Articles – HYMNS OF A LESSER GOD ACT 6: PINK FLOYD “The Final Cut”

ARTICLE

Στον σκληρό και απροσδόκητο κόσμο της μουσικής βιομηχανίας υπήρξαν συγκυρίες που αρκετές φορές άλλαξαν τη μουσική μοίρα και ιστορία ακόμα και καλλιτεχνών με τεράστιο ειδικό βάρος. Περίεργες ισορροπίες, δεσμεύσεις ή σκοπιμότητες ανέτρεψαν σχέδια, άλλαξαν υλικό και ονόματα, παρέτειναν ή κατέστρεψαν καριέρες. Χωρίς να λιγοστεύει η αγάπη μας για το καλλιτεχνικό περιεχόμενο τέτοιων περιπτώσεων, ρίχνουμε λίγο παραπάνω φως στις αντίστοιχες ιστορίες.

Τρεισήμισι χρόνια αναμονής, η μεγαλύτερη ως τότε για τους φίλους του γκρουπ, έληξε στις 21 Μαρτίου 1983, όταν κυκλοφόρησε το “The Final Cut”. Ίσως και για αυτό ακριβώς τον λόγο έγινε το πρώτο Νο. 1 άλμπουμ τους στο Ηνωμένο Βασίλειο από το “Wish You Were Here” του 1975. Το Rolling Stone του έδωσε τότε πέντε αστέρια και το χαρακτήρισε σαν το κορυφαίο αριστούργημα του art rock.

Η αλήθεια ήταν όμως πως απλά βγήκε και “πέθανε”. Το “The Final Cut” εξαφανίστηκε αμέσως μετά, σα να μην βγήκε ποτέ, αφήνοντας ένα ηχογραφημένο άλμπουμ, ένα single και ένα 19λεπτο βίντεο πίσω του. Δεν έγιναν διαφημιστικές εμφανίσεις, ούτε φωτογραφίες του γκρουπ για την προώθηση, και φυσικά δεν έγινε περιοδεία. Στην πραγματικότητα έγινε γρήγορα το πιο προφανές έκθεμα της οδυνηρής, δημόσιας κατάρρευσης ενός από τα πιο πετυχημένα και μεγάλα γκρουπ του κόσμου. Έγινε το άλμπουμ που σε μεταγενέστερες συνεντεύξεις τόσο του Gilmour, όσο και του Waters, περιγράφηκε σαν η ηχητική απεικόνιση μιας περιόδου άθλιας δυστυχίας και μιζέριας.

Η διάλυση των Pink Floyd ήταν ήδη στον ορίζοντα, και ήταν επώδυνη και για τους δυο, ίσως για εντελώς διαφορετικούς λόγους. Ο Gilmour υπήρξε από την αρχή σκληρός για το υλικό του δίσκου, λέγοντας πως τα τραγούδια ήταν απομεινάρια του “The Wall”. Ήταν σίγουρα η πιο ευρύχωρη συγκυρία για τη μεγαλομανία του Waters, αλλά οι φτηνοί και ολοκληρωτικοί αφορισμοί φαντάζουν πια άδικοι. Είναι αναμφισβήτητα ένα άλμπουμ διαμαρτυρίας, που θα είχε τύχει πιο ευνοϊκής θεώρησης αν δεν είχε αυτό το βαρύτατο όνομα στο εξώφυλλο. Τοποθετείται ακριβώς στο τοπίο μετά την εισβολή της Αγγλίας στα Φώκλαντ το 1982: μια ανούσια σύγκρουση 74 ημερών που κόστισε την απώλεια 907 ζωών. Ήταν όλα αυτά αρκετά για τον Waters να προκαλέσει τη συγχώνευση του παρόντος με το παρελθόν, και να γυρίσει ξανά στο θάνατο του πατέρα του Eric, στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στο Anzio το 1944. Ο στόχος του ήταν να δημιουργήσει ένα σύγχρονο ρέκβιεμ.

Η μουσική αφετηρία του δίσκου χρονολογείται από πέντε χρόνια νωρίτερα, όταν ο Waters κατέληξε στην αρχική ηχογράφηση του “The Wall”, το καλοκαίρι του 1978. Όσο στη συνέχεια τα υπόλοιπα μέλη έδειχναν να θέλουν να ξεφύγουν από την ομπρέλα των Pink Floyd, τόσο αυτός ήθελε να ελιχθεί με το υπόλοιπο υλικό, εξερευνώντας μια σπηλιά του εαυτού του. Οι Pink Floyd στην πλήρη, κλασική μορφή τους τέλειωσαν με την τελευταία εμφάνιση της περιοδείας του “The Wall”, στο Earls Court του Λονδίνου, στις 17 Ιουνίου 1981. Τα τραγούδια εκείνα, τα “Spare Bricks” εξελίχθηκαν στο “The Final Cut”. Ο τίτλος έχει έναν σαιξπηρικό υπαινιγμό στον Ιούλιο Καίσαρα και το μαχαίρωμα στην πλάτη από τον Βρούτο, ενώ στην ορολογία των ταινιών είναι η τελική κοπή. Στην πρεμιέρα της ταινίας του Alan Parker για το “The Wall”, στο Empire Theatre του Λονδίνου, στις 14 Ιουλίου 1982, ήταν η μοναδική φορά που οι τρεις Pink Floyd (δεν ήταν ακόμα γνωστό πως ο Rick Wright δεν ήταν πια στο συγκρότημα), εμφανίστηκαν μαζί δημόσια.

Εκείνες τις μέρες κυκλοφόρησε και το single “When The Tigers Broke Free” (με αρχικό τίτλο “Anzio, 1944″), και όντας το πρώτο single από το “Another Brick In The Wall, part two”, το 1979, τράβηξε την προσοχή. Τελικά το τραγούδι έμεινε εκτός του άλμπουμ, και συμπεριλήφθηκε στην επανέκδοση του cd το 2004. Ο Waters άλλαζε διαδρομές και επιλογές, καθώς το έργο άρχιζε να παίρνει μορφή μέσα του: το άλμπουμ απέκτησε τον υπότιτλο “Requiem For The Post War Dream”. Οι ηχογραφήσεις που άρχισαν εκείνο τον Ιούλιο, κράτησαν μέχρι τα Χριστούγεννα, και έγιναν στα στούντιο Abbey Road, Olympic, Mayfair, RAK, Eel Pie, Audio International, καθώς και στα home studios των Gilmour και Waters.

Έχοντας απομακρύνει τον παραγωγό Bob Ezrin, οι δυο τους κάνουν συμπαραγωγή με τη συνδρομή των Michael Kamen και James Guthrie. Με την αισθητή απουσία του Wright, την αποστασιοποίηση του Mason που προτιμούσε τους αγώνες αυτοκινήτων, και τον Gilmour να προσπαθεί απεγνωσμένα να γράψει νέο υλικό, ο Waters δούλευε πυρετωδώς να ολοκληρώσει το άλμπουμ, που είχε πια αποκτήσει ένα άλλο νόημα στη ζωή του. Έγινε το έργο που ήθελε να γράψει για τον πατέρα του. Ο Gilmour έχασε γρήγορα τη διάθεση και έπρεπε να δουλεύουν πια χωριστά. Η συντομογραφία του “The Final Cut” είναι “Dave didn’t like it”. Η σχέση τους πάγωσε οριστικά. Ήδη στη διάρκεια της διαδικασίας, ο Waters ήξερε πως δεν θα έκανε άλλο άλμπουμ με τον Gilmour και τον Mason.

O Gilmour έχει πει πολλές φορές πως υπήρχαν και πολιτικές διαφορές και δεν συμμεριζόταν τις απόψεις του Waters, αλλά δεν θα στεκόταν ποτέ εμπόδιο στο να πει μουσικά την ιστορία αυτή: απλά πίστευε πως η μουσική ήταν ανεπαρκής. Έχοντας έντονες διαφορές και στην προσέγγιση της παραγωγής του δίσκου, παραιτήθηκε από τη συμμετοχή σε αυτή με τη δήλωση “αν χρειάζεστε κιθαρίστα, πάρε με τηλέφωνο και θα έρθω να το κάνω”. Ένα από τα ελάχιστα πράγματα στα οποία συμφώνησαν οι τρεις τους ήταν η χρήση του surround συστήματος ήχου “Holophonic”, που τους πρότεινε ο δημιουργός του Hugo Zuccarelli, ένας Ιταλός που είχε γεννηθεί στην Αργεντινή. Ο Zuccarelli τους έπαιξε ένα sample του ήχου ενός κουτιού με σπίρτα που μετακινείται. Γνωστοί για την πρωτοπορία τους στον ήχο, δέχτηκαν άμεσα. Κάπως έτσι, η επίθεση με πυραύλους στην αρχή του “Get Your Filthy Hands Off My Desert” κατέληξε το μεγαλύτερο ηχητικό εφέ σε οποιονδήποτε δίσκο τους.

Η απέχθεια του Waters για τον πόλεμο στα Φώκλαντ, την κατάρρευση του μεταπολεμικού ονείρου, και η ανίκητη θλίψη για τον πατέρα που δεν γνώρισε ποτέ, ανακαλούν τη φιγούρα του δασκάλου από το “The Wall, που ήταν πυροβολητής στον πόλεμο και κοιτάζει πια τη σύγχρονη ζωή. Ο Pink, κεντρικός χαρακτήρας του “The Wall” κάνει κι εδώ την εμφάνισή του στο ομώνυμο τραγούδι. Τα τρία ονόματα στο οπισθόφυλλο έκαναν τον κόσμο να συνειδητοποιήσει πως ο Wright δεν ήταν πια στο συγκρότημα, πριν περάσουν στο επόμενο στάδιο που ξεκαθάριζε πως αυτό ήταν ένα έργο του Waters παιγμένο από τους Pink Floyd. Σε κάποιες στιγμές μάλιστα, ήταν παιγμένο από αρκετούς session μουσικούς. Ο Ray Cooper έπαιζε κρουστά, ο Raphael Ravenscroft πρόσθεσε σαξόφωνο και στο τελευταίο τραγούδι “Two Suns In The Sunset” ο βετεράνος ντράμερ Andy Newmark πήρε τη θέση του Nick Mason. Χρειάστηκαν δύο μουσικοί για να αντικαταστήσουν τον Rick Wright: ο Michael Kamen στο πιάνο και ο Andy Bown στο Hammond. Ακόμα και στην αυγή του 21ου αιώνα, ο Gilmour συνέχιζε να μιλά σκληρά για το άλμπουμ, θεωρώντας πως όλες αυτές οι δυσάρεστες καταστάσεις δεν άξιζαν τον κόπο σε σύγκριση με το συνολικό αποτέλεσμα. Πάντα εξαιρούσε το “The Fletcher Memorial Home”, το The Gunner’s Dream” και το ομώνυμο από τη δική του απαξίωση. Πράγματι το “The Gunner’s Dream” μαζί με το The Hero’s Return” είναι σίγουρα από τις ξεχωριστές δημιουργικές στιγμές του Waters, από αυτές που μπορούσαν να μεταφράσουν την παράνοια σε μοναδική ομορφιά. Και ενώ το ομώνυμο είχε μια έκδηλη συγγένεια με το “Comfortably Numb”, το σχεδόν απροσδόκητο rocker “Not Now John” με τον Gilmour στα κύρια φωνητικά δελέασε τις ΗΠΑ, και έτσι προέκυψε μια νέα ραδιοφωνική εκδοχή με το “stuff” στα χορωδιακά φωνητικά να αντικαθιστά το “fuck”.

Η ολοκλήρωση του “The Final Cut” έφερε και το τέλος των σχεδίων για το μέλλον των Pink Floyd. Όσα και αν έχουν καταλογιστεί στον Waters, τα περισσότερα με υπέρμετρη προκατάληψη, είναι δύσκολο να αρνηθεί κανείς πως ήταν μια από τις ελάχιστες φορές που ένας μουσικός οικουμενικής αποδοχής πέταξε με τόση τόλμη και ειλικρίνεια την ηθική του περιφρόνηση στα μούτρα της παγκόσμιας πολιτικής τάξης.

Ένα σύντομο περιστατικό του ίδιου του Waters μοιάζει να αποδίδει πιο εύστοχα και δίκαια την ανθρώπινη αντανάκλαση του δίσκου: “ήμουν σε ένα μανάβικο και αυτή η γυναίκα περίπου σαράντα με γούνινο παλτό ήρθε κοντά μου και μου είπε πως πίστευε ότι ήταν ο πιο συγκινητικός δίσκος που είχε ακούσει ποτέ. Ο πατέρας της είχε επίσης σκοτωθεί στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μου εξήγησε. Και επέστρεψα στο αυτοκίνητό μου με τα τρία κιλά πατάτες και οδήγησα στο σπίτι ενώ σκεφτόμουν: μια χαρά”.

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 1190 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.