JESTER’S MARCH

TRIBUTE

Κάθε εποχή έχει το δικό της νεκροταφείο συγκροτημάτων. Οι λόγοι ποικίλλουν, αυτοί όμως που πρωταγωνιστούν έχουν να κάνουν με εκείνα τα πελώρια εφήμερα μουσικά ρεύματα που υψώνονται αυτάρεσκα σαν τεράστια δέλεαρ νεαρών σέρφερ στο παραθαλάσσιο χωριό Ναζαρέ της Λισσαβόνας. Υπερβολική δόση περιφρόνησης, ακραίες ενδείξεις ψυχικής κόπωσης από τη αδιαφορία, έμελλε να χαντακώσουν αρκετούς φερέλπιδες νεαρούς μουσικούς τότε, πίσω στα παράξενα και ταραχώδη 90’s.

Οι Γερμανοί Jester’s March ξεκίνησαν κάπου το 1988, και ιδρύθηκαν από τον κιθαρίστα Pierre Danielczyk, τον μπασίστα Martin Hirsch και τον ντράμερ Oliver Schütrumpf. Μέσα σε μια εβδομάδα, ο κιθαρίστας Ingo Brusehaber και ο τραγουδιστής Michael “Major” Knoblich (πρώτος τραγουδιστής των Scanner)  εντάχθηκαν και ολοκλήρωσαν το line-up. Στη συνέχεια, το συγκρότημα ηχογράφησε το πρώτο του demo με τον τίτλο “Audience to the King”, το οποίο περιείχε έξι τραγούδια, είχε διάρκεια 25 λεπτά, και κυκλοφόρησε το 1989.

Τον Φεβρουάριο του 1990, οι Brusehaber και Knoblich αποχώρησαν ξανά από το συγκρότημα. Ο Knoblich είχε κάνει μια απόπειρα να μετατοπίσει τη μουσική τους κατεύθυνση προς το speed metal, κάτι που προκάλεσε την απομάκρυνσή του. Το ίδιο συνέβη και με το Brusehaber. Τα αδέρφια Olaf (φωνητικά) και Michael Bilic (κιθάρα) ήρθαν και συμπλήρωσαν τα κενά. Με την κυκλοφορία ενός δεύτερου demo τον Μάιο του 1990, το οποίο περιείχε τρία τραγούδια, το συγκρότημα κατάφερε να υπογράψει συμβόλαιο με την Steamhammer/SPV.

 Με παραγωγό τον κιθαρίστα των Risk, Heinz Mikus, το συγκρότημα πήγε στο στούντιο για να ηχογραφήσει το άλμπουμ “Beyond”, το οποίο κυκλοφόρησε στις 25 Φεβρουαρίου 1991. Σημαντικές παράλληλες δεσμεύσεις και υποχρεώσεις, όπως οι καθημερινές δουλειές τους, η επαγγελματική κατάρτιση, οι κοινωνικές υπηρεσίες ή οι σπουδές δεν άφησαν πολύ χρόνο για συντονισμό και επεξεργασία στο τελικό αποτέλεσμα, το άλμπουμ κατάφερε να αποσπάσει  θετικές κριτικές. Το συγκρότημα το ίδιο ήταν επίσης πολύ ικανοποιημένο με τις 8.000 πωλήσεις. Η παράξενη γοητεία του “Beyond” που το διατηρεί ζωντανό στις μνήμες των ακροατών εκείνης της εποχής είναι η ενδιαφέρουσα σύμπραξη μεταξύ της πιο ωμής και thrash προσέγγισης του πρώτου demo με την μελωδική προοδευτική εξέλιξη του γκρουπ. Αυτή η συναρπαστική μονομαχία στις μεταστροφές του δίσκου παρουσιάζει μια μπάντα που άμεσα κέρδισε ποίκιλλες αναφορές. Από τη μια ο θαυμασμός του Olaf Bilic για τον Tate ( χωρίς να είναι η ευκολότερη αποστολή να τον διοχετεύσει στο υλικό τους), από την άλλη η πρωτόλεια προσέγγιση σε πιο tech thrash ακρωτήρια, έκανε τους μουσικούς γραφιάδες να ανοίξουν μια ευρεία λίστα με ονόματα, στην απόπειρα να προσεγγίσουν και να περιγράψουν το υλικό του “Beyond”: Queensryche και Fates Warning, Watchtower, Toxic και VoiVod άφηναν σημάδια σε ένα άλμπουμ που κατάφερε να φιλοξενήσει τη σοφιστικέ μελαγχολία του prog metal της εποχής μαζί με τη δύναμη, την οργή και την αμεσότητα απαιτητικού thrash και speed/power metal. Εκείνο το ακατέργαστο χαρμάνι λυρισμού και δύναμης άφησε τόσες γενναίες υποσχέσεις. Οι στίχοι βασίστηκαν σε προσωπικές εμπειρίες του Bilic ή σε επίκαιρα θέματα από τον ημερήσιο τύπο. O γελωτοποιός στο εξώφυλλο ήταν άλλος ένας απαραίτητος κρίκος στις επιταγές εκείνης της εποχής.

 Ακολούθησε μια περιοδεία με τους Heaven’s Gate, η οποία έπρεπε να σταματήσει πρόωρα και άδοξα επειδή ο Michael Bilic μώλωπες το πλευρό του και έσπασε τον θώρακά του όταν έπεσε από τη σκηνή ύψους περίπου ενάμιση μέτρου στη διάρκεια μιας εμφάνισης στο Kehl. Λίγο αργότερα, ο κιθαρίστας Danielzyk αποφάσισε να αποχωρήσει από το συγκρότημα, μετά οι εναπομείναντες μουσικοί κατέληξαν να συνεχίσουν σαν κουαρτέτο.

Το δεύτερο άλμπουμ, με τον τίτλο “Acts”, ήρθε τον Απρίλιο του 1992. Τον Μάιο, ο Schütrumpf χώρισε με τους συναδέλφους του και αντικαταστάθηκε από τον Dominik Sapia. Ήταν μάλλον έκδηλο πως η απογοήτευση ήταν πολύ ισχυρή στις τάξεις τους, έτσι το συγκρότημα ανακοίνωσε τη διάλυσή του στο τέλος του 1992. Στο μεταξύ είχαν προλάβει να σφραγίσουν τη δική τους εξέλιξη με ένα δίσκο που συχνά μένει στη σκιά του “Beyond” μάλλον άδικα. Οι νεαροί Γερμανοί ήταν πάνω από όλα έξυπνοι ακροατές και αφουγκράζονταν σωστά και λειτουργικά όσα συνέβαιναν στην απέναντι πλευρά του ωκεανού στο χώρο αυτό. Το “Acts” είναι ένα κομψό, έξυπνο έργο, σαφώς πιο ομαλό και άμεσο από τον προκάτοχό του, αλλά οι λεπτομέρειες στη δουλειά στην κιθάρα, όπως και οι δομές των τραγουδιών αναδεικνύουν μια μπάντα που ωριμάζει, εξελίσσεται, γράφει έξυπνα στο πνεύμα της εποχής (πάντα για το είδος της) και δεν χάνει την κοντινή της επαφή με το συναίσθημα και έναν συμπαθητικό ουμανισμό που διέτρεχε τη μουσική της.

 Και αν η επόμενη σελίδα τους μύριζε εκσυγχρονισμό, και συντονισμό με τις παγκόσμιες προοδευτικές δυνάμεις, είχαμε για άλλη μια φορά να κάνουμε με μια περίπτωση που όλα αυτά δεν ήταν αρκετά να διασφαλίσουν ισορροπία, πίστη, δύναμη και τελικά συνέχεια. Το συγκινητικό φινάλε του “Acts” με το αυτοβιογραφικό “Leaving”, μια πανέμορφη ωδή του Bilic στη νιότη που φεύγει, μαζί με όλα όσα παίρνει μαζί της, σφραγίζει ποιητικά και ιδανικά τη βραχύβια διαδρομή τους.

Ο Olaf Bilic μαζί με τον μπασίστα Martin Hirsch θα επιμείνουν λίγο παραπάνω με το επόμενο μουσικό τους όχημα που είχε το όνομα House of Spirits. Δεν θα καταφέρουν και εκεί να σπάσουν το καταραμένο φράγμα των δυο άλμπουμ και θα αφήσουν πίσω τους το καταπληκτικό “Turn of the Tide” του 1994, και το πολύ καλό αλλά σαφώς κατώτερο “Psychosphere” του 1999, δυο ισχυρές ενδείξεις υποψίας για την πιθανή συνέχεια των Jester’s March. O Bilic ηχογράφησε ένα άλμπουμ και με τους Falcon, το “Chartscraper” του 1996.

Η σύντομη περιπέτεια των Jester’s March άφησε το ταλέντο, την ευαισθησία, τον αυθορμητισμό τους σε δυο έργα που αποτελούν σημαντικά αποτυπώματα μιας εποχής. Ακόμα και κόντρα σε αυτή την άδικη αίσθηση του ανολοκλήρωτου, ο ηττημένος, χαρισματικός διεθνισμός τους έχει πολλές σπουδαίες λεπτομέρειες, από εκείνες που αγαπούν τόσο οι ακούραστοι σκαπανείς του άγνωστου.

“I’m looking back and see 10 years have gone

Nothing’s happened and nothing’s done

A few more scares is all I have at last”.

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 1159 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.