Στις 2 Νοεμβρίου 1985 ανακοινώνεται από τον μουσικό τύπο η διάλυση των The Sisters of Mercy, με τις αποχωρήσεις του κιθαρίστα Wayne Hussey και του μπασίστα Craig Adams, να αφήνουν τον τραγουδιστή Andrew Eldritch ολομόναχο με το πιστό του drum machine “Doktor Avalanche”.
Ακολούθησε η σύντομη αποτυχημένη απόπειρα του project “Sisterhood”, με φωνητικά από τον φίλο του James Ray, και μια μικρή συνδρομή της επόμενης συνεργασίας του, της μπασίστριας Patricia Morrison (ex- Gun Club). Επέστρεψε άμεσα στο όνομα The Sisters of Mercy, και κάποια στιγμή μετακόμισε στο St. Pauli. Στο έντονα υγρό περιβάλλον του Αμβούργου έγραψε όλα τα τραγούδια του επόμενου άλμπουμ, το οποίο πήρε τον ανάλογο τίτλο “Floodland”. Πολλοί έχουν περιγράψει το άλμπουμ σαν μια σειρά τραγουδιών με εικόνες της αποκάλυψης που φυτρώνουν ανάμεσα στις πολιτικές και προσωπικές εντυπώσεις ενός κυνικού παρατηρητή.
Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Eldritch, το “Floodland” ήταν στην πραγματικότητα ένα απόλυτα προσωπικό άλμπουμ, καθώς πέρα από τα εκτελεστικά καθήκοντα στο μπάσο, η παρουσία της Morrison είχε μηδενική συνεισφορά στη σύνθεση. Έχοντας ακόμα στο μυαλό του μετά την ολοκλήρωση του πρώτου άλμπουμ, την προοπτική να δουλέψει με τον περίφημο Αμερικανό παραγωγό Jim Steinman, o Eldritch δελέασε τον Steinman αρχικά με το “This Corrotion”, ενώ τον χρησιμοποίησε για να εξασφαλίσει τον κατάλληλο προϋπολογισμό από τη δισκογραφική.
Συνεργάστηκε μαζί του για την ηχογράφηση των “ This Corrotion” και “Dominion/Mother Russia”, η οποία ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 1987 στη Νέα Υόρκη. Χρησιμοποίησαν τα Power Station Studios στο Manhattan, και συνεργάστηκαν με τον μηχανικό ήχου Larry Alexander. O Steinman χρησιμοποίησε έξι τραγουδιστές και 40 μέλη της χορωδίας της Νέας Υόρκης, παρά τους αρχικούς ενδοιασμούς του Eldritch, ο οποίος παραδέχτηκε πως τελικά λειτούργησε καλά στο τελικό αποτέλεσμα. Το υπόλοιπο άλμπουμ ηχογραφήθηκε στην Αγγλία, αρχικά με κάποιον άγνωστο παραγωγό που γρήγορα απολύθηκε, και ο Eldritch επιστράτευσε τον Alexander σαν συμπαραγωγό.
Η έμπνευση για το “Dominion/Mother Russia” προήλθε από το “Ozymandias”, ένα σονέτο του Άγγλου ρομαντικού ποιητή Percy Bysshe Shelley (1792-1822). Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο τεύχος της 11ης Ιανουαρίου 1818 στο “The Examiner” του Λονδίνου, συμπεριλήφθηκε τον επόμενο χρόνο στην ποιητική του συλλογή, “Rosalind and Helen, A Modern Eclogue”, και τέλος σε μια μεταθανάτια συλλογή ποιημάτων του που εκδόθηκε το 1826. Ο Shelley είχε γράψει το ποίημα σε έναν φιλικό διαγωνισμό με τον συνάδελφό του ποιητή Horace Smith (1779-1849), ο οποίος έγραψε και αυτός ένα ανάλογο σονέτο. Το ποίημα αναφέρεται στην παγκόσμια μοίρα της ιστορίας και την φθορά του χρόνου. Ακόμα και οι παντοδύναμες αυτοκρατορίες είδαν κάποτε την κληρονομιά τους να περνά στη λήθη του χρόνου, και γ’ αυτό χρησιμοποιείται στο ποίημα το παράδειγμα της αλαζονείας και της ύβρης ενός τυράννου που είχε την ψευδαίσθηση πως η κυριαρχία του θα κρατούσε για πάντα. Παράλληλα, το στιχουργικό μέρος του “Mother Russia” ασχολείται με την εκπόρνευση της Ευρώπης από την Αμερική, ένα προσφιλές θέμα για τον Eldritch, που έτρεφε μια πελώρια σχέση μίσους με την απέναντι πλευρά του ωκεανού. Τη στιγμή της κυκλοφορίας, ισχυρίστηκε πως ήταν μια έκκληση προς τη Δύση να παραδώσει το Βερολίνο στους Σοβιετικούς, αφού στην πραγματικότητα κατείχαν την πόλη και μόνο ένας ανόητος μπορούσε να ισχυριστεί το αντίθετο. Επηρεασμένος και από την πυρηνική καταστροφή του Τσερνομπίλ το 1986, αισθάνεται παγιδευμένος στην Κεντρική Ευρώπη με τα επίπεδα ραδιενεργών σωματιδίων στην ατμόσφαιρα να αυξάνονται δραματικά. Είχε αυτή την αποκαλυπτική αίσθηση πως όλοι ήταν στριμωγμένοι στα τροχόσπιτά τους και η Μητέρα Ρωσία τους έριχνε τη μολυσμένη βροχή της, κάτι που αναμφισβήτητα τους άξιζε, σύμφωνα με τον Eldritch.
Ο εκκεντρικός μουσικός είχε την ιδέα να γυρίσουν το βίντεο για το τραγούδι στην Πέτρα της Ιορδανίας, την επιβλητική, λαξευμένη στα βράχια πόλη. Δεν ήταν βέβαια ακριβώς και η πιο ασφαλής ιδέα, καθώς υπήρχε ο πόλεμος του Ιράκ και του Ιράν στη Λωρίδα της Γάζας. Ο σκηνοθέτης David Hogan είχε πει πως το State Department τους επισήμανε πως δεν συνιστούσαν σε Αμερικανούς να πάνε εκείνη την εποχή στην περιοχή, κυρίως όλων αυτών που συνέβαιναν με το Ισραήλ. Αποφάσισαν να πάρουν το ρίσκο και να ταξιδέψουν να το κάνουν.
Τα γυρίσματα έγιναν λοιπόν κατά τη διάρκεια του πρώτου πολέμου στον Περσικό Κόλπο και ο Βασιλιάς της Ιορδανίας αποδείχθηκε πολύ χρήσιμος για τον Αμερικανό σκηνοθέτη και το συνεργείο του. Για παράδειγμα, μπόρεσαν να δανειστούν ένα στρατιωτικό ελικόπτερο, και ένα μεγάλο μέρος του βίντεο γυρίστηκε εύκολα με τη βοήθεια αυτού του τεράστιου ελικόπτερου. Βέβαια, δεν ήταν όλα εύκολα. Ο Andrew Eldritch φοβόταν τα άλογα, την πρώτη μέρα χιόνιζε στην έρημο, και οι καμήλες ήταν πολύ δύσκολες στη συνεργασία. Ο Hogan σχεδόν αναγκάστηκε να κόψει όλες τις σκηνές με καμήλες. Τα ζώα σίγουρα δεν εκτιμούσαν τις κάμερες και δεν σκόπευαν εύκολα να κάνουν αυτό που σχεδίαζε ο Hogan. Ένας από τους Βεδουίνους πρότεινε να ντύσουν την κάμερα με μανδύες, για να μοιάζουν με ανθρώπους.
Οι ντόπιοι ήταν ευγενικοί και βοήθησαν στο καστ και το συνεργείο. Αρκετοί από τους μεγαλύτερους Βεδουίνους είχαν ακόμη και εμπειρία έχοντας δουλέψει μπροστά στην κάμερα στον Λόρενς της Αραβίας. Αλλά μόνο οι άντρες μπορούσαν να είναι στην κάμερα. Όλα όσα υποσχέθηκαν εκπληρώθηκαν, αλλά όταν ζήτησαν από τρεις γυναίκες με παραδοσιακή ενδυμασία (καλυμμένες με μπούρκα) να περιληφθούν στο πλάνο, η απάντηση ήταν κατηγορηματικά όχι.
Το τραγούδι εξαφανίστηκε πρόσφατα από τις λίστες των ζωντανών εμφανίσεων της σημερινής μορφής της μπάντας. Σίγουρα, όπως παραδέχτηκε ο Eldritch, δεν ήταν και το πιο εύκολο πράγμα να τραγουδά “Mother Russia, rain down”, μετά την εισβολή στην Ουκρανία. Αν και παίχτηκε ελάχιστα στην Αυστραλία, κυρίως για να αποδείξουν πως δεν τρέπονται για όσα έλεγε για την εποχή του, έγινε μεγάλη συζήτηση αν τελικά χωρούσε στη δύσκολη αυτή συγκυρία, η οποία δίχασε ακόμα και τον μουσικό κόσμο σε επίσημες τοποθετήσεις.