DAVID BOWIE: “Low”

ALBUM TRIBUTE

Βρισκόμαστε στις απαρχές του 1976. Ο λεπτός λευκός δούκας και ο Ziggy σαν περσόνες αποτελούσαν παρελθόν, το glam και το blue eyed soul έκαναν τον κύκλο τους, και ο χρόνος βρίσκει τον Bowie καταπονημένο, καταβεβλημένο. Κατά δήλωσή του, δε θυμάται την ηχογράφηση του “Station to Station”, συνέπεια των καταχρήσεων. Την ίδια στιγμή, πρωταγωνιστεί στο “The man who fell to earth”του Nicolas Roeg. Αυτό πάντως που σίγουρα θυμόταν είναι ότι η πρότασή του για το soundtrack απορρίφθηκε από τον σκηνοθέτη. Αυτή η πικρία, ένα still από την ταινία με ένα κιτρινωπό/πορτοκαλί φόντο αποπνέοντας χαμηλό (low) προφίλ και μερικές ορχηστρικές ιδέες οδήγησαν στο “Low”, γνωστό και ως πρώτο άλμπουμ της τριλογίας του Βερολίνου.

Αν ήταν αφιερωμένο σε ένα θεό το “Low”, αυτός θα ήταν ο Ιανός, ο θεός όλων των ενάρξεων και των μεταβάσεων. Ο σταρ μας εξουθενωμένος μοιράζεται την ίδια ανάγκη απεξάρτησης και επανεκκίνησης με τον Iggy Pop μετά τους Stooges και πηγαίνει μαζί του στο Chateau d’Hérouville για να ξεκινήσει ένα νέο δημιουργικό κεφάλαιο. Εκεί ηχογραφεί το “The Idiot” του Pop, για το οποίο γράφει και την περισσότερη μουσική, και ξεκινάει και το “Low”, με την παρέα του Brian Eno και του συνοδοιπόρου, (σχεδόν) πάντα στην παραγωγή Tony Visconti. Στην πορεία, μετακομίζει με τον Pop στο Βερολίνο, όπου θα ολοκληρώσει και το άλμπουμ, αφήνοντας το Los Angeles και τους πειρασμούς του μακριά.

Το “Low“ συγκρίνεται με το “Idiot” και όντως υπάρχει κοινός τόπος, αλλά η δική μου άποψη είναι ότι το “Lodger”, 3ο της τριλογίας μοιάζει πιο πολύ. Το “Another Green World” του Brian Eno είναι μια αναμφισβήτητη επιρροή. Εκεί, στο 1975, ο Eno μετά τους Roxy Music αφήνει και αυτός πίσω του το glam και στοχεύει στο art rock, αν και αυτοί οι όροι μοιάζουν λίγοι για να περιγράψουν τόσο ιδιοφυή έργα.

Το πρώτο μισό του δίσκου είναι ένας αυθεντικός art rock δίσκος, με τα τότε, τα σημερινά και τα μελλοντικά δεδομένα. Ενδοσκοπικά, mid-tempo κομμάτια, με αρκετή δόση synthesizer και ηλεκτρονικές, kraut-rock επιρροές. Τύμπανα, παιγμένα από τον Dennis Davis και πειραγμένα από τον Visconti, σχεδόν μπουκωμένα, τα οποία πολλοί προσπάθησαν να μιμηθούν. Κιθάρες σε κάπως συνοδευτικό ρόλο αντί να παράγουν ριφ από τον συνήθη ύποπτο Carlos Alomar αλλά και lead guitar από τον Ricky Gardiner.

Η αρχή με το ορχηστρικό “Speed of life” λειτουργεί σαν βηματοδότης, δίνει κατευθείαν το μουσικό στίγμα, τον ήχο που θα ακολουθήσει, με τα πνιγμένα ντραμς και έναν ήχο ταξιδιάρικο και συνάμα ξερό, θυμίζοντας το “SkySaw” που ανοίγει το“Another Green World” του Eno. Το“Breaking Glass”είναι κυνικό (“You’re such a wonderful person, But you got problems, I’ll never touch you”), σύντομο και ιδιόρρυθμο, και δίνει τη σκυτάλη στο πιο upbeat “What in the world” που θυμίζειTalking Heads πριν τους Talking Heads, και φτάνουμε στο“Sound and Vision”, στο οποίο ο Bowie αργότερα έδωσε και όνομα περιοδείας. Το κομμάτι έχει την εξής παραξενιά: μέχρι να μπουν τα φωνητικά με τους στίχους περνούν σχεδόν 2 γλυκά, ανδρόγυνα λεπτά, χρόνος απαγορευτικός για ένα συμβατικό ποπ κομμάτι. Πάντως όταν μπαίνουν, (“Don’t you wonder sometimes, about sound and vision?”) με το πρώτο μισό τραγουδισμένο μπάσα και το δεύτερο μισό πιο ψηλά, γράφουν ιστορία, προσφέροντας μια ευγενική κατάδυση στην κατάθλιψη, πολύ διαφορετική ας πούμε από αυτή στην οποία μας τράβηξαν το 1989 οι Cure στο “Disintegration”. Αυτό ήταν και το πρώτο single, με το δεύτερο το “Be my wife”, μια περίπου new wave εξέλιξη ενός soul τραγουδιού, με στίχους προφανώς βγαλμένους από την ψυχή (“Sometimes you get so lonely”).

Το αλληγορικό “Always crashing  in  the  same car”, μάλλον αναφέρεται στα αδιέξοδα της ζωής ενός ροκ σταρ και κάπου εκεί μεταβαίνουμε στο Βερολίνο. Ο τίτλος “A new career in a new town” είναι προφανώς μια αναφορά σε αυτή την αλλαγή. Μελαγχολικό και ελπιδοφόρο συνάμα, με τη πανέμορφη χαρμόνικα του Bowie να ζωγραφίζει σε ένα λιτό καμβά.

‘Οσοι έχουμε πικάπ, γυρνάμε πλευρά και συνεχίζουμε ορχηστρικά και με ambient κατεύθυνση, και βλέπουμε το δεύτερο πρόσωπο του Ιανού. 10 χρόνια αργότερα ένας άλλος David, ο David Sylvian κάνει κάτι παρόμοιο στο “Gone to Earth”.

Ο Bowie εμπνεύστηκε από την επίσκεψή του στην πρωτεύουσα της Πολωνίας η οποία του φάνηκε πολύ χλωμή, και παραγγέλνει στον Eno ένα θρησκευτικό ύμνο για να αποτυπώσει την ατμόσφαιρα. Το κομμάτι παρά την αντιεμπορικότητά του θα ανοίγει την επικείμενη περιοδεία και 25 χρόνια μετά την περιοδεία του “Heathen”, με τον ίδιο το Bowie να παίζει το ιδιαίτερο όργανο “Chamberlin”.Το “Warszawa” θα μείνει στην ιστορία για την υποβλητική ατμόσφαιρα, τους στίχους που δε σημαίνουν τίποτα αλλά καταλήγεις να τους τραγουδάς με ένα καλό ζευγάρι ακουστικά και χαμηλό φωτισμό, και κυρίως τα μπάσα φωνητικά του Bowie που τραντάζουν. Πληροφοριακά, “Warszawa” ήταν το πρώτο όνομα των Joy Division.

Το λυρικό και πικρό “Art Decade”(λέγεται ότι αναφέρεται στην παρακμή της τέχνης στο Βερολίνο εκείνα τα περίεργα χρόνια) φέρει πάλι φαρδιά πλατιά τη σφραγίδα του Eno.Οι Tangerine Dream είναι σαφής επιρροή στο αποκαλυπτικό “Weeping Wall”, και οι ακατάληπτοι στίχοι του μοναδικού “Subterraneans” σε συνδυασμό με το κλάμα στο σαξόφωνο του Bowie κλείνουν συγκλονιστικά το δίσκο, μέχρι το τελικό φύσημα, μαεστρικά απλωμένο. Ιδίως αυτό το κομμάτι θα ήταν το κεντρικό σημείο αναφοράς για το απορριφθέν soundtrack τou“Man who fell to earth”. Ο Bowie θα το στείλει στον Roeg με την υποσημείωση: αυτό είχα στο νου μου.

Ίσως οι σαστισμένες αντιδράσεις των δισκογραφικών να αποτελούν τεκμήριο πραγματικού νεοτερισμού, π.χ.η αντίδραση της EMI όταν οι Talk Talk έριξαν το “Spirit of Eden” στο τραπέζι. Ομοίως η RCA προέβλεψε εμπορική αποτυχία όταν παρέλαβε το τελικό προϊόν και καθυστέρησε την έκδοσή του. Αν δει κάποιος ποια άλμπουμ κυκλοφόρησαν εκείνα τα χρόνια μάλλον θα σαστίσει, οπότε σε ένα βαθμό η αποτίμηση του αποτυπώματός του “Low” είναι πιο εύκολη μετά από πολλά χρόνια. Σήμερα θεωρείται θεμέλιο του art/experimental/ambient rock, από τους προπομπούς του post-punk, και απολαμβάνει καθολική αποδοχή σαν ένα αριστούργημα.

Κάποια κομμάτια έχουν τύχει απόπειρας διασκευής, π.χ. το “Sound and Vision” από τους Sea and Cake, αλλά η πιο ενδιαφέρουσα απόπειρα είναι το “Symphony No 1” του Αμερικανού κλασικού συνθέτη Philip Glass το 1992 η οποία καταπιάνεται με το “Subterraneans”, “Warszawa” και το “SomeAre”, ένα πανέμορφο outtake του άλμπουμ (κάπως πιο γλυκό σε σύγκριση με τα ορχηστρικά της δεύτερης πλευράς, θα μπορούσε να είναι ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στις δύο πλευρές).

Σμιλευμένο σε μια εποχή μετάβασης από τη ροκ δόξα και τις καταχρήσεις στην καλλιτεχνική αναγέννηση, από το L.A. στην Ευρώπη, από τα κάστρα στο Βερολίνο, από soundtrack σε άλμπουμ, είναι η πιο ρηξικέλευθη πρόταση του Bowie. Τολμώ να πω πως μόνο το “Outside” του 1995 αποπειράθηκε να ξανακάνει κάτι τόσο ριζοσπαστικό. Παράλληλα, εκκίνησε μια τριλογία που για πολλούς αποτελεί το φιλέτο μιας τεράστιας και πολύ ευρείας γκάμας. Το “Heroes” σε γενικές γραμμές θα το ακολουθήσει, αν και με λίγο πιο θετικό πρόσημο, και το “Lodger” θα απομακρυνθεί αρκετά από το electro-ambient στυλ των δύο προηγουμένων.

Τo“Low” είναι ένα μελαγχολικό άλμπουμ, όσο και φουτουριστικό, πειραματικό. Ένας συνδυασμός, μία αισθητική και ένα αμάλγαμα μάλλον αδύνατον να δημιουργηθεί τη σήμερον ημέρα, όσο και να αγαπάμε τη μουσική, την εξέλιξη της και πάντα να βρίσκουμε καινούρια  σωσίβια για την επιβίωση μας.

Η μελαγχολία του συγκεντρώνεται γύρω στον ήρωά του και τις αναζητήσεις του, και γύρω στο νέο του περιβάλλον, το κρύο, χωρισμένο στα δύο Βερολίνο του τοίχους. Πάντως η απώτερη μελαγχολία που μου προκαλεί σχεδόν 50 χρόνια μετά είναι η διαπίστωση ότι ο πειραματισμός, η δημιουργία κάτι πραγματικά νέου και διαφορετικού, φθίνει. Ίσως να είναι φυσικό επόμενο, με τόσο πλούτο και δημιουργία στην ποπ/ροκ (πες την όπως θες).

Πόσοι όμως παραγωγοί σήμερα θα φάνε βδομάδες να πειράξουν τον ήχο στα τύμπανα παίζοντας με ένα μηχάνημα;

Πόσοι Eno υπάρχουν να φέρουν περίεργα μηχανήματα στο στούντιο και να σπάνε τα κεφάλια τους πως θα γεννήσουν κάποιον καινούριο ήχο;

Πόσοι μουσικοί σήμερα μπορούν να συνδυάσουν τόσα βιώματα όπως αυτή η ομάδα 45 χρόνια πριν;

Πόσοι Bowie υπάρχουν σήμερα;

Blue, blue, electric blue
That’s the colour of my room
Where I will live
Blue, blue
Pale blinds drawn all day
Nothing to do, nothing to say
Blue, blue
I will sit right down
Waiting for the gift of sound and vision
And I will sing
Waiting for the gift of sound and vision
Drifting into my solitude
Over my head

Avatar photo
About Χρήστος Αθανασιάδης 8 Articles
Κάπου στο χρόνο, ψάχνοντας την Ατλαντίδα και το πνεύμα της Εδέμ, με ένα σιωπηλό τρόπο. Ένας άρχοντας της πραγματικότητας που ψάχνει τη γη της επαγγελίας, τη χαμένη παιδική ηλικία, ζώντας ένα έργο πάθους, κόκκινο. Περιπλανώμενος από σταθμό σε σταθμό, ανάμεσα στην οδό μαλχόλαντ και τη χαμένη λεωφόρο.