“Το γέλιο απελευθερώνει τον αγροίκο από το φόβο του διαβόλου, γιατί μεσ’ τη γιορτή των τρελών και ο διάβολος φαίνεται φτωχός και ηλίθιος και επομένως ελέγξιμος…το γέλιο αποσπά για μερικές στιγμές τον αγροίκο από το φόβο…ο αγροίκος που γελάει δε νοιάζεται τη στιγμή εκείνη αν θα πεθάνει… το γέλιο είναι υποκινητής της αμφιβολίας”
“Memes”, “Πλάκα έχει”, “οι καλύτερες ατάκες του fb”, “hysteria.gr”, “μαργαρίτες μάντολες”, “ο τοίχος είχε τη δική του υστερία”, και ένα σωρό άλλοι σημαιοφόροι του χιούμορ παρελάζουν καθημερινά στους τοίχους μας, εκφραστές του “χυμού” που πολύ πιθανά εξελίχτηκε γλωσσικά σε αυτό που μάθαμε να λέμε χιούμορ με την αμεσότητα ελληνικής λέξης. Και αν η περιγραφή του Ουμπέρτο Έκο στο “Όνομα του Ρόδου” στην εισαγωγή μας, ξορκίζει αυτή την συγκεκριμένη επίκληση και αντίδραση, δεν είμαι πια σίγουρος αν το χιούμορ παραμένει ένα φάρμακο πολύτιμο ή αν άλλαξε δέρμα σαν φίδι.
Κατά έναν περίεργο τρόπο και μέσα από έναν ταχύτατο συνειρμό, κάθε φορά που αναρωτιέμαι γιατί παραμένουμε απαθείς απέναντι σε ένα σωρό δεδομένα που προσβάλλουν την προσωπική μας αξιοπρέπεια και απειλούν την απλή μας επιβίωση, αισθάνομαι να βλέπω στην απέναντι πλευρά το “χιούμορ”…
Το παρατηρώ ευτελισμένο με μια παραποιημένη λειτουργία να φιλτράρει με μια χοάνη απάθειας σχεδόν τα πάντα. Ο χυμός μοιάζει να είναι σχεδόν εργαστηριακός, και εκείνη η παλιά θεωρία για τη σχέση των χυμών του σώματος με την ψυχική και σωματική υγεία του ανθρώπου μοιάζει θαμμένη σε αιώνια λήθη: το αίμα, η μαύρη χολή, η λευκή χολή και το φλέγμα μοιάζει να έχουν συγχωνευτεί στον άκακο χαβαλέ.
Τη σκέψη μου βασανίζει συχνά μια πρόταση σε ένα παλιό βιβλίο που έλεγε πως ο άνθρωπος που υποτάσσεται σε κάτι ανώτερο έχει το δικαίωμα να είναι ειρωνικός, γιατί έτσι μπορεί εύκολα να ειρωνευτεί τη διαγωγή και τα φρονήματά του. Μπορεί η αφετηρία εκείνης της πρότασης να ήταν εντελώς διαφορετική αλλά το νόημά της μοιάζει να ταιριάζει τρομακτικά στον άκρατο αυτοσαρκασμό και την ταυτόχρονη αδράνεια του σύγχρονου ανθρώπου. Σε μια εποχή που οι ισχυροί του κόσμου μεταλλάσσουν τις διαστροφές τους με ασύλληπτες ταχύτητες, το χιούμορ για τον καθημερινό άνθρωπο απέχει αισθητά από μια σχεδόν σαδιστική μορφή ανωτερότητας απέναντι στους άλλους. Ίσως μοιάζει πια περισσότερο με μια μαζοχιστική διέξοδο στωικότητας.
Η εμμονή να αστειευόμαστε με οτιδήποτε, μοιάζει πίσω από την επιφανειακή τέρψη μιας στιγμής σαν η μοναδική απειλή που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε απέναντι σε κάθε δυνατό που τσαλακώνει τις αρχές, τα πιστεύω και τις ζωές μας. Είναι η τελευταία άκακη απειλή της μικρής πολυτέλειας: “θα σε διακωμωδήσω”… Μάλλον μοιάζει σαν την παραδοχή μιας οδυνηρής ήττας. Είναι σαν νεροπίστολο, σαν καταπραϋντικό.
Μέσα σε μια καταιγίδα από τεράστιες παγκόσμιες ζυμώσεις, σε μια εποχή που η μοίρα του προύχοντα διαχωρίζεται όλο και περισσότερο από αυτή του κοινού ανθρώπου, εκεί που οι ιδεολογίες μοιάζουν σαν το άχρηστο φουλάρι ενός γυμνού ονειροπαρμένου, μοιάζει να διασχίζουμε σε μια παραζάλη τα χρόνια του γέλιου και της λήθης. Και αν η εξευγενισμένη θεώρηση του χιούμορ περικλείει μια μεταφυσική παραδοχή της θνητότητας, που κάπου μοιάζει με παραφυάδα της αντίστοιχης θρησκευτικής απαίτησης του δεύτερου μάγουλου, κάπου υπάρχουν και αυτοί που δεν αντέχουν τους ελεύθερους βιαστές, τους πολιτικούς καταχραστές, τους ευνοημένους οικονομικούς απατεώνες, τους προδότες της δικαιοσύνης που κυκλοφορούν ανάμεσα μας και δεν είναι καθόλου αστείοι.
Αν κάποτε στο πολύ μακρινό πια 1979, ο Μίλαν Κούντερα έγραψε το μυθιστόρημα “Το Βιβλίο του Γέλιου και της Λήθης”, παροτρύνοντας τους συμπατριώτες του να αντισταθούν στο απολυταρχικό καθεστώς που τους κυβερνούσε, σήμερα το γέλιο και η λήθη ξεπλένουν κάθε μικρό και μεγάλο καθημερινό μας πόνο.
Όμως, ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη. Και στο χιούμορ, αν είναι πια αναγκαίο…