“Forever Remain” ίσως η φράση που χαρακτηρίζει απόλυτα ένα συγκρότημα όπως είναι οι Fields of the Nephilim. Ποτέ άλλοτε δεν υπήρξε καθοριστικότερη επιρροή και διαμόρφωση από ένα συγκρότημα του οποίου μάλιστα η αποδοχή είναι καθολική από όλο το φάσμα της Underground μουσικής (από τον gothic ατμοσφαιρικό χώρο μέχρι το και το metal). Σε προσωπικό επίπεδο θα τολμούσα να αναφέρω ότι οι Fields Of The Nephilim αποτέλεσαν παράγοντα διαμόρφωσης χαρακτήρα και σκέψης, με στιγμές που παραμένουν ανεξίτηλα χαραγμένες στο μυαλό και την ψυχή του υπογράφοντα, αφού ακόμη και σήμερα οι Fields παραμένουν κάτι παραπάνω από μια μουσική συντροφιά , αφού έχουν συνδεθεί με τις πιο σημαντικές στιγμές της ζωής μου.
Οι Fields of the Nephilim, σχηματίστηκαν περί το 1984, στο Stevenage,του Hertordshire. Το όνομα της μπάντας είχε σαφείς αναφορές στην βιβλική μάχη των υβριδικών αγγέλων γνωστών ως Nephilim και παρόλο που το συγκρότημα δεν έλαβε εξ αρχής την αναγνώριση αυτή, ο ήχος τους παρέμεινε σήμα κατατεθέν και η επιρροή τους καταλυτική, ιδίως στον χώρο του gothic rock όπου κατατάσσονται επισήμως.
Γενικά θα μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε ότι ο ήχος των Fields αποτελεί ένα κολάζ από στοιχεία hard rock, gothic rock, heavy metal, industrial και psychedelic rock τα οποία είναι τόσο άρτια ενωμένα ώστε να μας προσφέρουν τον εξαιρετικό ήχο που πρεσβεύουν οι FOTN. Οι αρμονίες πάνω στις οποίες συνδυάζονται το μπάσο και οι κιθάρες και συνάμα τα μαγικά θέματα που αφορούν τους μύθους του Cthulhu, τις θεωρίες του χάους και τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των Σουμέριων και με τις δημιουργίες του Aleister Crowley να ολοκληρώνουν το εκρηκτικό κράμα των FOTN.
Τα πάντα όσα αφορούν τους Fields περιστρέφονται γύρω από τον τραγουδιστή τους τον Carl McCoy, μια παρουσία εμβληματική και συνάμα “αινιγματική”, ένας άνθρωπος με ξεχωριστή προσωπικότητα πάνω στην οποία χτίσθηκε το οικοδόμημα των FOTN. Ουσιαστικά αναφερόμαστε σε ένα αναζητητή της μεγαλύτερης αλήθειας, σε ένα καλλιτέχνη που προσπάθησε να εξωτερικεύσει ότι βαθύτερα είχε ριζωμένο μέσα του, το πνεύμα της εξερεύνησης. Ο ίδιος, γαλουχημένος μέσα σε έντονο θρησκευτικό περιβάλλον, αφήνοντας του έντονα τα σημάδια της πνευματικότητας και σίγουρα εξοικειωμένος με τις ιστορίες των Watchers και των Nephilim από νεαρή ηλικία, είχε ως αποτέλεσμα την απόφαση του να ακολουθήσει μια δημιουργική σταδιοδρομία “παντρεύοντας” από την μια πλευρά τον κόσμο του αποκρυφισμού και από την άλλη παρουσιάζοντας το αποκαλυπτικό κλίμα της Αμερικανικής Άγριας Δύσης έτσι όπως μας εμφανίζεται μέσα από τα Spaghetti Westerns του Ιταλού σκηνοθέτη Σέρτζιο Λεόνε, ολοκληρώνοντας το όραμα του μέσω της τέχνης, τόσο σε οπτικό όσο και σε μουσικό επίπεδο.
Η μπάντα υιοθετεί κάτι εξτρεμιστικό για την εποχή εκείνη όσον αφορά την εμφάνιση του σχήματος, ακολουθεί μια “dust and death” οπτική πραγματοποιώντας μια μοναδική εμφάνιση τόσο σε σκηνή όσο και εκτός. Τα καπέλα, τα μακριά πούπουλα και οι καουμπόικες σκονισμένες μπότες με τα μαύρα ρούχα που ήταν πνιγμένα στην άσπρη σκόνη, έγιναν σήμα κατατεθέν της μπάντας δίνοντας μια ιδιαίτερη πινελιά και ένα στυλ γοητευτικό το οποίο τους καθόριζε σε κάθε τους κίνηση. Ωστόσο δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε το γεγονός ότι η εκκεντρική τους κίνηση να σκονίζονται από άσπρο αλεύρι για τις ζωντανές τους εμφανίσεις πολλές φορές αποδείχτηκε προβληματική για την μπάντα αφού τον Μάιο του 88, η αστυνομία του Nottinghamshire τους υπέβαλε σε τεστ ναρκωτικών μετά από καταγγελία όσον αφορά την “άσπρη” σκόνη που ήταν καλυμμένη η μπάντα, βέβαια στην συνέχεια αποδείχτηκε ότι ήταν αλεύρι οικιακής χρήσης, παρόλα αυτά ο μύθος της μπάντας ανέβαινε αποκτώντας ένα πιστό κοινό που τους ακολουθούσε παντού.
Δισκογραφικά οι Fields κάνουν την εμφάνιση τους με το ντεμπούτο EP “Burning The Fields”, το οποίο βγήκε το 1985 από την εταιρία Situation Two ενώ στην συνέχεια αναβαθμίστηκαν πηγαίνοντας στην δισκογραφική της Beggars Banquet το 1986, από όπου παρουσίασαν και την πρώτη ολοκληρωμένη τους δουλειά το” Downrazor” του 1987. Σίγουρα από αυτές τις πρώιμες δουλείες του συγκροτήματος έχουμε δείγματα των δυνατοτήτων τους από την μια κιθάρες, μπάσο και τύμπανα που κτίζουν και που ορίζουν την τάση για απομόνωση και αποστασιοποίηση, σε συνδυασμό ακόμη και της χρήσης σαξοφώνου και φυσαρμόνικας ώστε να μυηθείς στην σκοτεινή ατμόσφαιρα που υπάρχει στον ορίζοντα και οδηγεί τον ακροατή μέσα στον κόσμο των FOTN.
Ένα απόκοσμο τοπίο με έναν τεράστιο ορίζοντα από έρημο και μοναξιά έτσι όπως την βιώνει ο Carl McCoy, με τα ιδιαίτερα γρυλίσματα της φωνής του. Τραγούδια όπως το “Power”, “Preacher man”, “Reanimator”, “The Tower” και το εξαιρετικό “Slow kill” μας κάνουν φανερές τις προθέσεις του συγκροτήματος να μας παρέχουν απλόχερα σκοτάδι και κρυπτικότητα σε στίχους με μηνύματα ιδιαίτερα, αποτελούμενα από ένα περιτύλιγμα δυσωδίας και σήψης. Πλέον με κάθε βεβαιότητα οι Fields αυτό που μας προσφέρουν δεν είναι θετικό προς τέρψη και ούτε για διασκέδαση. Η εμπειρία που μας παρέχουν είναι γεμάτη από σύννεφα καπνού και βιβλική καταστροφή. Δηλαδή μια απελπιστική απεικόνιση της σημερινής ζωής μας. Σίγουρα όλα τα παραπάνω ήταν απλά ο προπομπός και μια προειδοποίηση όσων επρόκειτο να επακολουθήσουν.
Ο Mc Coy πραγματικά ακροβατεί στα οράματα του που περιλαμβάνουν αγάπη, πάθος συνδυασμένα όμως με έντονες τάσεις στιχουργικής αυτοκτονίας και γοητείας απέναντι στον θάνατο που είναι κάτι το ευγενές για τον ίδιο (“Volcane”), ενώ δεν τρομάζει να εισέρθει και να σκιαγραφήσει ακόμη και το σκοτεινό μυαλό ενός δολοφόνου, όλα αυτά μέσα σε μια απόκοσμη ησυχία που είναι έτοιμη να εκραγεί (“Vet for the insane”), ή να σε χαλαρώσει στέλνοντας γλυκά την αργή επίδραση της σκόνης σε μια στροβιλισμένη πισινά από αίμα και συναισθήματα όπως το περιγράφει μέσα από το”Dust”. Ενώ το “Laura II” κατορθώνει, μέσα σε ένα ασπρόμαυρο φόντο, να δημιουργήσει μια ιστορία ανεκπλήρωτης αγάπης και απώλειας.
Συνοψίζοντας θα λέγαμε ότι η μπάντα είναι “προσεκτική”, δεν έχει ανοιχτεί ακόμη και μας δίνει ένα μικρό δείγμα, τα μυστικά τους φυλάσσονται καλά και κερδίζουν χρόνο μέχρι να εξαπολύσουν το “κήρυγμα” της δικής τους “Αποκάλυψης”. Τα τραγούδια είναι μυστηριώδη αλλά και σύντομα και έχουν πιο punk gothic υφή και σίγουρα ακόμη δεν προδίδεται κανένα ίχνος από την απόκρυφη και πνευματική κατεύθυνση που θα έχει στο μέλλον ως μπάντα, ακόμη προσπαθούν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού.
Οι ζωντανές τους εμφανίσεις καταιγιστικές και χαοτικές, ο κόσμος τους απόλυτος και ασυμβίβαστος, όπως και το “Blue water” το οποίο κάνει την εμφάνιση του το 1987, σηματοδοτώντας την επιστροφή στο θάνατο και την αρμονία, όπως την πρεσβεύουν οι αρχές των Fields of the Nephilim. Με το συγκεκριμένο κομμάτι ξεδιπλώνουν το ταλέντο τους κάνοντας το όνομα τους πιο γνωστό φτάνοντας μέχρι το νούμερο 75 στα βρετανικά charts, πράγμα αρκετά παράξενο για μια ανεξάρτητη μπάντα χωρίς ιδιαίτερη προβολή, αν και το χαοτικό βίντεο του “Blue Water” έκανε αίσθηση, προλειαίνοντας το έδαφος για το πρώτο single ,το κλασσικό πλέον “Moonchild” εμπνευσμένο από ένα μαγικό μυθιστόρημα του Άγγλου αποκρυφιστή Aleister Crowley. Με αυτό το βιντεοκλίπ το οποίο έχει έντονα στοιχειά αποκρυφισμού κατορθώνουν να “σοκάρουν” το συντηρητικό Αμερικανικό έθνος, δίνοντας φυσικά και την απαραίτητη ώθηση στο δεύτερο album το “The Nephilim ” το οποίο έφτασε μέχρι και το νούμερο 28 στα βρετανικά charts, πλέον οι Fields λογίζονται ως μια μεγάλη σκοτεινή Ροκ μπάντα.
Αυτή η αίσθηση της μυστικότητας γύρω από το συγκρότημα ωθούσε το κοινό να μάθει περισσότερα για αυτούς, ωστόσο οι Fields δεν μπήκαν στην διαδικασία να αναλωθούν σε απλές συνεντεύξεις, αφού οι δημοσιογράφοι απέτυχαν να καταλάβουν την εσωτερική λειτουργιά των Fields of the Nephilim, την έμπνευση, τα κίνητρα και την πραγματικότητα που είχε το συγκρότημα κατά νου, το αποτέλεσμα ήταν να ενοχλείται ουσιαστικά η μπάντα και να σαρκάζει όλη την διαδικασία των συνεντεύξεων, δείχνοντας μια εικόνα ότι ειναι από άλλο ”πλανήτη”, αλλά μάλλον αυτό δεν ένοιαζε καθόλου την μπάντα που παρέμεινε προσηλωμένη στο δικό της στόχο. Με το συγκεκριμένο album κατορθώνουν πλέον να έχουν έλεγχο και αυξημένη την αίσθηση της μουσικής ταυτότητας για το που θέλουν να κατευθυνθούν. Η εμπειρία και ο χρόνος ήταν υπέρ τους ώστε να αναπτύξουν και να εξευγενίσουν την μουσική τους ώστε να γίνει αντιληπτή σε ευρύτερο κοινό. Το αποτέλεσμα μεθυστικό και υπέροχο, πλούσιο και επιβλητικό με τις πρώτες πλέον αναφορές του McCoy στη Σουμεριακή θρησκεία και σαφείς υπαινιγμούς στον Cthulhu, φανερώνεται η πραγματική αντανάκλαση των δημιουργών που πλέον δεν γνωρίζουν μουσικά σύνορα. Σίγουρα τραγούδια όπως “Chords Of Souls”, “Celebrate”, “Love Under Will”, “Last Exit For The Lost” έχουν δημιουργηθεί για να μείνουν στην αθανασία, αποτελούν το soundtrack μιας ολόκληρης γενιάς.
Η “σκόνη” από τις εμφανίσεις τους δεν καταλαγιάζει, το τραίνο της επιτυχίας είναι δίχως φρένα και αυτό έχει ως αποτέλεσμα ένα ακόμη “ύμνο” στις αποσκευές τους, το “Psychonaut” το οποίο κυκλοφορεί τον Μάιο του 1989, ένα έπος εμπνευσμένο αυτή την φορά από τον “μάγο” του χάους, τον Pete Carroll, ένα συγκλονιστικό τραγούδι το οποίο φανερώνει την διάθεση για εξερεύνηση σε ήχους έντονους και με ένα κλιπ το οποίο έχει σύντομες και διαστρεβλωμένες κοφτές εικόνες από αναταράξεις και καταστροφές στην Μέση Ανατολή, ένα μείγμα με οράματα και χριστιανικές θρησκευτικές εικόνες συνθέτοντας ένα τοπίο Αποκάλυψης, για τους μέλλοντες χρόνους (σχεδόν προφητικό).
Τα πάντα ήταν τοποθετημένα τέλεια για το ολοκληρωτικό χτύπημα. Το τρίτο δισκογραφικό πόνημα της μπάντας λέγονταν “Elizium”(1990). Ίσως το πιο ασυμβίβαστο και συνάμα ορόσημο για όσα θέλει η μπάντα να δηλώσει και να εκφράσει , η αρτιότητα ολοκληρωμένη και προσωπική αδυναμία εις τους αιώνας, παραμένει ακόμη και σήμερα σημείο αναφοράς και έμπνευσης σε ένα πλήθος από συγκροτήματα που επηρεάστηκαν από τον ήχο του συγκεκριμένου album.
Ο Carl McCoy απελευθερωμένος από τα δεσμά του εξαπολύει τους προσωπικούς του δαίμονες και αποφθεγματικά επικαλείται την ενεργεία των Watchers και των Nephilim, αναγνωρίζοντας τους ως τους θεούς και τους δαίμονες ενός παραδεισένιου ουρανού πάνω από μια εύφορη ημισέληνο, πάνω στην οποία εμφανίστηκαν και αναπτύχτηκαν ο πολιτισμός των Σουμέριων και της Βαβυλώνας.
Όλα είναι τόσο άρτια δομημένα σαν να είχαν προετοιμαστεί από πάντα για αυτόν τον δίσκο, η παράγωγη είναι “γυαλισμένη” από τον παράγωγο των Pink Floyd (Andy Jackson). Oι λεπτομέρειες στα κιθαριστικά μέρη, το μπάσο, οι ρυθμικές και τα τύμπανα έχουν τοποθετηθεί με τόση μαεστρία που δεν σου αφήνουν περιθώριο να κάνεις σκέψεις. Δεν γίνεται να μην βυθιστείς στο κόσμο των Fields, με κορυφή τα τραγούδια “For her light” και “Sumerland”, ο δίσκος έχει γίνει απόλυτη επιτυχία, δίχως τραγούδια περιττά, δεν υπάρχει καμία σωτηρία από τους ιστούς που έχουμε πλέξει σαν ανθρωπότητα (Through the webs we have weaved ), λέει ο McCoy στο “Submission” και η λύτρωση θα έρθει μόνο όταν υποφέρουμε, έτσι θα απελευθερώσουμε τον πόνο μας όπως αναφέρεται στο ”And There Will Your Heart Be Also”. O ορισμός της τελειότητας, συμπυκνωμένης σε ένα album όπως είναι το “Elizium”.
(Το άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο Rockway.gr)
Η συνέχεια του αφιερώματος ΕΔΩ