Ένα τραγούδι που είχε τον πρόχειρο τίτλο “MC5”, ήταν ανάμεσα στα τραγούδια που δούλευαν οι Rage Against The Machine, επιστρέφοντας το 1998 για το κρίσιμο τρίτο άλμπουμ τους, που θα είχε τελικά τον τίτλο “The Battle Of Los Angeles”. Σε πείσμα πολλών που προέβλεπαν πως οι εντάσεις μεταξύ των μελών δεν θα τους άφηναν να συνεχίσουν, το γκρουπ βρήκε τις ισορροπίες του. Η κωδική ονομασία του τραγουδιού είχε να κάνει με το ακατέργαστο ύφος του, που παρέπεμπε σε The Stooges και MC5, μέσα πάντα από το ξεχωριστό φίλτρο της μπάντας.
Το κύριο ριφ του τραγουδιού στριφογύριζε επίμονα στο κεφάλι του Morello, και όταν δέθηκε μοναδικά με το θέμα του μπάσου, του ήταν αδύνατο να μην φαντάζεται ένα τεράστιο κοινό σε μεγάλο φεστιβάλ να χοροπηδά πάνω κάτω με αυτό. Ο Zack de la Rocha είχε πια ένα εύφλεκτο υλικό να ντύσει με το στιχουργικό του ταλέντο. Δεν του ήταν καθόλου δύσκολο να αναφλεγεί ενάντια στην καπιταλιστική απληστία, την κατάκτηση των ιθαγενών της Αμερικής, τη σκλαβιά, τις αμερικανικές δυνάμεις που βομβάρδισαν τη Χιροσίμα στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τη χρήση του αερίου “agent orange” στον πόλεμο του Βιετνάμ. Με τους υπόλοιπους να έχουν αναλάβει τα ηνία της μουσικής, ο Zack ένιωσε αισθητά απελευθερωμένος να ασχοληθεί με τους στίχους, και η συνολική διαδικασία αποδείχτηκε πιο υγιής και ευχάριστη με τον τρόπο αυτό.
Το τραγούδι ήταν το “Sleep Now In The Fire”, μια ιδανική σύνοψη θυμού, ευρηματικότητας, ενέργειας και ρυθμού. Μια τυχαία δοκιμή του Morello με ένα παλιό πεντάλ του, του έδωσε όταν το άνοιξε σήμα από έναν κορεατικό ραδιοφωνικό σταθμό. Στις αρχικές μίξεις του τραγουδιού είχαν το σήμα σε ολόκληρο το τραγούδι, αλλά επειδή γινόταν ιδιαίτερα ενοχλητικό, τελικά το χρησιμοποίησαν σε ένα μέρος στο τέλος του τραγουδιού. Και ο κιθαρίστας είχε κάθε λόγο να παινεύεται με ευχαρίστηση πως δεν χρησιμοποίησαν samples ούτε στο άλμπουμ αυτό, καθώς το ραδιοφωνικό σήμα έπαιζε κανονικά ένα απόσπασμα από το τραγούδι “Poison” του Κορεάτη Uhm Jung-hwa!
Το άλμπουμ “The Battle of Los Angeles” κυκλοφόρησε στις 2 Νοεμβρίου 1999 μέσα σε γενική αποθέωση, που σφραγίστηκε με την κατάκτηση της κορυφής του αμερικανικού Chart Billboard. Το τραγούδι κυκλοφόρησε σαν single δυο μέρες μετά το άλμπουμ, αλλά έμεινε μυθικό για το περίφημο βίντεο που το συνόδευσε.
Αντί να καταφύγει σε ένα από τα τυπικά promo βίντεο, η μπάντα στρατολόγησε τον αμφιλεγόμενο σκηνοθέτη και ακτιβιστή Michael Moore. Με τα προσφιλή θέματα του σκηνοθέτη, παραγωγού, σεναριογράφου, συγγραφέα και ηθοποιού να είναι η παγκοσμιοποίηση, η οπλοκατοχή, οι Αμερικανοί πρόεδροι, οι μεγάλες εταιρείες, ο καπιταλισμός, η υγειονομική περίθαλψη, ο συνδυασμός στόχευε απευθείας στα άκρα.
Ορμώμενος από το ξεκάθαρο μήνυμα του τραγουδιού για τα κακά του οικονομικού συστήματος και την εποχή της αδίστακτης απληστίας, ο Moore είχε την ιδέα να πραγματοποιηθεί ένα μέρος των γυρισμάτων μπροστά στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Το υπεύθυνο κινηματογραφικό γραφείο της Νέας Υόρκης δεν επιτρέπει τα καθημερινά γυρίσματα ταινιών στη Wall Street. Ο Moore πήρε άδεια να χρησιμοποιήσει τα σκαλιά του Εθνικού Μνημείου της Ομοσπονδιακής Αίθουσας, όχι όμως να έχει πρόσβαση στο πεζοδρόμιο ή τον δρόμο, όπως δεν είχε και την αντίστοιχη άδεια για υπερβολικό θόρυβο, ή για κατάληψη των θέσεων του παρκινγκ. Τα γυρίσματα αυτά πραγματοποιήθηκαν στις 26 Ιανουαρίου του 2000. Αμέσως μόλις το συγκρότημα άρχισε να παίζει, ένα μεγάλο πλήθος σχηματίστηκε πολύ γρήγορα, ακόμα και από κόσμο που βγήκε από τις τράπεζες και τα μεσιτεία. Γρήγορα μαζί τους, εμφανίστηκε και η αστυνομία. Η εντολή του Moore στην μπάντα ήταν κατηγορηματική: “μη σταματήσετε να παίζετε ό,τι και αν συμβεί”.
Αρχικά διέταξαν να διακοπεί η συναυλία και αμέσως μετά, βλέποντας την περιφρόνηση του Moore και της μπάντας, όρμησαν πάνω στον σκηνοθέτη. Ένας τον έπιασε από το λαιμό, κάποιος άλλος προσπάθησε να σπάσει το χέρι του. Του πέρασαν χειροπέδες και τον συνέλαβαν, ενώ άλλοι αστυνομικοί τράβηξαν τα καλώδια από τον ενισχυτή του Morello και άρπαξαν τις μπαγκέτες από τα χέρια του ντράμερ Brad Wilk. Ο Moore είχε προλάβει να φωνάξει φεύγοντας “μπείτε στο Χρηματιστήριο”, έτσι πάνω στην αναμπουμπούλα της απομάκρυνσής του, η μπάντα αλλά και περίπου διακόσιοι από τους θεατές όρμησαν και πρόλαβαν να περάσουν την πρώτη σειρά των διπλών θυρών του Χρηματιστηρίου. Μετά κάποιος πάτησε το κουμπί του συναγερμού για ταραχές μέσα στο Χρηματιστήριο, και οι μεγάλες θύρες από τιτάνιο έκλεισαν. Οι συναλλαγές όλες έκλεισαν αναγκαστικά στις 2:52 μ.μ. Ήταν η πρώτη φορά που μπορούσε να θυμηθεί κανείς το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης να μπαίνει σε lockdown μια ώρα πριν την επίσημη ώρα κλεισίματος.
Το γεγονός έγινε πρωτοσέλιδο και οι συντηρητικοί παρουσιαστές του συστήματος επιτέθηκαν με λύσσα στους Rage Against The Machine, ενώ έγινε αναφορά σε αυτό και στο προεδρικό debate που γινόταν εκείνο το βράδυ, με τον μελλοντικό πρόεδρο George W. Bush να καταδικάζει με οργή τις ενέργειές τους. Το υλικό των γεγονότων εκείνης της μέρας συνοδεύτηκε στο επίσημο βίντεο του τραγουδιού με σκηνές από μια σάτιρα του δημοφιλούς τηλεοπτικού παιχνιδιού “Who Wants to Be a Millionaire?”, που λεγόταν “Who Wants to Be Filthy Fucking Rich”. Στο τέλος του τραγουδιού ακούγεται ο ρεπουμπλικάνος πολιτικός Gary Bauer να χαρακτηρίζει τους “The Machine Rages On… oh… Rage Against The Machine”, ένα συγκρότημα κατά της οικογένειας και υπέρ της τρομοκρατίας.
Ο Moore που κρατήθηκε για μια ώρα από την αστυνομία, είχε πει εμφατικά πως αποφάσισαν να τραβήξουν αυτό το βίντεο στην κοιλιά του θηρίου, και ο Morello πως εκ των υστέρων ένιωσε μια ιστορική νίκη απέναντι στο κακό. Το τραγούδι σύμβολο της μπάντας συνοδεύτηκε από το υλικό που απαθανάτισε το απρόσμενο κλείσιμο του Χρηματιστηρίου σε ένα θεαματικό βίντεο που δίκαια θεωρείται ένα από τα καλύτερα όλων των εποχών, και με ένα μήνυμα που παραμένει επίκαιρο.
Ο πιο εύστοχος τρόπος να κλείσει αυτή η αφήγηση είναι η τελευταία σειρά στο αντίστοιχο βίντεο: “no money was harmed”…