DAMANEK: “Making Shore”

ALBUM

Να λοιπόν που άξαφνα βρίσκω τον εαυτό μου στην οροσειρά Mahalangur των Ιμαλάϊων να σκαρφαλώνει πάνω σε ένα μουσικό θέμα που ακούγεται σαν θριαμβικό τηλεοπτικό score των 80’s, έχοντας τον ευσεβή πόθο να ρίξω το στίγμα της σκιάς μου πάνω στο βορειοανατολικό Νεπάλ. Το κινηματογραφικό εναρκτήριο “A Mountain of Sky” είναι μόνο το ξεκίνημα μιας οικουμενικής ακουστικής περιπλάνησης.  Πώς όμως βρέθηκα μπλεγμένος σε αυτή τη μουσική γεωγραφική περιπέτεια αποδεικνύεται πραγματική απρόσμενη ευτυχία και μόνο κάποιοι σαν τους δημιουργούς της θα μπορούσαν να ονομάσουν τη δουλειά τους “Making Shore”, και να είναι απόλυτα εύστοχοι.

Οι Damanek είναι ουσιαστικά ένα σταθερό τρίο που αποτελείται από τον πολυοργανίστα, τραγουδιστή και συνθέτη Guy Manning, τον κημπορντίστα Sean Timms, και τον σαξοφωνίστα/κημπορντίστα Marek Arnold. Η σύντομη προϊστορία τους έχει την έναρξή της στο 2017, και είμαστε αντιμέτωποι με το τρίτο άλμπουμ τους πια. Με μια συνοπτική προσέγγιση αυτής της νέας συνθετικής τους προσφοράς, έχουμε να κάνουμε με μια ακόμα πιο απαιτητική, υποδειγματική, πλούσια και λειτουργική διαχείριση όλων των χαρακτηριστικών που κουβάλησε το σχήμα από το ξεκίνημά του. Το progressive rock των Damanek είναι στην πραγματικότητα μια ισορροπημένη επιστράτευση πληθώρας ήχων και διαθέσεων τόσο από τα οικεία δεδομένα του είδους, όσο και από easy jazz, funk, folk, pop, neoclassical αλλά και world music. Τα τραγούδια είναι πλημμυρισμένα από ήχους και όργανα σε μια παροιμιώδη αρμονία, οι παρεμβολές του πιάνου, των πλήκτρων  αλλά και των πνευστών, προσθέτουν μια πανοραμική ανάπλαση των θεμάτων, ενώ παράλληλα υπάρχει μια ευγενική και ιαματική αύρα μέσα τους.

Το τρίο, όπως συνηθίζει άλλωστε, έχει επιστρατεύσει έναν σεβαστό αριθμό καλεσμένων μουσικών, που εμπλουτίζουν με την αψεγάδιαστη παράστασή του ο καθένας, τον ηχητικό κήπο των συνθέσεων. Οφείλω να κάνω ιδιαίτερη μνεία στον εκπληκτικό ντράμερ Brody Thomas  Green, όπως και στις Julie King και Amanda Timms, που μαζί με τον Kevin Currie κάνουν απίθανη δουλειά στα δεύτερα φωνητικά, απογειώνοντας τη συνολική αίσθηση σε πολλές στιγμές. Όλες οι συνδρομές των μουσικών εναρμονίζονται στο συνολικό πλάνο των κεφαλών και η μουσική αίσθηση έχει συνολικά έναν αέρα ουμανισμού και ανανέωσης. Ακόμα και στο πρώτο μαύρο σύννεφο του άλμπουμ, το ποιητικά πικρό “Noon Day Candles”, με την αποσπασματική ευδαιμονία και πρόοδο του ανθρώπινου πολιτισμού που δεν κατάφερε ακόμα να εξασφαλίσει ένα γεμάτο πιάτο σε όλα τα παιδιά του κόσμου, ξεδιπλώνεται με έναν παραπονιάρικο, ευγενικό λυρισμό.

Η μεταφορική, αφηγηματική τους διάθεση μας μετατρέπει σε ταξιδιώτες αυτού του κόσμου, από το Θιβέτ στην Αμερική, και από τον Μεγάλο Κοραλλιογενή Ύφαλο της Αυστραλίας στη Μεσόγειο. Στο πρώτο μέρος του δίσκου με αυτόνομα τραγούδια και διαφορετικά θέματα, η στιχουργική ευαισθησία των δημιουργών σε συνδυασμό με την ομορφιά και την ισορροπημένη συνύπαρξη των ήχων, δίνει μικρούς θριάμβους όπως στο δελεαστικά ρυθμικό, οικολογικό “Back2Back”, με θέμα την κλιματική αλλαγή. Αυτός ο κάπως παράταιρος συνδυασμός αναδεικνύει σε στιγμές ενδιαφέροντα αποτελέσματα, καθώς ποτέ δεν φανταζόμουν πως θα μου δινόταν η ευκαιρία να κρυφοκοιτάξω την εξομολόγηση ενός αγρότη με τη συνοδεία τέτοιας μουσικής όπως στο “Americana”. Από τα δυο “τραγούδια της θάλασσας”, το “In Deep Blue Sea” ξεδιπλώνει ένα πολύ προσωπικό θέμα του Manning, όταν ο γιός του κατάφερε να υπερβεί τα προβλήματά του και να πραγματοποιήσει το προσωπικό στοίχημα της κατάδυσης σε βαθιά θάλασσα.

Στο δεύτερο μέρος του “Making Shore” έχουμε το έπος “Oculus” που ξεδιπλώνεται σε πέντε μέρη και διάρκεια 30 λεπτών. Είναι η φανταστική, παραβολική ιστορία ενός ανθρώπου που ανακαλύπτει μια εναλλακτική πραγματικότητα μέσα από τον καθρέφτη του. Με αυτό τον τρόπο ταξιδεύει και δοκιμάζει διαφορετικές ζωές μέχρι που κάποια στιγμή στο τελευταίο του ταξίδι, ο καθρέφτης σκεπάζεται και δεν μπορεί να επιστρέψει. Μεταφέρεται στην εποχή που ήταν νέος, και αυτό του δίνει δύναμη και νέα εκτίμηση για τη ζωή. Όταν τελικά καταφέρνει να επιστρέψει στον πραγματικό κόσμο, είναι επιτέλους ευτυχισμένος.

Η απόδοση της ιστορίας ανοίγει με το έντονο και κινηματογραφικό “Overture”, που υψώνει σταδιακά μια αγωνία. Σε όλες τις στροφές της αφήγησης, η μουσική παραμένει επαρκής και περιγραφική, ενώ προσωπική μου εμμονή αποτελεί ο τόσο ανυψωτικός ύμνος “Act II The Corridor”, με τη μοναδική ρυθμική ελκυστική του ροή.

Μοιάζει να έχει έρθει η στιγμή για τη φήμη των Damanek να αποτελέσει κτήμα μεγαλύτερου αριθμού ακροατών. Με ένα έργο λεπτομερές, φωτεινό αλλά και σκεπτόμενο, με ένα πλήθος αναγωγών που μπορεί να ξεκινούν από τους Jethro Tull,  λόγω των φωνητικών του Manning σε αρκετές στιγμές, και να καταλήγουν στους Alan Parsons Project, ή ακόμα και στον Meat Loaf και τον Christopher Cross, αλλά την ίδια στιγμή και με προσωπικό στίγμα, οι τρεις συνεργάτες ταρακούνησαν συθέμελα τον χώρο τους.

Με τον δίσκο να είναι αφιερωμένος στον πρόσφατα εκλιπόντα Paul Hanlon, που βοήθησε οικονομικά το σχήμα και υπήρξε φίλος τους και γνώριμη μορφή στο χώρο, η ανταπόδοση και το αίσθημα ευγνωμοσύνης είναι το πιο κατάλληλο περιτύλιγμα γι’ αυτό το ξεχωριστό μουσικό δώρο.

Είδος: Progressive rock
Εταιρεία: Giant Electric Pea
Ημερομηνία κυκλοφορίας: 13 Ιανουαρίου 2023

Website: http://www.guymanning.com/damanek/damanek-index.html
Facebook: https://www.facebook.com/DamanekBand/

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 1189 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.