Editorial – ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ: Μεταμοντέρνοι πειρατές

EDITORIAL

Στη Regent Street του Λονδίνου, στο Imperial House και σε μια σουίτα γραφείων με μόλις τρεις χώρους, ίδρυσε ο William Hinds, κωμικός και επιχειρηματίας, τη δική του κινηματογραφική εταιρεία το 1934, με το όνομα “Hammer Productions”. Η εταιρεία πήρε το όνομά της από το καλλιτεχνικό επώνυμο του Hinds, Will Hammer, το οποίο είχε επιλέξει από την περιοχή του Λονδίνου στην οποία ζούσε, το Hammersmith.

Η εταιρεία έγινε γνωστή για τη σειρά γοτθικών ταινιών τρόμου και φαντασίας που γυρίστηκαν από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 ως και τη δεκαετία του 1970. Ο Hammer επανέφερε στο κοινό κλασικούς χαρακτήρες τρόμου, όπως ο βαρόνος Victor Frankenstein, ο κόμης Dracula, και η “Μούμια”, που προσφέρθηκαν πια στο κοινό με χρώμα για πρώτη φορά.

Στην Ιταλία, από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 μέχρι την κορύφωση στη δεκαετία του ’70, ήρθαν τα περίφημα “gialli”, ταινίες με ιδιαίτερο στυλ που συνδύαζαν τρόμο, μυστήριο, έγκλημα, αγωνία και ερωτισμό. Πέρα από την αντίστοιχη λογοτεχνική παράδοση, είχαν και αυτά επηρεαστεί από τις γερμανικές ταινίες “krimi”, των αρχών της δεκαετίας του ’60.

Δεν ακούγεται πια τόσο παράλογο το γεγονός πως στις μέρες μας, με τις ασύλληπτες δυνατότητες της τεχνολογίας, υπάρχουν αμέτρητοι νοσταλγοί και εραστές όλων αυτών των παλιών παραγωγών που βρίσκουν καταφύγιο και στοιχεία τα οποία λείπουν εντελώς από τις αντίστοιχες σημερινές ταινίες. Πάρα πολλοί συλλέκτες τέτοιων παραγωγών βρίσκονται μόνιμα σε αναζήτηση ξεχασμένων θησαυρών μιας άλλης εποχής, μα περισσότερο μιας άλλης αισθητικής.

Κατά έναν μάλλον αναπόφευκτο τρόπο, η θεματολογία, η αισθητική και η δύναμη της υποβολής τέτοιων ταινιών, συνδέθηκαν έντονα με την αντίστοιχη θεματολογία και πηγή έμπνευσης αρκετών ιδιωμάτων του heavy metal, αλλά και άλλων ειδών. Και δεν φαίνεται τόσο παράταιρο αν αναλογιστεί κανείς πως ο σκοπός της τέχνης είναι να διεγείρει το συναίσθημα, να το προκαλέσει, όπως και ένα άλλο μεγάλο ζητούμενο είναι η απόδραση, η φυγή από την πραγματικότητα, από τα στεγανά της. Μπορεί να ταυτιστεί τόσο συχνά με την περιφρόνηση της ερμηνείας των πάντων, της απομυθοποίησης, του θριάμβου ενός πεζού ρεαλισμού που θα καταδείξει τη διαδρομή κάθε συμβάντος γύρω μας.

Όταν ο τρόμος απλώνει τα πλοκάμια του στον μυστικισμό, το χαρμάνι αρχίζει να γίνεται απαγορευμένο για πολλούς θιασώτες του συντηρητισμού. Αυτές οι γέφυρες επικοινωνίας έφεραν σε περασμένες δεκαετίες την κατακραυγή συντηρητικών ομάδων και οργανώσεων απέναντι στη σκληρή μουσική. Μια στοιχειώδης αίσθηση αντίληψης πως η μουσική μπορεί να χρησιμοποιήσει διάφορα εργαλεία, όπως ο κινηματογράφος, το θέατρο ή η λογοτεχνία για να υποβάλλει τον ακροατή, ήταν αρκετή για να βαφτίσει καλλιτέχνες με διάφορους υπερβολικούς αιρετικούς προσδιορισμούς. Η αντίδραση πολλών μουσικών ήταν να ωθήσουν τη σύγκρουση στα άκρα, καταδεικνύοντας ταυτόχρονα με αυτό την ανοησία αυτών των ανθρώπων που ήταν ικανοί να πιστέψουν οποιαδήποτε ειρωνική ακρότητα.

Σήμερα, το λεγόμενο vintage ρεύμα στον σκληρό ήχο γνωρίζει μια άνθηση που μοιάζει σχεδόν σαν αντίδραση σε όλα αυτά που έφερε η τεχνολογία στη μουσική αυτή. Υπάρχει μια ενεργή στρατιά δημιουργών που περιφρονεί τις εξελίξεις και προτιμά να καταφεύγει σε επιλογές του παρελθόντος για να χαράξει το δικό της δρόμο. Μαζί με όσους δέχονται με αληθινή ευγνωμοσύνη αυτή την προσέγγιση, μοιάζει να υπάρχει ένας κόσμος παράλληλος που αναζητά με αγωνία ερεθίσματα που γίνονται όλο και πιο σπάνια, στιγμές που είναι φτιαγμένες από απτά ερεθίσματα και συγκινήσεις μακριά από την ψηφιακή φτήνια.

Η επαφή με έναν κόσμο που χάνεται, έναν κόσμο με παραμελημένες εικόνες, έναν θησαυρό αισθήσεων που δεν έχει σήμερα τη δυνατότητα να κάνει θόρυβο, ήρθε πρώτη φορά τόσο έντονα όταν βούτηξα στον κόσμο των And Also The Trees και στη βουκολική, απόκοσμη ποίηση του τραγουδιστή Simon Huw Jones. Ένας έντονος συνδυασμός λαογραφίας, μυστηρίου, τρόμου, φυσιολατρίας, ενδοσκόπησης και σκιαγράφησης αλλόκοτων, μοναχικών ηρώων, άλλαξε ριζικά τη λειτουργία της αντίληψής μου. Οι δυνατές κορνίζες της εξοχής που έκλειναν τα μυστικά ενός κόσμου που άλλαζε, των ανθρώπων που έχασαν το δρόμο τους, τα επαγγέλματα που χάνονταν στη δίνη της εξέλιξης, τα σκοτεινά μυστικά των τόπων που σημαδεύτηκαν από μεγάλες ιστορικές συμφορές, όλα επιμένουν να περιφρονούν την αισθητική του παρόντος, την ταχύτητα της εποχής, την επιλεκτική ματιά της τεχνολογίας, την απουσία του μεγάλου ορίζοντα. Όλα ήταν ένας ακόμα κρίκος σε εκείνη την αλυσίδα που συνδέει τους ανθρώπους με έργα περασμένων εποχών και αισθητικές που για τους σημερινούς μανιακούς της εξέλιξης μοιάζουν παρωχημένες.

Όλα τα παραπάνω αποτελούν την αιτία για την οποία μια ισχυρή οικειότητα προηγήθηκε της έλξης μου για τα τραγούδια, όταν ήρθα σε πρώτη επαφή με το φετινό δίσκο των Green Lung. Αυτή η εικαστική γοητεία της πρότασης φυγής από έναν κόσμο με γεωμετρικούς κανόνες θεώρησης και δράσης ήταν άλλος ένας πολεμιστής στην αόρατη στρατιά απέναντι στην πεζότητα του μοντερνισμού. Πίσω τους νομίζω πως είδα το μορφασμό επιβεβαίωσης του Lee Dorian, τις παλιές αφίσες της Hammer, την ακέφαλη γυναίκα από πηλό του Simon Jones, και ένα σωρό άλλα καρέ από μύθους, δοξασίες και εικόνες που θρέφονται από μαζική περιφρόνηση.

Σε έναν κόσμο όπου η ταχύτητα της εξέλιξης μοιάζει να απειλεί την αξία της ίδιας της πραγματικότητας, η σύμπραξη με τους μεταμοντέρνους πειρατές, φαντάζει τουλάχιστον σαν μια προσωρινή, ήρεμη παρηγοριά.

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 903 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.