KINGS OF LEON: “Can We Please Have Fun”

ALBUM

Τέλος καλοκαιριού του 2003, από το cd player του αυτοκινήτου ακούγεται μια garage rock μελωδία με τρελούς στίχους, “And I said nah nah hey hey Another dirty bird ain’t givin’ out a taste In the black of the night till the red morning light “. Δυο καλοί φίλοι μου, κουβάλησαν στις αποσκευές τους, ένα album που τότε μου φάνηκε πολύ φρέσκο και δυνατό. Περισσότερο από είκοσι χρόνια αργότερα το ενδιαφέρον για την μπάντα, που άκουσα για πρώτη φορά εκείνο το απόγευμα, παραμένει αμείωτο.

Για τους Kings of Leon όλο το concept είναι οικογενειακή υπόθεση, ακόμα και το όνομα τους το πήραν από τον παππού τους. Τρία αδέρφια και ο ξάδερφος τους με το ίδιο επώνυμο “Followill” κλείστηκαν το 1999 σε ένα υπόγειο γκαράζ. Έως το 2003 κατάφεραν να έχουν κριτική αποδοχή από μουσικά έντυπα της εποχής και συμβόλαιο με την RCA.

Εννέα album αργότερα απομακρύνονται από την εταιρεία που έκαναν τις μεγάλες επιτυχίες, με μεγαλύτερη αυτήν που πέτυχαν το 2008 με το “Only by the night”. Η διαρκής ζήτηση από το περιβάλλον των συνεργατών τους για ανάλογα επιτεύγματα στα charts και στις πωλήσεις, φάνηκε να «υπαγορεύει» τις επόμενες τέσσερις κυκλοφορίες, σε σημείο που το κουαρτέτο του Τενεσί έφτασε στα όρια του. Στη LoveTap records ανοίχτηκε επιτέλους η πόρτα για ανασύσταση χωρίς τις ανάλογες πιέσεις και αυτό φάνηκε από την πρώτη στιγμή.

Ο τίτλος “Can we please have fun”, είναι ηχηρή δήλωση της μπάντας προς την μουσική βιομηχανία, ότι υπάρχει ανάγκη από τους ίδιους να το διασκεδάσουν επιτέλους. Ήταν «επιτακτικό αίτημα» από τον frontman Caleb Followill για στροφή προς τη δημιουργία μουσικής που θα τους έκανε «χαρούμενους» Φαίνεται ότι τα κατάφεραν μια χαρά. Έχοντας την απόλυτη ελευθερία από τη νέα δισκογραφική τους, μπήκαν στο στούντιο Dark Horse του Nashville, με τον Kid Harpoon να αναλαμβάνει την παραγωγή, γνωστός για την συνεργασία του με τον Harry Styles και τη Maggie Rogers. Στο κοινό συστήθηκαν ξανά με τρία πολύ δυνατά single “Mustang”, “Split Screen”, “Nothing to Do” που είναι και οι καλύτερες στιγμές του δίσκου. Οι Pixies, oι Velvet Underground είναι παρόντες στις επιρροές χωρίς να αντιγράφονται βέβαια. Ο “ακατέργαστος” ήχος αυτών των συγκροτημάτων συνδυάζεται στην εντέλεια με τα βρώμικα riffs της πρώιμης περιόδου του group. Έτσι σήμερα πετυχαίνουν περίτεχνα να διοχετεύσουν, την ίδια φλογερή ενέργεια που παρά τρίχα κόντεψε να τους κλέψει, η διεθνής αναγνωρισημότητα, την προηγούμενη δεκαετία.

Αναμενόμενα τα fillers και οι βαρετές στιγμές με ανέμπνευστες μπαλάντες όπως τα “Ease Me On” και το “Don’t Stop The Bleeding” που ευτυχώς έχουν σχεδόν μηδενικό αντίκτυπο στην όλη προσπάθεια. Όπως και να ´χει οι Kings of Leon ενώ επιδιώκουν τη «διασκέδαση» όπως δηλώνουν, στην πραγματικότητα διαισθάνομαι ότι αποζητούν τη μελλοντική rock μετενσάρκωση. Σε αυτό, κατά την άποψη μου, από δω και στο εξής, θα παίξει σημαντικό ρόλο ο παραγωγός του συγκροτήματος.

Ο τύπος με το «περίεργο» όνομα Kid Harpoon προσθέτει στις νέες ηχογραφήσεις λάμψη γεμάτη αυτοπεποίθηση, χωρίς να υπάρχει υπερβολική πίεση για στροφή προς το μοντερνισμό. Η επόμενη κυκλοφορία υπό τη σκεπή νέας δισκογραφικής και παραγωγού δείχνει ότι θα καθορίσει το μέλλον του συγκροτήματος.

Είδος: Alternative/Indie Rock
Δισκογραφική: Love Tap. Capitol
Ημερομηνία Κυκλοφορίας: 10 Μαΐου 2024

Facebook
Instagram

Avatar photo
About Βαγγέλης Νασόπουλος 27 Articles
Γεννήθηκε στην Τρίπολη Αρκαδίας την χρονιά που οι Metallica κυκλοφόρησαν το μυθικό ντεμπούτο τους. Σε βρεφική ηλικία κατέστρεψε την βελόνα του πικάπ του γείτονα , ενώ για παιχνίδια είχε τα εξώφυλλα του Iron Fist , του Powerage και Live Evil . Η μεγάλη του αγάπη είναι το ραδιόφωνο. Τα τελευταία 20 χρόνια συντονίζεται από τις 4 στις 5 στο Α πρόγραμμα ραδιοφωνίας ,για να ακούσει την εκπομπή που διαμόρφωσε τα γούστα του. Η μουσική και οι ταινίες , ήταν και θα είναι διέξοδος από την τρέλα της καθημερινότητας. Ευγνωμονεί τα ξαδέρφια και τα αδέρφια του που του κόλλησαν το μικρόβιο της μουσικής . Η μισή του καρδιά βρίσκεται στην Μεσσηνία και άλλη μισή στην Μακεδονία γενέτειρα της αγαπημένης του.