Ο Fred Lincoln “Link” Wray Jr. γεννήθηκε στις 2 Μαΐου 1929, στο Dunn της Βόρειας Καρολίνας, από τον Fred Lincoln Wray Sr. και την Lillian Mae Wray (το γένος Coats). Υπήρξε πρωτοπόρος κιθαρίστας, τραγουδιστής και τραγουδοποιός, ο οποίος έγινε δημοφιλής στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Γεννήθηκε την περίοδο της οικονομικής κρίσης στην Αμερική. Πέρασε πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια, μέσα στη φτώχεια και τις κακουχίες. Ο ίδιος σε συνέντευξή του περιγράφει ότι ζούσε σε πολύ σκληρές συνθήκες, σε καλύβες από λάσπη, χωρίς ρεύμα ή θέρμανση, πήγαινε στο σχολείο ξυπόλητος, μόλις ντυμένος.
Η Ινδιάνικη καταγωγή του (ανήκει στους αυτόχθονες πληθυσμούς της φυλής Shawnee), ήταν ακόμα ένα πρόβλημα. Ο ίδιος αναφέρει ότι η οικογένειά του, βίωσε το ρατσισμό, διακρίσεις και υπήρξαν περίοδοι που έπρεπε να κρύβονται. Ο Wray σε μια συνέντευξη αναφέρει: «Οι αστυνομικοί, ο σερίφης, ο φαρμακοποιός… ανήκαν όλοι στους Κου Κλουξ Κλαν. Έβαζαν τις μάσκες τους και αν έκανες κάτι, σε έδεναν σε ένα δέντρο και σε μαστίγωναν ή σε σκότωναν».
Ο Wray είχε δύο αδέρφια, τον Vernon (5 χρόνια μεγαλύτερος) ο οποίος απεβίωσε στις 26 Μαρτίου 1979 και τον Doug (4 χρόνια μικρότερος) ο οποίος απεβίωσε στις 29 Απριλίου 1984. Υπηρέτησε στις ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Κορέας (1950–53). Νοσηλεύτηκε για ένα χρόνο, καθώς προσβλήθηκε από φυματίωση. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο νοσοκομείο, υποβλήθηκε σε αφαίρεση πνεύμονα και οι γιατροί τον ενημέρωσαν πως δεν θα μπορούσε ποτέ να τραγουδήσει ξανά.
Το 1958 κυκλοφόρησε από την Cadence Records, το πρώτο του single με τίτλο: “Link Wray & the Wraymen: Rumble”. Πρόκειται για ένα instrumental κομμάτι με πολύ «βαρύ» ήχο για εκείνη την εποχή. Θεωρείται το πρώτο καταγεγραμμένο τραγούδι στην ιστορία της rock μουσικής, που μύησε το πλήθος στον fuzz ήχο. Ο Link Wray είναι ο πρώτος κιθαρίστας που χρησιμοποίησε τρέμολο για την αυξομείωση της έντασης του ήχου (powerchord), δημιουργώντας «παραμόρφωση» στον ήχο της ηλεκτρικής. Σε μια εποχή, που όλοι οι υπόλοιποι καλλιτέχνες έγραφαν ήρεμα τραγουδάκια και εμπορικές επιτυχίες, ο Wray δημιούργησε τον δικό του ήχο.
Το δισκάκι είχε μεγάλη επιτυχία, καθώς έφτασε στο top 20 στις ΗΠΑ. Τεράστια επιτυχία θα έλεγα, αν σκεφτεί κανείς ότι ήταν ένα ορχηστρικό κομμάτι (χωρίς στίχους δηλαδή), το οποίο απαγορεύτηκε στους ραδιοφωνικούς σταθμούς των ΗΠΑ. Ο λόγος; Κάποιοι «επιστήμονες» σκέφτηκαν ότι θα υποκινούσε τη βία και την εφηβική παραβατικότητα. Επιπλέον, σκέφτηκαν ότι στην αργκό, η λέξη “rumble” παραπέμπει σε μπελάδες και συμπλοκές.
Κατά τη διάρκεια της καριέρας του, κυκλοφόρησε πολλά δισκάκια 45 στροφών, με μεγάλες δισκογραφικές εταιρίες όπως οι Epic και Swan. Οι ηχογραφήσεις του Wray της δεκαετίας του 1950 αφορούν στο rock ‘n’ roll και στο rockabilly. Στη δεκαετία του 1960 έπαιξε swamp rock με surf επιρροές, και country. Τα παρακάτω κομμάτια που ερμήνευσε, αφιερώθηκαν στους αυτόχθονες πληθυσμούς: “Shawnee”, “Apache” και “Comanche”. Απογοητευμένος από τη μουσική βιομηχανία προχώρησε σε ιδιωτικές ηχογραφήσεις, όπως το ομώνυμο LP με τίτλο: “Link Wray” (1971). Στην παραγωγή του δίσκου ήταν ο αδερφός του Vernon.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, στο Σαν Φρανσίσκο, γνώρισε τον κιθαρίστα John Cipollina των “Quicksilver Messenger Service” και τον James “Hutch” Hutchinson (bass). Στους τρεις μουσικούς προστέθηκε ο David Weber (τύμπανα). Το συγκρότημα πραγματοποίησε ζωντανές εμφανίσεις στο Whisky-a-Go-Go στο Λος Άντζελες το Μάιο του 1974. Στη συνέχεια, πραγματοποίησε πολλές ζωντανές εμφανίσεις και ραδιοφωνικές εκπομπές στο Bay Area. Συνεργάστηκε και ηχογράφησε δύο rock ‘n’ roll / rockabilly άλμπουμ με τον Robert Gordon (“Robert Gordon with Link Wray”, 1977 και το “Fresh Fish Special”, 1977). Ενώ από τη δεκαετία του 1980 έως σήμερα, σημειώθηκε μεγάλος αριθμός επανεκδόσεων καθώς και νέο υλικό. Το 1994 έπαιξε κιθάρα σε τέσσερα (2,6,8 & 9) τραγούδια στο άλμπουμ “Chatterton” του Γάλλου rocker, Alain Bashung. Ενώ κυκλοφόρησε και δύο ακόμα άλμπουμ: “Shadowman” (1997) και “Barbed Wire” (2000).
Ο Link Wray επηρέασε ένα ευρύ φάσμα καλλιτεχνών, από την punk, garage, rockabilly, rock ‘n’ roll, hard rock και heavy metal μουσική σκηνή. Γι’ αυτόν έχουν μιλήσει τεράστιοι μουσικοί. O Bob Dylan με τον Eric Clapton, στο κομμάτι “Sign Language” του ομώνυμου δίσκου (1975), αναφέρονται στον Wray με τους παρακάτω στίχους:
“Link Wray was playing on a jukebox, I was paying
For the words I was saying, so misunderstood
He didn’ t do me no good….”
Κορυφαίοι μουσικοί όπως οι: Pete Townshend, Neil Young, Bruce Springsteen, Bob Dylan και άλλοι, έχουν δηλώσει κατά καιρούς ότι εμπνεύστηκαν από τον τρόπο που έπαιζε κιθάρα ο Wray. Ο Jimmy Page (Led Zeppelin) στο ντοκιμαντέρ “It Might Get Loud”, αναφέρει ότι ο Wray ήταν σημαντική επιρροή γι’ αυτόν στην αρχή της καριέρας του. Επίσης, περιγράφει τον Wray ως «αληθινό επαναστάτη» της μουσικής.
Ο τεράστιος Jeff Beck είχε πει: «….με θυμάμαι στην ηλικία των 16 να χοροπηδάω στην κρεβατοκάμαρά μου, παίζοντας «κιθάρα στον αέρα» (air guitar), παριστάνοντας τον Link» (!!!!). Ο Pete Townshend (The Who) είχε δηλώσει στο περιοδικό Rolling Stone το εξής: «Aν δεν υπήρχε το “Rumble” του Link, δεν θα είχα πιάσει ποτέ κιθάρα στα χέρια μου». Επιπλέον, υπάρχουν πολλές cult ταινίες των ‘80 και ‘90 (για παράδειγμα “Pulp Fiction”, “Pink Flamingos” κλπ), οι οποίες έχουν μουσική υπόκρουση πολλά κομμάτια του Link Wray.
Ο Wray απέκτησε οκτώ παιδιά από τους πρώτους τρεις γάμους του. Στις αρχές του 1980, ο Wray μετακόμισε στη Δανία και παντρεύτηκε την Olive Povlsen, η οποία έγινε και μάνατζέρ του. Στις 5/11/2005 απεβίωσε στην οικία του στην Κοπεγχάγη, από καρδιακή προσβολή σε ηλικία 76 ετών. Τόσο ο Dylan όσο και ο Bruce Springsteen, έπαιξαν σε ζωντανές εμφανίσεις τους τη μελωδία του “Rumble” ως φόρο τιμής για την προσφορά του.
Το περιοδικό Rolling Stone, σε άρθρο για την αναγγελία του θανάτου του, αναφέρει τα εξής: «Μπορεί ως άνθρωπος να έζησε αθόρυβα, αλλά αυτό που έμεινε από τη ζωή του ήταν η ενθουσιώδης αφοσίωσή του στην ένταση της μουσικής». Το ίδιο περιοδικό τον κατέταξε στην θέση No 45 με τους 100 καλύτερους κιθαρίστες όλων των εποχών.
To 2017 (αν δεν κάνω λάθος) η κόρη του Beth, ξεκίνησε μια προσπάθεια υποστήριξης της υποψηφιότητάς του για να ενταχθεί στο Hall of Fame, με αρνητικό αποτέλεσμα. Ο frontman των Black Keys, Dan Auerbach, συμμετείχε στην προσπάθεια δηλώνοντας χαρακτηριστικά: «Σε κάθε μεγάλη αρχή στην τέχνη, πρέπει να υπάρχουν οραματιστές. Κανένας μας δε θα βρισκόταν εδώ αν δεν υπήρχε ο Link».
Την επόμενη χρονιά, ο Joe Walsh (κιθαρίστας των Eagles και των James Gang), δήλωσε: «Υπήρχε ένας τύπος που πέρσι δεν τα κατάφερε και που λεγόταν Link Wray. Στη δεκαετία του ’50 έγραψε το “Rumble” και όλοι εμείς οι κιθαρίστες θέλαμε να γίνουμε ο Link Wray. Και δεν τα κατάφερε επειδή είναι παντελώς άγνωστος».
Η “Easy Eye Sound” κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 2018 ένα single 45 στροφών με δύο κομμάτια που ανακαλύφθηκαν πρόσφατα (“Son of Rumble” και το “Whole Lotta Talking”). Το “Son of Rumble” κυκλοφόρησε από τον Dan Auerbach (The Black Keys),ο οποίος όταν ρωτήθηκε για το πώς «ήρθε στα χέρια του», εξήγησε:
«Σε μια παλαιότερη συνέντευξή μου ανέφερα ότι μου φαίνεται τρελό πως ο συγκεκριμένος μουσικός δεν έχει μπει στο Rock & Roll Hall of Fame. Η οικογένειά του διάβασε τη δήλωσή μου και ήρθε σε επαφή μαζί μου. Το “Son of Rumble”, μου το εμπιστεύτηκαν».
Η εταιρία κυκλοφόρησε το 2019 ακόμα ένα 45άρι με ακυκλοφόρητο υλικό. Πρόκειται για το “Vernon’s Diamond” (ηχογραφήθηκε το 1958-59 και είναι μια πρώιμη εκδοχή του “Ace of Spades”) και το “My brother, Myson” (B-Side).
Επίσης, υπάρχει στο Netflix το ντοκιμαντέρ με τίτλο: “Rumble: The Indians Who Rocked The World” (2017).
Τελικά, τον προηγούμενο μήνα (3/5/2023), δεκαοκτώ χρόνια μετά το θάνατό του, είδε από ψηλά τη βράβευσή του με το “Musical Influence Award 2023” και την είσοδό του στο Hall of Fame.
Ήταν δίκαιο… και έγινε πράξη!
Δισκογραφία (Albums & Singles, συνοπτικά):
“Rumble” (1958)
“Raw-Hide”, “Comanche”, “Slinky” (1959)
“Link Wray & The Wraymen” (1960)
“El Toro”, “Jack The Ripper” (1961)
“Week End”, “Run Chicken Run” (1963)
“Ace Of Spades”, “I’m Branded” (1965)
“Batman Theme” (1966)
“Link Wray” (1971)
“Beans And Fatback” (1973)
“Be What You Want To” (1973)
“Red Hot” (with Robert Gordon), “Robert Gordon with Link Wray” (1977)
“It’s All Over Now, Baby Blue”, “Bullshot” (1979)
“Shadowman” (1997)
Κείμενο: Κώστας Νασόπουλος