Ανάμεσα στην ασύγκριτη αξιοπρέπεια μιας αποχώρησης με το κεφάλι ψηλά και τα στερητικά κύματα μιας επίμονης μνήμης, θα γυρίσουμε συχνά πίσω να ανοίξουμε τα ίδια παλιά ντουλάπια σκέψεων που είχαμε την τύχη να τα ακούσουμε να γίνονται τραγούδια. Θα απορήσουμε με την προνομιακή τύχη να έχουμε έναν τόσο ταλαντούχο και ευαίσθητο μεταφραστή των ζωών μας σε κάποιο μακρινό σημείο του πλανήτη, να δώσει χώρο και στις δικές μας εσωτερικές περιπέτειες, να γράψει τόσα πολλά “scores” ευρύχωρα και εύπλαστα να μας αφήσουν να γίνουμε σύντομοι πρωταγωνιστές μικρών μουσικών ταινιών. Πώς λοιπόν το αφήνουμε πίσω όλο αυτό;
Δεν υπάρχει πιο σφοδρή και συνάμα τρυφερή ανάμνηση από την κίνηση που ανασύρει ένα δίσκο από σύνηθες ράφι του δισκοπωλείου που φιλοξένησε υπολογίσιμο χρόνο της εφηβείας μου. Το αρχικό έναυσμα να δοκιμάσεις το περιεχόμενο ήταν πάντα για τα αχαρτογράφητα πεδία το εξώφυλλο, και η υποβλητική τέχνη του Ioannis επέβαλλε εκείνη την κίνηση.
Ήταν η εποχή όταν κάποιοι ξεχωριστοί μουσικοί, στην απέναντι πλευρά του ωκεανού, δοκίμασαν να σπρώξουν τα όρια του σκληρού ήχου σε άγνωστες προσεγγίσεις. Κάπως έτσι φυτεύτηκε ο σπόρος του προοδευτικού metal, και δικαιωματικά πρώτη πατρίδα του πρέπει να θεωρείται η Αμερική. Χωρίς να μπορεί να υπολογίσει ποτέ κανείς με ακρίβεια το βάρος της επίδρασης, η βαθιά, πολυσήμαντη σκιά των Rush έπεσε σε όλους αυτούς τους πιονιέρους του είδους. Και αν αρχικά ήταν δυσδιάκριτη ή περιορισμένη, η εξέλιξη όλων τους την ανέδειξε εμφατικά, ακόμα και μέσα από κοινά πρόσωπα και στούντιο παραγωγής.
Το ακόμα μοναχικό και απόμακρο “The Spectre Within” υπήρξε λοιπόν η πρώτη πύλη για τον ευπρόσδεκτο λαβύρινθο των Fates Warning, μια σεβαστή και λυρική εξέλιξη από το κλασικό ντεμπούτο του “Night on Broken”, το οποίο φρόντισα να βρω άμεσα. Οι έξυπνες, απλωμένες αλλά πρώιμες διαδρομές του είχαν ήδη την αίσθηση της πρόκλησης σε κάτι άγνωστο, και η όμορφη εκκεντρική ερμηνεία του John Arch τύλιγε ποιητικά το περιεχόμενο. Μια αμυδρή εντύπωση του Dickinson σε συγκεκριμένες περιοχές του, μάλλον μου πρόσφερε μια επιπλέον οικειότητα.
Πριν προλάβω να αφήσω τις υποσχέσεις του λυρικού “Επιτάφιου” να ανθίσουν, έφτασε γρήγορα στο ίδιο ράφι το επόμενο έργο, διατηρώντας τον ίδιο μαγικό επικοινωνιακό κώδικα στην πρόσοψη: ήταν ξανά μεγάλη η χάρη του Ioannis. Η απόλαυση ήταν ακόμα μεγαλύτερη από την έκπληξη για όλα εκείνα τα ριψοκίνδυνα ύψη που ακούμπησαν στο μυθικό “Awaken the Guardian”. Ήταν αναμενόμενο να είναι δύστροποι, μοναδικοί, εγκεφαλικοί και λυρικοί μαζί, εξίσου απόμακροι αλλά η συνθετική αξία του αποτελέσματος ήταν πέρα από κάθε προσδοκία. Ένα από τα αιώνια έργα τους απλώθηκε μέσα μας, ένας γόρδιος δεσμός παράτολμων δομών αλλά και “Φύλακας” σπάνιων συναισθηματικών προσεγγίσεων. Οι απρόσιτες ερμηνείες του Arch σκάλισαν ανάγλυφα τις μνήμες που θα μας αναγκάζουν να επιστρέφουμε αιώνια.
Σε μια εποχή μηδενικής σχεδόν πληροφόρησης, ήταν μάλλον μια απρόσμενη δοκιμασία να βρεθεί κανείς άξαφνα αντιμέτωπος με την επανεκκίνηση του “No Exit”. Μια ριζική αλλαγή αισθητικής προειδοποιεί από το εξώφυλλο για την απόσταση που περιμένει τον ακροατή. Η μπάντα έχει σπάσει τα κελύφη του μυθικού συμβολισμού, έχει βγει από επίπλαστους κόσμους μαγικών αναγωγών, και αντιμετωπίζει με στεγνό θάρρος και οξύ ρεαλισμό την πραγματικότητα. Ο νέος εκφραστής της ολόφρεσκης γεωγραφίας τους, ο νεαρός Ray Alder, ιδανικός αυτόχειρας σε μια δύσκολη αποστολή, επιπλέει με θράσος, δύναμη και πλαστικότητα ανάμεσα στη στεγνή οργή και τις λακκούβες της εξομολόγησης, ενώ στο απαιτητικό οδύσσειο ταξίδι του “The Ivory Gate of Dreams” νομιμοποιεί έγκαιρα και απόλυτα τη θέση του.
Η διαδικασία εξέλιξης και προγραμματισμού για τον καπετάνιο Jim Matheos, τον βρίσκει στο επόμενο βήμα να επανδρώνει τη μπάντα με τον περιζήτητο Mark Zonder, αλλά και την εξωτερική ενίσχυση του καλού φίλου Kevin Moore. Οι Fates Warning, στο φιλοσοφικό και πολυσχιδές “Perfect Symmetry” μοιάζει να έχουν ξεμακρύνει ακολουθώντας το νήμα μιας επείγουσας υπαρξιακής ανάγκης, έχουν αφήσει όμως ένα φως να καίει, για κάθε πρόθυμο να ακολουθήσει. Ταυτόχρονα, οι προσωπικές αφηγήσεις στους στίχους μας διαπερνούν από παντού, μέχρι την ταύτιση. Αυτός ο συναρπαστικά συγκρουόμενος συνδυασμός πλάθει τελικά κάποια από τα δυνατότερα χαρακτηριστικά της μπάντας, που θα την ακολουθήσουν για χρόνια. Αν, μαζί με όλα τα προηγούμενα, συμπεριλάβει κανείς κάποιες από τις πιο συγκλονιστικές, αειθαλείς συνθέσεις τους τυλιγμένες με την ιδανική ηχητική προσέγγιση, έχουμε να κάνουμε με ένα τεράστιο τοτέμ της ευρύτερης προοδευτικής μουσικής.
Με έναν τέτοιο ζηλευτό πυρήνα τροποποιημένο και τη μπάντα ένα δημιουργικό φυλάκιο έμπνευσης, ο Matheos επιχειρεί το μεγάλο στοίχημα της μαζικής καθιέρωσης. Και το κάνει με ένα έργο που πατά στα θεμέλια του προκατόχου του, αλλά επικαλείται μια εκλεκτική οικειότητα, μια ελκυστική μελαγχολία, μια άρτια αμεσότητα για να επιβληθεί. Το “Parallels”, ένα καθαρό και ντελικάτο μάθημα ζωής και θανάτου, μοιάζει να ξεκλειδώνει αρχικά άγνωστες πόρτες υποδοχής και αποδοχής, ενώ ταυτόχρονα συγκινεί βαθύτατα και εκφράζει απόλυτα κάθε δηλωμένο ακόλουθο.
Ήταν όμως μοιραίο για ένα πλήρωμα με τέτοιο όνομα να έχει η πτήση άδοξη προσγείωση. Έτσι, παρά το εμφανώς συγγενικό “Inside Out”, με νέα σπουδαία προσβάσιμα τραγούδια και λυρισμό χωρίς έκπτωση, η μεγάλη κρίση έρχεται, και όλα τριγύρω καταρρέουν. Οι δυσκολίες σκορπίζουν την ομάδα και απειλούν το μέλλον της. Ο μαέστρος όμως, όχι απλά δεν έχει πει ακόμα την τελευταία του κουβέντα, αλλά αντιθέτως έχει πολλά και θαυμαστά να απελευθερώσει. Στέκεται όρθιος σε μια ακόμα επανεκκίνηση, και μαζί με τον μόνιμο πια συνοδοιπόρο Ray Alder, υποδέχεται τον πολυμήχανο Joey Vera, και σωστά υπολογίζει πάντα στη συνδρομή του σταθερού πυλώνα Kevin Moore.
Αν λοιπόν κάποιοι ανησυχούσαν για τη συνέχεια, η απάντηση υπήρξε παραπάνω από αποστομωτική. Με φρέσκο ορίζοντα και νέες προκλήσεις, αλλά και μια προσαρμοστικότητα στα σύγχρονα ερεθίσματα που διατηρεί τη δική του σφραγίδα, ο Matheos δημιουργεί ένα σπάνιο, φιλόδοξο έργο, την ενδοσκόπηση ενός ανθρώπου που διασχίζει ένα πλήρες 24ωρο. Η ανανέωση της κατεύθυνσης εξακολουθεί να κουβαλά μαζί της τη φύση του, τις ροπές του, τις δικές του ισορροπίες. Το θέμα είναι το ιδανικό κοστούμι για τον 35χρονο πια μουσικό. Για άλλη μια φορά, η διεισδυτικότητα και η ευστοχία της ψυχής του άλμπουμ ακουμπά τις ζωές μας σα να τις γνωρίζει καλύτερα και από εμάς τους ίδιους. Σήμερα πια, ακόμα και για τους αρχικά διστακτικούς και δύσπιστους, το “A Pleasant Shade of Gray” παραμένει άλλη μια δύσβατη υπαρξιακή κορυφή μαύρης γοητείας.
Η συνέχεια, πάντα δύσκολη μετά τα δυσθεώρητα ύψη, πιάστηκε φυσιολογικά από το χέρι του “APSOG”, διαφοροποιήθηκε όμως έξυπνα στη δομή του δίσκου και την αυτονομία των τραγουδιών, ενώ μας σημάδεψε με άλλες δυο πολύ ξεχωριστές στιγμές τους. Το “Disconnected” έσπρωξε για τα καλά το σχήμα στη μοντέρνα εποχή, προστάτευσε όμως το πολύτιμο DNA του, και με τη φιλοσοφία αυτή γέμισαν οι σελίδες του επόμενου δέκατου πια άλμπουμ, του “FWX”, μιας συλλογής τραγουδιών που έτρεξαν σε πολλές κατευθύνσεις με όλη τη δεδομένη πια συνέπεια.
Ακολούθησε μια σιωπή ετών και επώδυνα ερωτηματικά. Ο Matheos είναι όμως ένας άνθρωπος που γνωρίζει καλά τη σιωπή και τη χρηστικότητά της. Χρειάστηκε εννέα χρόνια για να έρθει το πλήρωμα του χρόνου και η επιστροφή στη δισκογραφία και τη σκηνή. Το τελευταίο κεφάλαιο του γκρουπ σχημάτισε τρία άλμπουμ που αφουγκράστηκαν ξανά τις εποχές αλλά πίσω από τα νέα κοστούμια υπήρχε το ίδιο κορμί. Τα κουρδίσματα είναι χαμηλότερα, οι ήχοι υιοθετούν έναν πιο τραχύ μοντερνισμό, και οι τακτικές τα συνδέουν όσο τα τραγούδια τα διαφοροποιούν. Το “Darkness in a Different Light” έβαλε τις καρδιές στις θέσεις του ακούγοντας πιο μοντέρνες επιδράσεις, το “Theories of Flight” μας βύθισε σε έντονες επιστροφές στο χρόνο, και το “Long Day Good Night” με το πληθωρικό του μακρύ ταξίδι μοιάζει να δυσκολεύεται να βρει τον τελευταίο ήχο, το οποίο ίσως δεν θέλουμε να συναντήσουμε. Δεν έχουν φυσικά ξεχάσει, και στην τελευταία τους επταετία, να μας σημαδέψουν ξανά με εκείνα τα τόσο απαραίτητα πια απλωμένα ψυχογραφήματα, με το “The Light and Shade of Things” να έχει ήδη σκαλίσει το πιο ευδιάκριτο ίχνος, αλλά και singles που βιδώνονται άμεσα στη μνήμη. Με τον Ray Alder να έχει χαρτογραφήσει τη θέα γύρω από το οροπέδιο του Matheos, και αναλαμβάνοντας τη μερίδα του λέοντος στους στίχους, η ευαισθησία, η ενδοσκόπηση, η εξερεύνηση της μνήμης, η ποιητική ανατομία της αμφίρροπης γοητείας της μάχης της ζωής, είναι όλα εκεί, μέχρι τον τελευταίο ήχο.
Κάπως έτσι, “the writer writes his final role, this is the last song”…
Σε έναν κόσμο με ανυπολόγιστους όγκους δεδομένων, επιλογών και πληροφοριών, υπάρχουν κάποιοι που απλά δεν αντικαθίστανται. Ίσως αυτός ακριβώς θα έπρεπε να είναι ο ορισμός της επιτυχίας.