Το “Trespass” είναι το δεύτερο στούντιο άλμπουμ του αγγλικού progressive rock συγκροτήματος Genesis. Κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1970 στη Charisma Records και είναι το τελευταίο τους άλμπουμ με τον αρχικό κιθαρίστα Anthony Phillips και το μοναδικό τους με τον ντράμερ John Mayhew.
Τον Αύγουστο του 1969, οι Genesis αποφάσισan να μετατραπούν σε ένα αμιγώς επαγγελματικό συγκρότημα. Οι ιδρυτές – ο κιθαρίστας Anthony Phillips, ο μπασίστας Mike Rutherford, ο τραγουδιστής και φλαουτίστας Peter Gabriel και ο keyboardist Tony Banks – πλαισιώθηκαν από τον ντράμερ John Silver. Έληξαν τη συνεργασία τους με τον παραγωγό Jonathan King και αποφάσισαν να γράψουν πιο περίπλοκο υλικό από την απλή pop που υπερίσχυσε στο πρώτο τους άλμπουμ “From Genesis to Revelation”.
Ο Gabriel θυμάται ότι το γκρουπ ήθελε να εξερευνήσει και να αναμίξει μουσικά στυλ. Το συγκρότημα αγόρασε νέο εξοπλισμό, μεταξύ των οποίων ένα μπάσο και ένα όργανο Hammond, και ηχογράφησε τραγούδια στα Regent Studios για ένα demo, συμπεριλαμβανομένων των “White Mountain” και “Family” (που έγινε “Dusk”). Στη συνέχεια ο Silver έφυγε για σπουδές στις ΗΠΑ.
Τον Σεπτέμβριο, οι Genesis έπαιξαν τις πρώτες τους ζωντανές εμφανίσεις σαν επαγγελματικό συγκρότημα, περιοδεύοντας στα τοπικά κλαμπ και τα πανεπιστήμια, με τον νέο ντράμερ John Mayhew. Ο Mayhew, ο παλαιότερος και πιο έμπειρος μουσικός, προερχόταν από διαφορετικό υπόβαθρο από το υπόλοιπο συγκρότημα. Ο Phillips θυμόταν ότι, παρά τις προσπάθειές τους να τον κάνουν να νιώσει άνετα, ο ντράμερ δεν ήταν σίγουρος για το παίξιμό του. Στις αρχές του 1970, εξασφάλισαν διαμονή έξι εβδομάδων στο τζαζ κλαμπ του Ronnie Scott στο Soho του Λονδίνου, κατά τη διάρκεια της οποίας τους εντόπισε ο παραγωγός της Charisma Records, John Anthony. Έπεισε το αφεντικό της εταιρείας, Tony Stratton-Smith να τους υπογράψει. Το συγκρότημα ήθελε να εξελιχθεί από το παλαιότερο στυλ του που προσανατολιζόταν στην pop και να γράψει τραγούδια που δεν έμοιαζαν με κανένα άλλο συγκρότημα εκείνη την εποχή. Ο Rutherford είπε αργότερα ότι οι ζωντανές εμφανίσεις ήταν “σκληρές, αλλά ένας καλός τρόπος για να δώσεις φόρμα στη μουσική “. Δύο τραγούδια που κατέληξαν στο νέο άλμπουμ, τα “Looking for Someone” και “Stagnation”, ηχογραφήθηκαν για μια εμφάνιση στο BBC τον Φεβρουάριο του 1970.
Τον Ιούνιο του 1970, αποσύρθηκαν στα Trident Studios στο Λονδίνο για να ηχογραφήσουν το δίσκο. Ο Antony τους πλαισίωσε σαν παραγωγός και μηχανικός τους, και τα τραγούδια ηχογραφήθηκαν σε κασέτα 16 καναλιών. Ο Phillips θυμόταν πως η ηχογράφηση ήταν “λίγο πιο περίπλοκη» από ό,τι στο From Genesis to Revelation. Το συγκρότημα είχε αρκετό υλικό για να ηχογραφήσει δύο άλμπουμ, αλλά ένιωθε ότι κάποια τραγούδια δεν ήταν αρκετά δυνατά. Επέλεξαν το ισχυρότερο υλικό για το Trespass. Συνεργάστηκαν καλά με τον Anthony, και αργότερα συχνά μνημόνευσαν πως οι συνεισφορές του ήταν σημαντικές και βοήθησαν στη διαμόρφωση του άλμπουμ.
1982– Το “Deliver Us from Evil” είναι το δέκατο άλμπουμ των heavy rockers Budgie, που κυκλοφόρησε στην RCA Records και σύμφωνα με τον Burke Shelley το θέμα του “επιτίθεται στις δομές εξουσίας Ανατολής και Δύσης και στην ισορροπία του τρόμου”, επίσης “αναφέρεται σε όλα τα είδη”. του κακού, όχι μόνο στηβόμβα και τον πόλεμο, αλλά το κύριο μέλημα είναι πως ζητά την παγκόσμια ειρήνη». Σχολιάστηκε αρκετά το γεγονός ότι οι στίχοι του άλμπουμ επηρεάστηκαν από το ότι ο Shelley έγινε αναγεννημένος Χριστιανός.
Σύμφωνα με τον Steve Williams, “η ιδέα του άλμπουμ προέκυψε κάπως τυχαία. Δεν γράψαμε το “Bord With Russia”. Ο Don (Smith) το έφερε από την Αμερική και έτσι άρχισε όλο αυτό. Το παίξαμε μερικές φορές και ξεκίνησε την όλη ιδέα”. Το τραγούδι γράφτηκε από τον παραγωγό Beau Hill, που λανθασμένα γράφτηκε σαν Bo Hill, και πρωτοεμφανίστηκε σε demo των Airborne του Hill, στα τέλη της δεκαετίας του 1970.
1990– Το “Slaves and Masters” είναι το δέκατο τρίτο στούντιο άλμπουμ του βρετανικού hard rock θρύλου των Deep Purple και κυκλοφόρησε από την RCA. Αυτό είναι το μόνο άλμπουμ τους στο οποίο συμμετείχε ο πρώην τραγουδιστής των Rainbow Joe Lynn Turner, και επιστρατεύτηκε τον προηγούμενο χρόνο μετά την απόλυση του Ian Gillan. Πριν προσλάβει τον Turner, το συγκρότημα είχε σκεφτεί τον τραγουδιστή Jimi Jamison των Survivor, αλλά άλλες υποχρεώσεις τον δέσμευαν.
Μετά την κυκλοφορία του, το “Slaves and Masters” έφτασε στο Νο. 87 του αμερικανικού chart Billboard 200. Το άλμπουμ πούλησε αισθητά κάτω από τις προσδοκίες, σε σύγκριση με το προηγούμενο άλμπουμ των Deep Purple, “The House of Blue Light” με τον Gillan, το οποίο βρέθηκε στο Νο. 34 στις ΗΠΑ. Ένα τραγούδι από τις ηχογραφήσεις του “Slaves and Masters” προσαρμόστηκε για το soundtrack της ταινίας “Fire, Ice and Dynamite” του 1990. Ο Jon Lord δεν έπαιξε στο τραγούδι, το οποίο εκτέλεσαν τα άλλα τέσσερα μέλη της σύνθεσης Mark V Deep Purple.
Παρά τις μικρές πωλήσεις του άλμπουμ, οι Deep Purple είχαν μια σχετικά επιτυχημένη περιοδεία για την προώθηση το 1991, ειδικά στο το ευρωπαϊκό μέρος της. Ο Turner ήταν ακόμα μέλος του γκρουπ όταν άρχισαν να γράφουν και να ηχογραφούν το επόμενο άλμπουμ τους το 1992, αλλά υπό την πίεση των μάνατζερ που εποφθαλμιούσαν την 25η επετειακή περιοδεία, οι Deep Purple τελικά αποφάσισαν να επαναφέρουν τον Gillan στη σύνθεση για το “The Battle Rages On…” του 1993. Μερικά κομμάτια που προορίζονταν αρχικά για τη συνέχεια του “Slaves and Masters” θα έβρισκαν το δρόμο τους σε επόμενες σόλο κυκλοφορίες του Turner.
1995– Το “Ozzmosis” είναι το έβδομο στούντιο άλμπουμ του Ozzy Osbourne. Ηχογραφήθηκε στο Παρίσι και τη Νέα Υόρκη με τον παραγωγό Michael Beinhorn, και κυκλοφόρησε από την Epic Records. Το άλμπουμ έφτασε στο νούμερο 22 στο UK Albums Chart και στο νούμερο τέσσερα στο US Billboard 200. Τα “Perry Mason”, “See You on the Other Side” και “I Just Want You” κυκλοφόρησαν σαν singles.
Μετά την κυκλοφορία του έκτου του άλμπουμ “No More Tears “το 1991, ο Osbourne ανακοίνωσε ότι θα αποσυρόταν από τη μουσική. Ωστόσο, επέστρεψε με τον “Ozzmosis” το 1995, όπου συμμετείχε και πάλι μαζί του ο κιθαρίστας Zakk Wylde καθώς και ο πρώην μπασίστας των Black Sabbath, Geezer Butler και ο ντράμερ Deen Castronovo. Ο κημπορντίστας Rick Wakeman κλήθηκε να παίξει Mellotron σε δύο τραγούδια, τα “Perry Mason” και το “I Just Want You”. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1999, ο Ozzy αποδέχτηκε την πρόσκληση του Wakeman να τραγουδήσει ένα τραγούδι στο άλμπουμ του “Return to the Center of the Earth”. Τα υπόλοιπα keyboards σε όλο το άλμπουμ, τα έπαιζε ο παραγωγός του Ozzmosis, Michael Beinhorn.
2000– Το “Stories from the City, Stories from the Sea” είναι το πέμπτο στούντιο άλμπουμ της Αγγλίδας alternative rock μουσικού PJ Harvey, που κυκλοφόρησε από την Island Records. Ηχογραφήθηκε από τον Μάρτιο έως τον Απρίλιο του 2000, και περιέχει θέματα αγάπης που συνδέονται με το δέσιμο της Harvey με τη Νέα Υόρκη.
Το άλμπουμ έγινε η δεύτερη μεγάλη εμπορική επιτυχία της δισκογραφικής της καριέρας, μετά το “To Bring You My Love” (1995). Μετά την κυκλοφορία του, το άλμπουμ αναγνωρίστηκε συνολικά από τους μουσικούς κριτικούς και πρόσφερε στη Harvey αρκετές διακρίσεις, μεταξύ των οποίων το βραβείο Mercury το 2001. Πέρασε 17 εβδομάδες στο UK Albums Chart, και έγινε πλατινένιο στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Αυστραλία. Θεωρείται γενικά μια από τις καλύτερες δουλειές της.