετικές τους μουσικές καταβολές. Είχε αυτή τη glam λάμψη που μπορεί να φαινόταν υπερβολή για μερικούς «straight-forward» rockers σαν τον Mick Ralphs, όμως κατάφερε να τους κολλήσει γύρω από μια κοινή ιδέα — να φτιάξουν έναν ύμνο για μια ολόκληρη γενιά που ήθελε να νιώθει ξεχωριστή. Κι εκεί ο Ralphs, με το cool, ανοιχτό του παίξιμο, έκανε τη διαφορά: έδωσε στο τραγούδι την κιθαριστική απλότητα που χρειαζόταν για να μην χαθεί στην glitter σκόνη.

Ο Mick Ralphs ξαναλέω ότι δεν ήταν  ο τύπος που θα έβλεπες να φιγουράρει σε λίστες με τους πιο «γρήγορους» ή «τεχνικούς» κιθαρίστες. Ήταν όμως αυτός που θα ήθελες να έχεις στη μπάντα σου, γιατί ήξερε πότε να παίξει και πότε  να αφήσει τον ήχο να «αναπνεύσει». Τα riff του έγιναν soundtrack για αμέτρητα roadtrips με μπίρες, με φίλους και εκείνα τα πρώτα καλοκαίρια που ανακάλυπτες τι σημαίνει rock ‘n’ roll.

Άφησε πίσω του τραγούδια που εξακολουθούν να παίζονται παντού, από ραδιόφωνα, bars και στάδια, υπενθυμίζοντάς μας ότι η δύναμη δεν κρύβεται στην υπερβολή. Και κάπως έτσι, με μια κιθάρα και συνεσταλμένο προφίλ στη σκηνή, ο Mick Ralphs έγινε δίκαια κομμάτι της συλλογικής μας μουσικής μνήμης, για πάντα.

Avatar photo
About Βαγγέλης Νασόπουλος 50 Articles
Γεννήθηκε στην Τρίπολη Αρκαδίας την χρονιά που οι Metallica κυκλοφόρησαν το μυθικό ντεμπούτο τους. Σε βρεφική ηλικία κατέστρεψε την βελόνα του πικάπ του γείτονα , ενώ για παιχνίδια είχε τα εξώφυλλα του Iron Fist , του Powerage και Live Evil . Η μεγάλη του αγάπη είναι το ραδιόφωνο. Τα τελευταία 20 χρόνια συντονίζεται από τις 4 στις 5 στο Α πρόγραμμα ραδιοφωνίας ,για να ακούσει την εκπομπή που διαμόρφωσε τα γούστα του. Η μουσική και οι ταινίες , ήταν και θα είναι διέξοδος από την τρέλα της καθημερινότητας. Ευγνωμονεί τα ξαδέρφια και τα αδέρφια του που του κόλλησαν το μικρόβιο της μουσικής . Η μισή του καρδιά βρίσκεται στην Μεσσηνία και άλλη μισή στην Μακεδονία γενέτειρα της αγαπημένης του.