
Τα φώτα ενός μυθολογικού ιπτάμενου παλατιού (“Vimana”) που ξεπήδησε μέσα από τα ινδουιστικά κείμενα και τα σανσκριτικά ποιήματα, “ανάβουν” τρεις μουσικοί από διαφορετικές περιοχές του πλανήτη, για να παρουσιάσουν την πρώτη τους δουλειά με τίτλο “Neopolis”. O Ricardo Confronti (“Void of Silence”) από την Ιταλία στα ντραμς και τα synths, ο Jeremy Lewis (“Mesmur” και “Pantheist”) από τις ΗΠΑ στις κιθάρες και το μπάσο και ο δραστήριος Deha (“Slow” και “Cult of Erinyes” μεταξύ πολλών άλλων) από το Βέλγιο στα φωνητικά, αποτελούν την βασική σύνθεση της μπάντας.
Πάντα οι λεπτομέρειες σε ένα ντεμπούτο παίζουν σημαντικό ρόλο, καθώς συχνά φωτίζουν πτυχές που καθορίζουν το ύφος που παγιώνεται σε βάθος χρόνου και διαμορφώνουν τον χαρακτήρα του εκάστοτε καλλιτέχνη. Η πρώτη εικόνα, ενός φωτεινού φάρου σε ένα ψυχοπλακωτικό και απρόσωπο αστικό περιβάλλον στο εξώφυλλο, προϊδεάζει για το πλαίσιο που θα κινηθεί το “Neopolis”. Η αίσθηση του τοπίου όπου η φωτεινή ελπίδα “ματαιώνεται” από μια βαριά σκοτεινή ομίχλη, αντανακλάται ευθαρσώς και στο μουσικό περιεχόμενο.
Με γερές δόσεις από doom προσλαμβάνουσες περισσότερο της My Dying Bride σχολής κι “ενέσεις” της progressive οπτικής των Porcupine Tree, μεταξύ ποικίλων επιδράσεων από παρεμφερείς χώρους, χτίζουν εγγυημένα το δικό τους προσωπικό μελαγχολικό κόσμο. Από το ξεκίνημα (“Nowhere”) ξεχωρίζει μια διάχυτη κινηματογραφική ηχητική ταπετσαρία που φέρνει στο νου Hans Zimmer (μετακινείται ελάχιστα στα 48 λεπτά του album) και πάνω σε αυτήν τη βάση θεμελιώνεται αργά κι επώδυνα το μακρόσυρτο 14 λεπτών άσμα. Κάθε μελωδία σαν περιστασιακή λάμψη σε ένα βαθύ ασάλευτο σκοτάδι φαντάζει αδύναμη, αλλά αναμειγνύεται αρμονικά και συμπορεύεται με την βαριά ατμόσφαιρα που απλώνεται σταδιακά και κυριαρχεί μετρημένα. Τα δραστικά ambient synths φέρουν την κύρια ευθύνη γι αυτό το κλίμα, οι “συναισθηματικές” κιθάρες οδηγούν την μελωδική πορεία, ενώ τα φωνητικά είναι πότε καθαρά και πότε οργισμένα με ακμαία growls, σε μια πάλη που δεν φαίνεται να έχει αίσια έκβαση.
Το “Endure” συνεχίζει στο ίδιο ασάλευτο tempo, καθώς τα πλήκτρα υφαίνουν τον στοιχειωτικό ιστό που κυκλώνει τα πάντα με έντονες gothic (Paradise Lost) πινελιές. Τα αιθέρια γυναικεία φωνητικά της Nicole Fiameni (“Eurynome”), παρεμβάλλονται περισσότερο για να εντείνουν το δράμα προσθέτοντας ένα επιπλέον ζοφερό χρώμα, καθώς οι φωνές απόγνωσης του Deha ολοκληρώνουν το “έργο”. Κι εδώ δίνεται η αίσθηση ότι ο πρόσκαιρη αισιόδοξη τροπή γρήγορα ακυρώνεται, πριν καταφέρει να ριζώσει, από τις αδυσώπητες ορέξεις του σκοταδιού. Το “Real” είναι το τρίτο συνεχόμενο μεγάλης διάρκειας κομμάτι που ξεκινά με απόκοσμους ήχους από το υπερπέραν, πριν τους διακόψει μια σφριγηλή φωνή που ασφυκτιά και ψάχνει διέξοδο, ενώ ακατάπαυστα εξωτερικεύει ψυχικά εφιαλτικά “απωθημένα”. Συχνά νιώθεις να παρασέρνεσαι χωρίς να μπορείς να αντιδράσεις σε μια αργή αλλά καταπιεστική ροή και οι εκρήξεις σαν και αυτές στο τέλος του κομματιού με τα βαριά riff, συνοδείας διαπεραστικών synths και σπαρακτικών φωνητικών μεγεθύνουν την τραγωδία.
Το ομώνυμο κομμάτι (“Neopolis”) και το μικρότερο σε διάρκεια του album, ένα instrumental ηγεμονικό ατμοσφαιρικό διάλειμμα, με πληθώρα ηχητικών εφέ από άλλες διαστάσεις κι εμφατικά τύμπανα, που προβάλλει το δυστοπικό περιβάλλον και λειτουργεί γεφυρωτικά με τον επίλογο που γράφεται με το “Remember Me”. Η “εις Άδου κάθοδος” προχωρά για να περάσει από τα πιο θερμά στρώματα και να καταλήξει στα πιο παγερά, με απέραντο πόνο πριν την τελική κατάρρευση. Η αλληλεπίδραση καθαρών φωνητικών και γρυλισμάτων ακολουθείται με συνέπεια, όπως και τα ογκώδη riff που εξωτερικεύουν διαθέσεις πριν παραδοθούν στις παραγωγικές εμπνεύσεις των synths, που ντύνουν όλο το καταθλιπτικό σκηνικό με τα πιο μελανά χρώματα και δεν αφήνουν χαραμάδες αμφιβολίας στην τελική εικόνα.
Οι “Lights of Vimana” δεν είναι ένα ακόμη σχήμα που επιχειρεί να συνδέσει διαφορετικές επιρροές και να πειραματιστεί με τις ετερόκλητες οπτικές των μελών του. Αντίθετα σκάβει με σαφήνεια στα απώτερα βάθη του doom , εξελίσσοντάς το με “προοδευτικά” εργαλεία για να αποτυπώσει με εκφραστική δεινότητα δυσοίωνες πλευρές του εσωτερικού κι εξωτερικού κόσμου. Η μεθοδική ποιοτική προσέγγιση στα σκοτεινά χνάρια του είδους, προσφέρει ένα εξαιρετικά διακοσμημένο και περίτεχνο πόνημα, που θα λατρέψουν αβίαστα οι πιο αυθόρμητοι ακροατές του.
Είδος: Doom/Progressive Metal
Δισκογραφική Εταιρεία: Dusktone
Ημερομηνία Κυκλοφορίας: 13 Ιουνίου 2025