FEAR FACTORY: “Demanufacture”

ALBUM TRIBUTE

Αν μου ζητούσε κάποιος να επιλέξω κάποια albums που θεωρώ ότι με στιγμάτισαν όντας έφηβος στη δεκαετία το ’90, σίγουρα ένα από αυτά θα ήταν με μεγάλη κιόλας ευκολία το “Demanufacture” των Fear Factory. Το 2ο album των Αμερικανών έσκασε σαν βόμβα στη αγορά και επέκτεινε τόσο τα μουσικά σύνορα της μπάντας όσο και του extreme ήχου γενικότερα.

Ήδη με το ντεμπούτο τους “Soul of a New Machine” (1992) οι Fear Factory προκάλεσαν αρκετό θόρυβο γύρω απ’ το όνομά τους, μπαίνοντας για τα καλά στο χάρτη του industrial metal. Όχι γιατί ήταν ένα καθαρά industrial συγκρότημα αλλά γιατί ο συνδυασμός των death metal/grindcore στοιχείων, των samples και οι εναλλαγές των φωνητικών του Burton C. Bell έφερναν μια «φρεσκάδα» στον extreme χώρο. Σημείο καμπής για τη μπάντα ίσως ήταν η κυκλοφορία του EP του 1993 “Fear Is the Mindkiller”. Εκεί, οι FF με το ρεκτιφιέ που υπέστησαν κάποια από τα κομμάτια του ντεμπούτου τους ως προς την industrial μίξη τους, «άναψαν» το πράσινο φως για το επόμενο βήμα της μπάντας, αυτό που θα καθόριζε και τη μετέπειτα πορεία της.

Το “Demanufacture” είναι ένα concept album και περιγράφει την ιστορία ενός ανθρώπου να ξεφύγει από την ελεγχόμενη από τις μηχανές κυβέρνηση. Ένα δυστοπικό σενάριο, το οποίο στις μέρες μας πλέον αποδεικνύεται προφητικό. Κάθε τραγούδι αποτελεί και ένα κεφάλαιο σε αυτή του την προσπάθεια. Για μια μπάντα όμως προερχόμενη από το Los Angeles, οι αρχές των 90’s προσέφεραν αρκετό «υλικό» για τη σύνθεση ενός album. Ήταν τότε, το 1992 όπου ξέσπασαν οι γνωστές ταραχές στην πόλη των Αγγέλων, οι οποίες συγκλόνισαν τον πλανήτη με τα γεγονότα να μένουν γνωστά απλώς ως “LA ‘92”.

Όπως είχε δηλώσει και ο Dino Cazares: «Από το 1990 έως το 1995, υπήρχαν πυρκαγιές, πλημμύρες και ταραχές. Το 1994 έγινε ένας μεγάλος σεισμός. Έτσι είδαμε το Λος Άντζελες να καταστρέφεται. Είδαμε ανθρώπους να λεηλατούν, είδαμε ανθρώπους να πυροβολούν ο ένας τον άλλον, είδαμε την Εθνοφρουρά να περιπολεί τους δρόμους μας τη νύχτα. Έτσι το ζούσαμε. Ο Burton κατάφερε να διοχετεύσει όλα αυτά και να τα ενσωματώσει στο album. Η πρώτη γραμμή που ακούτε στο album είναι “Απευαισθητοποιημένοι από τις αξίες της ζωής…”».

Ενώ ο Burton C. Bell συμπληρώνει: «Βρισκόμασταν σε ένα εχθρικό περιβάλλον. Όλο το διάστημα που προηγήθηκε των ταραχών, μπορούσες να νιώσεις ένταση στην ατμόσφαιρα, μεταξύ όλων. Όλοι ήταν στόχος. Κανείς δεν εμπιστευόταν την αστυνομία. Ήταν σουρεαλιστικό. Υπήρχαν τύποι στις στέγες κτιρίων με ημιαυτόματα τουφέκια, προστατεύοντας τα εμπορεύματά τους».

Με την έμπνευση και την αυτοπεποίθησή της στα ύψη, η μπάντα επιλέγει να κάνει τις ηχογραφήσεις στα Chicago Trax Studios και ένας από τους βασικούς λόγους για αυτό ήταν και το γεγονός πως εκεί είχαν ηχογραφήσει μερικοί από τους θρύλους του industrial ήχου, όπως οι Ministry και οι Skinny Puppy. Λόγω όμως κάποιων τεχνικών αλλά άλλων δυσκολιών, οι Fear Factory εγκαταλείπουν γρήγορα το Σικάγο και μετακομίζουν στη Νέα Υόρκη και τα Bearsville Studios. Παραγωγός αναλαμβάνει ο έμπειρος Βρετανός Colin Richardson, ο οποίος είχε συνεργαστεί ξανά στο ντεμπούτο της μπάντας. Τα Bearsville Studios είχαν και αυτά εξαιρετική φήμη αφού εκεί είχαν ηχογραφήσει τραγούδια τεράστιοι μουσικοί όπως ο Alice Cooper και οι The Rolling Stones, μεταξύ άλλων. Τώρα η μπάντα βρίσκεται ανάμεσα στους Faith No More και τους Bon Jovi οι οποίοι ετοιμάζουν τα δικά τους albums. Οι τελευταίοι ετοίμαζαν το album “These Days” και ένας από τους μηχανικούς ήχου του Bon Jovi ζήτησε από τους Fear Factory να μειώσουν τον ήχο, καθώς η ένταση δημιουργούσε πρόβλημα στα μικρόφωνα των drums της μπάντας. (μάντεψε τελικά με ποιους έκαναν παρέα).

Οι ηχογραφήσεις του δίσκου διαρκούν από 7 Οκτωβρίου έως 20 Νοεμβρίου 1994 κι ενώ τα πράγματα κυλάνε ομαλά, όταν φτάνει η ώρα να μιξάρουν τις κιθάρες, έρχεται και η «σύγκρουση» μεταξύ του Cazares και του Richardson. Ο παραγωγός διαφωνούσε με τον τόνο της κιθάρας και ήταν ανένδοτος στο να συνεχίσει αν ο Cazares δεν άλλαζε τον εξοπλισμό του. Ο τελευταίος φυσικά και δεν άλλαξε εξοπλισμό, άλλαξε όμως παραγωγό καθώς οι δρόμοι τους με τον Richardson χώρισαν οριστικά. Η μίξη του δίσκου συνεχίστηκε με τον Greg Reely, τον Rhys Fulber (πλήκτρα) και τον Cazares, με το αποτέλεσμα να είναι αυτό που είχε από την αρχή οραματιστεί η μπάντα. Κιθάρες βαριές και ασήκωτες, rhythm section που «τσακίζει» κόκαλα, πλήκτρα και βιομηχανικοί ήχοι σε πρώτο πλάνο και ένας δίσκος που θυμίζει καλοζυγισμένη γροθιά κατευθείαν στη μούρη. Το album κυκλοφορεί στις 13 Ιουνίου 1995 από τη Roadrunner Records, η οποία παρεμπιπτόντως εκείνη την εποχή είχε στις τάξεις της ό,τι καλύτερο κυκλοφορούσε από μπάντες παγκοσμίως, ειδικότερα στα φάσμα του «ακραίου» ήχου.

Οι πρώτες αντιδράσεις στο άκουσμα του δίσκου είναι εξαιρετικά θετικές και πως να μην είναι άλλωστε όταν το riff του ομώνυμου τραγουδιού που ανοίγει το album είχε ψηφιστεί από το μηνιαίο περιοδικό “Total Guitar” ως 19ο στη «Λίστα με τα βαρύτερα riffs όλων των εποχών»; Η «επίθεση» που δέχεται ο ακροατής σε τραγούδια όπως τα “Self-Bias Resistor”, “New Breed” και “H-K (Hunter-Killer)” είναι αδυσώπητη. Η ατμόσφαιρα που δημιουργείται σε κομμάτια σαν τα “Zero Signal” και “Pisschrist”, επηρεασμένη προφανώς από ταινίες όπως τα “Terminator 2: Judgement Day” (έχουν δανειστεί samples από το soundtrack) και “Bladerunner”, μοναδική. Τα φωνητικά του Burton C. Bell αποτελούσαν – και αποτελούν ακόμα – κάποια από τα καλύτερα που έχουν υπάρξει ποτέ. Ο συνδυασμός των brutal με την άψογη άρθρωση με εκείνα τα μπάσων «καθαρών», μπορώ να πω ότι έχει «στιγματίσει» τον γράφοντα όσο ελάχιστα.

Όσον αφορά το εξωπραγματικό drumming του Raymond Herrera, το μόνο που έχω να πω είναι το εξής: Σε μια εποχή με παντελή την απουσία του ίντερνετ, ακούγοντας για πρώτη φορά το δίσκο νόμιζα πως είχε χρησιμοποιηθεί drum machine. Αργότερα, αγοράζοντάς τον και βλέποντας το βίντεο του “Replica” που έπαιζε συνεχώς στο MTV, συνειδητοποίησα ότι ο τύπος είναι άνθρωπος και όχι μηχανή. Οι κατά καιρούς επικρίσεις από κάποιους για τη χρήση triggers στο παίξιμό του εκλαμβάνονται, από εμένα τουλάχιστον, ως λευκός θόρυβος.

Το “Demanufacture” αποτέλεσε ένα πραγματικά ρηξικέλευθο για την εποχή του album και επί της ουσίας έκανε παγκοσμίως γνωστούς τους Fear Factory. Επηρέασε πλήθος μεταγενέστερων συγκροτημάτων με παρόμοιο ήχο και αποτέλεσε πρότυπο στον τομέα της παραγωγής. Μαζί με ένα album με μαύρο εξώφυλλο (και ένα φίδι στη γωνία) και ένα «συμβολικό» δίσκο που κυκλοφόρησε ένας τύπος με το όνομα Chuck, αυτό εδώ βρίσκεται στην «αυστηρή» προσωπική μου τριάδα δίσκων που πήγαν τον ήχο σε άλλο επίπεδο. Το “Demanufacture” κυκλοφόρησε το ’95 και το 2025 φαντάζει επίκαιρο. Ακούγοντάς το και πάλι το ‘25, νομίζω ότι είναι ακόμη 30 χρόνια μπροστά.

Πηγές:
Loudersound
Wikipedia

Avatar photo
About Νίκος Κορέτσης 541 Articles
Γεννήθηκε τη χρονιά που ο Dio δημιουργούσε ποίηση, τραγουδώντας “The world is full of kings and queens, who blind your eyes and steal your dreams…it’s Heaven and Hell”, “σφυρηλατήθηκε” μουσικά ακούγοντας τον Araya να ουρλιάζει “War ensemble” και συνέχισε την ενήλικη πλέον ζωή του διερωτώμενος “How did it come to this? Narcosynthesis” πατώντας στα χνάρια του αείμνηστου Dane. Διανύοντας πλέον την 4η δεκαετία της ζωής του, δηλώνει πιστός υπηρέτης του heavy metal και ανοιχτός σε νέα μουσικά μονοπάτια (με μέτρο), συνδυάζοντας αυτά τα δύο με καλή παρέα και τη συνοδεία άφθονης μπύρας. Θα μπορούσε κάλλιστα να είχε γίνει γιατρός, καθώς προσπαθεί με χειρουργικές κινήσεις να αποφεύγει τις κακοτοπιές που εμφανίζονται στη ζωή του, έχοντας στην κατοχή του το καλύτερο “ιατρικό εργαλείο” που ονομάζεται “ΜΟΥΣΙΚΗ”.