Οι Megadeth των 80’s, λόγω συμπεριφοράς των μελών τους, έμοιαζαν περισσότερο με ανεξέλεγκτη νταλίκα που κινούταν στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, μια μπάντα εκτός ελέγχου. Οι υπερβολικές καταχρήσεις και ο διακαής πόθος του Dave Mustaine για «εκδίκηση» λόγω του διωγμού του από τους Metallica, δημιουργούσαν ένα εκρηκτικό «κοκτέιλ» στις τάξεις της μπάντας. Παρόλα αυτά, ο Mustaine και η παρέα του είχαν ήδη κυκλοφορήσει δύο εξαιρετικά albums.
Η κακή παραγωγή του “Killing Is My Business…And Business Is Good!” δεν στάθηκε ικανή να «θάψει» μερικά από τα «διαμάντια» της δισκογραφίας τους, ενώ το έπος του “Peace Sells…But Who’s Buying?” που ακολούθησε, αποτέλεσε μία από τις κορυφές του 1986, μιας χρονιάς όπου το thrash metal «σάρωσε» τον πλανήτη. Έχοντας λοιπόν δημιουργήσει ένα εξαιρετικά δυνατό status εκείνη την εποχή, οι Megadeth ετοιμάζονται για το 3ο και κομβικό, όπως για πολλές μπάντες, album τους. Παράλληλα όμως βρίσκονται στην άκρη της γέφυρας, έτοιμοι για bungee jumping χωρίς λάστιχο. Ο ντράμερ Gar Samuelson απολύεται λόγω του εθισμού του στην ηρωίνη (φανταστείτε σε τι κατάσταση ήταν η μπάντα), ενώ και ο κιθαρίστας Chris Poland αποχωρεί με τον Mustaine να τον κατηγορεί ότι πουλούσε εξοπλισμό της μπάντας για να αγοράζει ναρκωτικά. Οι δύο εναπομείναντες Dave, δεν υπολείπονται εθισμών καθώς όπως είχε δηλώσει και ο Mustaine παλαιότερα: «επί 5 συναπτά έτη, χαλούσα 500 δολάρια την ημέρα για φρέσκο πράμα».
Με τη μπάντα μισή και με ένα album που έπρεπε να ηχογραφηθεί, οι Megadeth βγαίνουν προς αναζήτηση νέων μελών. Ένα από τα πρώτα ονόματα που ακούστηκαν για τη θέση του ντράμερ ήταν αυτό του Dave Lombardo (!!!) αλλά ο μύθος λέει πως αρνήθηκε λόγω του ότι το «διαιτολόγιο» της μπάντας αποτελούταν από πλήθος ναρκωτικών ουσιών. Τελικά καταφεύγουν στην «εύκολη» λύση του τεχνικού των ντραμς του Samuelson, ονόματι Chuck Behler, γιατί παρόλο που είχε περισσότερα punk στοιχεία στο παίξιμό του, ήξερε ήδη τα τραγούδια των Megadeth και ανταποκρίθηκε άμεσα στις απαιτήσεις της μπάντας. Ωστόσο η θέση του κιθαρίστα αποδείχθηκε πιο περίπλοκη υπόθεση.
Αρχικά στις οντισιόν έλαβε μέρος ένας τύπος, ο Jay Reynolds, ο οποίος έπαιζε σε μια μπάντα από το Los Angeles με το όνομα Malice. Το παίξιμό του δεν εντυπωσίασε τον Mustaine ο οποίος στράφηκε στον δάσκαλο του Reynolds, τον Jeff Young. Αρχικά η εμφάνιση του Young, με τις βερμούδες και το φουντωτό μαλλί δεν ήταν κι ό,τι καλύτερο για την οπτική του mega Dave αλλά αφού κιθαριστικά ήταν κλάσεις ανώτερος του Reynolds, κέρδισε τη θέση δίπλα στον αρχηγό των Megadeth. Ο ίδιος ο Mustaine, με το γνωστό ευγενικό του ύφος είχε δηλώσει: «Κάναμε οντισιόν σε αυτόν τον τύπο αλλά φαινόταν γελοίος. Όμως τον είχε διδάξει ο Jeff Young και σκεφτήκαμε ότι, αντί να χάνουμε τον χρόνο μας με τον Jay, γιατί να μην προσλάβουμε τον Jeff και όχι τη μαϊμού;».
Με το line up να έχει συμπληρωθεί, οι Megadeth μπαίνουν στο στούντιο για να ηχογραφήσουν τον διάδοχο του “Peace Sells…” και τον Mustaine να είναι έτοιμος να ξεπεράσει οτιδήποτε είχε κάνει στο παρελθόν. Για συμπαραγωγό του album επιλέγει τον Paul Lani με τον οποίο είχαν συνεργαστεί και στο προηγούμενο album. Ήταν όμως μια απόφαση η οποία εκ των υστέρων αποδείχθηκε καταστροφική. Με τον Mustaine να «βυθίζεται» ολοένα και περισσότερο στις καταχρήσεις και τον Lani να είναι σε άλλο πλανήτη (σύμφωνα με τον Mustaine, o Lani τάιζε ελάφια έξω από το στούντιο) αντί να ασχολείται με την παραγωγή, το album κατέληξε με τη γνωστή πλέον προβληματική μίξη. Ακόμα κι έτσι όμως, είναι προτιμότερη από τα δύο μεταγενέστερα remasters στα οποία υποβλήθηκε το album. Αλλά και στο line up της μπάντας φαινόταν πως κάτι δεν «κόλλαγε» σωστά. Όπως παραδέχτηκε και ο Dave Eleffson αργότερα: «Ούτε ο Chuck ούτε ο Jeff ταίριαζαν τόσο καλά με εμάς. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι καλοί μουσικοί, απλώς όχι για τους Megadeth. Για εμένα αυτό το album ήταν ένα βήμα προς τα πίσω».
Μέσα σε αυτή τη χάλια κατάσταση θα περίμενε κανείς και οι συνθέσεις του album να ακούγονται το ίδιο χάλια. Το αποτέλεσμα όμως φανερώνει το ακριβώς αντίθετο. Γιατί μέσα στο “So Far, So Good…So What!” υπάρχουν μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά τραγούδια των Megadeth, προϊόν της μουσικής ιδιοφυίας του Dave Mustaine. Το εισαγωγικό instrumental “Into the Lungs Of Hell” δίνει τη θέση του στο εκπληκτικό “Set the World Afire” με τις ανησυχίες του Mustaine για ένα δυστοπικό μέλλον εξαιτίας ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος να παίρνουν σάρκα και οστά. Ουσιαστικά το τραγούδι αυτό γράφτηκε πάνω σε ένα περιτύλιγμα από cupcake (the cupcake song όπως έλεγε αστειευόμενος) όταν ο Mustaine βρισκόταν στο λεωφορείο της επιστροφής μετά το διωγμό του από τους Metallica.
Ο αρχικός του τίτλος ήταν “Megadeth” αλλά αφού αυτό έγινε αργότερα το όνομα της μπάντας, ο τίτλος του άλλαξε σε αυτό που γνωρίζουν όλοι. Όπως και στα δύο προηγούμενα, έτσι και σε αυτό το album υπάρχει η καθιερωμένη διασκευή. Ως λάτρεις των The Sex Pistols, αποφασίζουν να διασκευάσουν το “Anarchy In the U.K.” με τη συμμετοχή μάλιστα του ίδιου του κιθαρίστα Steve Jones ως καλεσμένου. Ο Jones κατέφτασε ζητώντας από τη μπάντα 100 δολάρια και «θηλυκή» περιποίηση, με τη μπάντα να του δίνει 1000 δολάρια και ένα τηλέφωνο για να ικανοποιήσει μόνος του την «όρεξή» του. Όσον αφορά τη διασκευή, ο Mustaine αρχικά ήθελε να ηχογραφήσουν το τραγούδι “Problems” αλλά τελικά προτιμήθηκε το “Anarchy In the U.K.” καθώς ήταν πιο δημοφιλές. Το “Problems” εν τέλει θα ηχογραφηθεί αργότερα και θα μπει στη συλλογή “Hidden Treasures” του 1995 μαζί με άλλους κρυμμένους «θησαυρούς» του συγκροτήματος.
Ένα από τα παραγκωνισμένα (και παρεξηγημένα) διαμάντια του δίσκου είναι και το “Mary Jane”. Ένα τραγούδι για έναν αστικό μύθο απ’ την πόλη που μεγάλωσε ο μπασίστας Dave Ellefson, για μία κοπέλα την Mary Jane Twiliger, η οποία θάφτηκε στο νεκροταφείο Loon Lake στις αρχές της δεκαετίας του 1880. Ορισμένες ιστορίες υποστηρίζουν ότι η Mary Jane, μαζί με δύο άλλα κορίτσια, κατηγορήθηκαν ως μάγισσες και αποκεφαλίστηκαν στην Πετρούπολη της Μινεσότα. Άλλες ιστορίες ισχυρίστηκαν ότι κάηκαν στην πυρά και άλλες ότι θάφτηκαν ζωντανές από τους κατοίκους της πόλης, συμπεριλαμβανομένων των γονιών του ίδιου του θύματος. Η ταφόπλακα της Mary Jane μεταφέρθηκε σε ένα μουσείο στο Lakefield της Μινεσότα για να αποφευχθεί κάποιος βανδαλισμός, ενώ επάνω της έχει χαραγμένη την παρακάτω φράση, η οποία υπάρχει και στους στίχους του τραγουδιού:
“Beware my friends as you pass by
As you are now so once was I
As I am now so you must be
Prepare therefore to follow me”
Αυτό που παραβλέπει αρκετός κόσμος είναι ότι υπάρχουν συνθέσεις όπως τα “502”, “Liar” και “Hook In Mouth” για τα οποία αρκετές μπάντες θα «σκότωναν» για να είναι δικά τους. Τραγούδια που δείχνουν την ακατέργαστη ορμή και ταυτόχρονα τη διαφορετική προσέγγιση που είχε για το thrash metal ο εγκέφαλος του Mustaine. Με το πάντα «ωμό» και ειρωνικό του ύφος μίλησε για την οδήγηση υπό την επήρεια ουσιών (502 είναι ο κωδικός της αστυνομίας για αυτό), αφιέρωσε με πολλή «αγάπη» το “Liar” στον πρώην συνοδοιπόρο του, Chris Poland και τα έβαλε με την νεοσύστατη τότε P.M.R.C. (Parents Music Resource Center) της «γλυκύτατης» Tipper Gore, συζύγου του μετέπειτα αντιπρόεδρου των Ην. Πολιτειών, Al Gore.
Το έτερο εμβληματικό τραγούδι του album (μαζί με το “Anarchy”) και ένα από τα καλύτερα της δισκογραφίας τους είναι το “In My Darkest Hour”. Μία σχεδόν μπαλάντα στα πρότυπα εκείνων που κυκλοφορούσαν οι Metallica και ίσως το πιο προσωπικό τραγούδι του Mustaine μέχρι εκείνη τη στιγμή. Το κομμάτι είναι αφιερωμένο στη μνήμη του εκλιπόντα Cliff Burton, με τον οποίον ο αρχηγός αισθανόταν ίσως την περισσότερη σύνδεση τον καιρό που ήταν στους Metallica. Σε παλαιότερη συνέντευξή του είχε δηλώσει σχετικά με το τραγούδι: «Ξέρεις πώς έμαθα για τον θάνατο του Cliff; Από τη γαμημένη τηλεόραση. Κανείς απ’ όσους ήταν κοντά στη μπάντα (τους Metallica) δεν μπορούσε να πάρει τηλέφωνο και να μου το πει. Αυτό το τραγούδι γράφτηκε την ημέρα που έμαθα ότι πέθανε ο Cliff. Είναι ένα πολύ συγκινητικό τραγούδι για εμένα γιατί εκφράζει πραγματικά πολλά από τα συναισθήματά μου. Ήμουν πραγματικά λυπημένος και νομίζω ότι η μουσική κουβαλά αυτό το συναίσθημα μαζί της».
Τελικά το album θα κυκλοφορήσει στις 19 Ιανουαρίου 1988, ανεβαίνοντας αρκετά ψηλά στα charts αλλά λαμβάνοντας «χλιαρές» κριτικές κυρίως λόγω της παραγωγής του. Πολλοί θεώρησαν ότι με αυτό το δίσκο οι Αμερικανοί έχασαν το momentum που είχε δημιουργηθεί με τα 2 πρώτα τους album όμως η αλήθεια είναι πολλά παραπάνω από αυτή την επιφανειακή προσέγγιση. Το “So Far, So Good…So What!” παρουσιάζει όλη τη μεγαλοπρέπεια των Megadeth εκείνη τη δεδομένη στιγμή παρόλα τα προβλήματα και τη χαοτική κατάσταση που επικρατούσε μέσα στα «σπλάχνα» τους. Παραμένει ακόμη και σήμερα ένας κομβικός, για την πορεία της μπάντας, δίσκος που έχει όμως την ατυχία να βρίσκεται ανάμεσα στις «συμπληγάδες», των “Peace Sells…But Who’s Buying?” και “Rust In Peace”. Ακόμη κι έτσι όμως τα τραγούδια του στέκονται «αυτόφωτα» αντικατοπτρίζοντας απόλυτα εκείνη την περίοδο των Megadeth.
Μέρος αυτού του πνεύματος επιδιώκουν να μας μεταδώσουν οι Dave Ellefson και Jeff Young οι οποίοι ενώνουν τις δυνάμεις τους και περιοδεύουν με τους Kings Of Thrash, παίζοντας τραγούδια από τα τρία πρώτα albums των Megadeth αλλά και επιλεγμένα κομμάτια από το “Youthanasia” που πρόσφατα έκλεισε τα 30 του χρόνια. Οι Kings Of Thrash θα περάσουν και από τα μέρη μας και θα εμφανιστούν (Διαβάστε το Δελτίο Τύπου εδώ) στο Principal Club στη Θεσσαλονίκη την Κυριακή 10 Νοεμβρίου και στο Κύτταρο στην Αθήνα την επομένη (Δευτέρα 11 Νοεμβρίου). Εσύ θα είσαι εκεί;
“The arsenal of Megadeth can’t be rid, they said”