Ανοίγω με ανυπομονησία το μακρόστενο φάκελο και τραβώ το dvd έξω. Δεν θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που αγόρασα ένα dvd, όμως η σημειολογική σημασία της δουλειάς των Γάλλων Sébastien Faits-Divers και Alexandre François, όφειλε να συνοδεύεται και από την κυκλοφορία ενός φυσικού format: οι And Also The Trees υπήρξαν διαχρονικά η μπάντα που άντλησε έμπνευση από έναν κόσμο που σταδιακά χάνεται, από ένα σύμπαν φαινομενικά ασήμαντων λεπτομερειών που όμως εξακολουθεί να υφίσταται παραμελημένος από τις αισθήσεις μας.
Οι ίδιες σημασίες που λειτουργούν στο θυμικό και ενισχύουν τη δύναμη της μνήμης αρχίζουν να περιστρέφονται σαν μια μηχανή που αφυπνίστηκε μετά από καιρό: η υπέροχη φωτογραφία στο εξώφυλλο από το αντίστοιχο photo session του single “The Critical Distance” του τόσο μακρινού 1987με τραβά άμεσα σε μια αλλόκοτη επαφή με το άψυχο αντικείμενο που κρατώ στα χέρια μου. Οι μικροσκοπικές (λόγω διαθέσιμου χώρου) φωτογραφίες του γκρουπ από τις διάφορες χρονικές περιόδους μοιάζει να σκιαγραφούν την αδυσώπητη συνάρτηση του χρόνου πάνω στους ανθρώπους. Για να είμαι ειλικρινής, αρχίζω να αισθάνομαι όλο και πιο ξένος και παράταιρος, παρακολουθώντας τη στολισμένη με περίπλοκους συνειρμούς διάθεση απέναντι στο αντικείμενο αυτό να φουσκώνει με την εντύπωση μιας μακρινής δύναμης. Βγάζω από το ντουλάπι τις πρόσφατες επανεκδόσεις των δυο πρώτων τους άλμπουμ σε βινύλιο, με τις πρόσθετες, εκπληκτικές φωτογραφίες που υποστηρίζουν αυτό το απόκοσμο περιεχόμενο, και οι διεργασίες φουντώνουν ακόμα περισσότερο. Άξαφνα συνειδητοποιώ τον τίτλο με τον οποίο θα μπορούσα να βαφτίσω την εποχή που διανύουμε: “ ο θάνατος των αντικειμένων”.
Η εξέλιξη της μουσικής τα τελευταία χρόνια, χέρι με χέρι με την τεχνολογία, έφερε την βασιλεία διάφορων ψηφιακών πλατφόρμων, που ανέτρεψαν άμεσα όλα τα δεδομένα. Το ισχυρότερο επιχείρημα κάθε λάτρη αυτών των εξελίξεων ήταν πως η τεχνολογική εξέλιξη και η διάδρασή της με τη μουσική αποτέλεσε το αντικλείδι για τον αποκλειστικό έλεγχο του χώρου από τις δισκογραφικές εταιρείες αλλά και τις ραδιοφωνικές συχνότητες. Το τοπίο άνοιξε, και με εναλλακτικούς διαδρόμους όπως το Youtube και το TikTok υπήρχε το άμεσο βήμα σε ανεξάρτητους καλλιτέχνες να επικοινωνήσουν με το κοινό. Η επιρροή του Spotify υπήρξε καταλυτική και δεν χαρακτηρίστηκε άδικα σαν το “νέο ραδιόφωνο”. Νέες γενιές ακροατών έμαθαν να πλοηγούν τα ενδιαφέροντά τους μέσα στον σύγχρονο άμεσο και γρήγορο υπερκόσμο μιας σχεδόν ακόρεστης θάλασσας πληροφοριών. Οι αλλαγές στα οικονομικά δεδομένα υπήρξαν τεράστιες και οι συσχετισμοί στο τρίπτυχο “καλλιτέχνης-μεσάζων-κοινό” οικοδομήθηκαν από την αρχή σε μοντέρνα δεδομένα. Οι πρωτοστάτες και εμπνευστές της νέας τάξης μπορούσαν να θριαμβολογήσουν για το τέλος των παλιών μονοπωλίων, αλλά είναι μια συζήτηση που σηκώνει αρκετή σκέψη και κουβέντα.
Οι αλλαγές απλώθηκαν σε κάθε παράμετρο που έχει να κάνει με την ακρόαση και επηρέασαν άμεσα την παραγωγή, τη διαδικασία της και το ευρύτερο σκεπτικό των ανθρώπων που δουλεύουν σε αυτή. Δεν είναι υπερβολή αν ισχυριστεί κανείς πως η τάξη των εμβληματικών παραγωγών περασμένων εποχών που ζύγιζαν την αξία του ιδεατού ήχου με εντελώς άλλα δεδομένα αλλά και χρησιμοποιώντας εσκεμμένα άλλα στουντιακά εργαλεία, φαντάζει σήμερα σχεδόν παρωχημένη ίσως και αχρείαστη. Η σκληρή προσαρμογή στην μαζική ακρόαση μουσικής μέσω κινητών και υπολογιστών τσάκισε κυριολεκτικά την ποικιλία και την ποιότητα των ήχων, σχεδόν σε όλα τα μουσικά ιδιώματα, ενώ έφερε σταδιακά παγιωμένες τακτικές σε ηχογράφηση, μίξη και mastering, κάτι που έκανε αναπόφευκτα τους περισσότερους καλλιτέχνες να έχουν μεγάλες ηχητικές ομοιότητες. Φυσικά, ο ψηφιακός ήχος, με την ανάλογη διαδρομή και ακολουθία, έχει πολύ διαφορετικές δυναμικές και εντυπώσεις στο τελικό αποτέλεσμα. Η αλήθεια είναι πως για τους ακροατές που έχουν βιώσει την πλήρη διαδρομή αυτής της αλλαγής, το πρόβλημα της “συμφιλίωσης” με τα σημερινά ηχητικά δεδομένα είναι σχεδόν αξεπέραστο.
Και αν όλοι οι Mutt Lange, Martin Birch, Bob Rock, Max Norman και λοιποί, ένιωσαν σαν παρωχημένες αντίκες πολυτελείας αγνοημένοι σε προκάτ παραπετάσματα πλαστικών ήχων, η μοίρα για όλους τους Roger Dean, Ken Kelly, Rodney Matthews, Mark Wilkinson υπήρξε ακόμα πιο απαξιωτική. Ο αρχικός υποβιβασμός της σημασίας του artwork στις διαστάσεις του cd, οδήγησε στην βαθιά απαξίωση ενός “εξώφυλλου” το οποίο συχνά είναι μια πρόχειρη και γρήγορη ψηφιακή επεξεργασία για να συνοδεύει οπτικά το μουσικό έργο στις πλατφόρμες αυτές. Η συγκεκριμένη φτηνή προχειρότητα, όταν καλλιτέχνες συχνά επιλέγουν ψωνίζοντας από ψηφιακές αποθήκες τέτοιων εικόνων, ανάλογα με την τσέπη τους και την πρόθεσή τους, μπορεί να βρεθεί και σε μια έκδοση φυσικών προϊόντων.
Στις αχανείς ψηφιακές αποθήκες του πλανήτη, τα λειτουργικά έξοδα είναι μηδαμινά, αλλά πέρα από τους απόλυτα πετυχημένους καλλιτέχνες εκατομμυρίων δεδομένων και δυσθεώρητων αριθμητικών στοιχείων, οι υπόλοιποι έχουν σχεδόν μηδενικές αποδοχές. Το πιθανό αντίδοτο σε μια νέα ουσιαστικά άδικη μεταχείριση των νέων μουσικών μονοπωλίων είναι η στήριξη των καλλιτεχνών από πιστές βάσεις οπαδών και η μερική επιστροφή στο φυσικό φορμάτ. Σε έναν μουσικό πλανήτη που ουσιαστικά έχει δολοφονήσει τα αντικείμενα, ελαχιστοποιώντας το κόστος διακίνησης της μουσικής δημιουργίας, οι ανεξάρτητοι μουσικοί που έχουν αναλάβει εξ ολοκλήρου τη διαχείριση του έργου τους και την προώθησή του στη διαθέσιμη αγορά, χτίζουν εκείνη τη γέφυρα που επιμένει να γεφυρώνει τον γκρεμό ανάμεσα στις εποχές. Μαζί τους και κάποιες ενεργές δισκογραφικές που ισορροπούν διπλωματικά, και διαχειρίζονται το αγοραστικό κοινό που έμεινε αμετακίνητο στις παλιές συνήθειες. Αρχίζει να γίνεται όλο και πιο ευκρινές πως η απόλυτη εφαρμογή κάποιων τεχνολογικών προνομίων εξυπηρετεί αποκλειστικά κυνικά επιτήδειους επιχειρηματίες.
Όσο υπάρχουν εραστές των ήχων που απαντούν στα αρχεία φακέλων με δισκογραφίες, με απόκτηση συλλεκτικών εκδόσεων και φυσικών προϊόντων, η διαδικασία σύνδεσης της μουσικής με έναν παραδοσιακά συναισθηματικό τρόπο θα αντιστέκεται στη μεταφορά κάθε εντύπωσης στο σύμπαν της ψηφιακής παραίσθησης.