Το “Love Over Gold” ήταν το τέταρτο άλμπουμ των Βρετανών rockers Dire Straits και τους καθιέρωσε στην ελίτ των mainstream rock μουσικών του πλανήτη, ακριβώς τρία χρόνια πριν έρθει η λαίλαπα του “Brothers In Arms” και τους μεταμορφώσει σε απόλυτους super stars. Κυκλοφόρησε στις 24 Σεπτεμβρίου του 1982 από την Vertigo Records, και στην Αμερική από την Warner Bros.
Πάντα με αιχμή του δόρατος τον Mark Knopfler, το άλμπουμ αποτέλεσε μια συλλογική προσπάθεια με μια αρκετά διαφορετική προσέγγιση στο στούντιο σχετικά με όσα είχαν επιχειρήσει ως τότε και όλοι τους έμειναν ικανοποιημένοι. Το υλικό του ολοκληρωνόταν από μόλις πέντε μακροσκελή τραγούδια, με το συντομότερο από αυτά, το “Industrial Disease” να φτάνει τη διάρκεια των 5:50 λεπτών.
Την μεγαλύτερη αίσθηση έκανε το φιλόδοξο “Telegraph Road”, ένα περίπλοκα μελοποιημένο και συναρμολογημένο τραγούδι, που ο Knopfler είχε αρχίσει να δουλεύει στη διάρκεια των soundchecks για την παγκόσμια περιοδεία του “Making Movies”. Γράφτηκε σταδιακά ενώ η μπάντα ήταν στο δρόμο, και σε κάθε soundcheck o Knopfler με τον κημπορντίστα Alan Clark συνεργάζονταν για να σχηματοποιήσουν το επόμενο μέρος του τραγουδιού. Ο μπασίστας John Iiisley είχε γράψει στα απομνημονεύματά του “My Life in Dire Straits”, πως ηχογραφήθηκε αναγκαστικά σε δύο μέρη, καθώς το snare του ντράμερ Pick Withers χαλάρωνε και έχανε ένταση στη συνολική διάρκεια. Τα δυο μέρη ενώθηκαν από τον μηχανικό ήχου Neil Dorfsman, στη διάρκεια των ηχογραφήσεων στο Power Station στη Νέα Υόρκη.
Ήταν η πρώτη φορά που ο Knopfler ανέλαβε το ρόλο του παραγωγού, κατσταλαγμένος πια για τον ήχο που ήθελε ακριβώς, και επέλεξε να συνεργαστεί με τον Dorfsman, με τον οποίο είχε δουλέψει και για το soundtrack της ταινίας “Local Hero”. Άλλωστε ο Dorfsman σύμφωνα με όλα τα μέλη των Straits, ήταν ένας πολύ ευχάριστος, διασκεδαστικός άνθρωπος, που έκανε τη σκληρή δουλειά να μοιάζει με απόλαυση. Δυο τραγούδια από αυτά που γράφτηκαν έμειναν τελικά έξω από το άλμπουμ, το πασίγνωστο “Private Dancer” που δόθηκε από τον Knopfler στην Tina Turner για το ομώνυμο άλμπουμ της του 1984, και το “The Way It Always Starts” που βρήκε το δρόμο του στο “Local Hero” με φωνητικά από τον Σκωτσέζο Gerry Rafferty.
Ο περιβόητος “Telegraph Road” είναι ένας σημαντικός δρόμος από το βορρά στο νότο, μήκους περίπου 70 μιλίων, στο Michigan. Ο Knopfler εμπνεύστηκε να γράψει το συγκεκριμένο τραγούδι ενώ βρισκόταν στο μπροστινό μέρος του tour bus, το οποίο έκανε τότε το ταξίδι στον “Telegraph Road”. Εκείνη την εποχή, έτυχε να διαβάζει το μυθιστόρημα “The Growth of the Soil” του βραβευμένου με Νόμπελ to 1920, Νορβηγού συγγραφέα Knut Hamsun. Το βιβλίο περιγράφει την ιστορία ενός άνδρα που εγκαθίσταται και ζει στην επαρχία της Νορβηγίας. Εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1917 και μεταφράστηκε σε διάφορες γλώσσες. Είναι γραμμένο με το ύφος του νορβηγικού νεορεαλισμού, ενός κινήματος που κυριάρχησε στις αρχές του 20ου αιώνα, και ουσιαστικά αποκαλύπτει την αποστροφή του Hamsun προς το νεωτερισμό και την κλίση του στον πρωτογονισμό και τον αγροτικό τρόπο ζωής. Ο Knopfler σκέφτηκε να συνδυάσει και τα δυο, και να γράψει ένα τραγούδι για την αρχή της ανάπτυξης κατά μήκος του “Telegraph Road” και τις αλλαγές από αυτή στην επερχόμενες δεκαετίες. Ήταν ουσιαστικά μια μεταφορά για την ανάπτυξη της Αμερικής και την καταστροφή των ονείρων των ανθρώπων στον απόηχο της παρακμής της, εστιάζοντας κυρίως στο τεράστιο πρόβλημα της ανεργίας. Αφηγείται την ιστορία ενός τόπου που κάποτε ήταν απομονωμένος και αγροτικός, και πώς η ανθρώπινη πρόοδος τον ξεπέρασε σιγά-σιγά — από την άφιξη ενός άνδρα που κουβαλούσε μόνο ένα σάκο μέχρι το κτίσιμο εκκλησιών, σχολείων και εργοστασίων. Ο “Telegraph Road” του τίτλου σημαδεύει την κατασκευή των τηλεγραφικών καλωδίων για τη σύνδεση των πόλεων και την πρόοδο της ανθρωπότητας πάνω από την άγρια ελευθερία της φύσης. Το τραγούδι αγγίζει επίσης μια μεγαλύτερη μεταφορά, ανιχνεύοντας πόσο οι απλές ζωές μπορούν να μεταβληθούν και να αλλάξουν τόσο γρήγορα, και πως τα πράγματα δεν μπορούν ποτέ να παραμείνουν πραγματικά ίδια. Με το τελευταίο κάλεσμα του “all the way down the Telegraph Road”, το τραγούδι γίνεται μια μελαγχολική, συντριπτική υπενθύμιση ότι ο χρόνος προχωρά και όλα τελικά αλλάζουν.
Το τραγούδι περικλείει φυσικά τη θλίψη και την απόγνωση που ώθησαν τόσους πολλούς να εγκαταλείψουν το Detroit. Οι εικόνες στους στίχους είναι ζωντανές και ταιριάζουν με τους κενούς χώρους που βλέπει κανείς όταν οδηγεί σε πολλά μέρη του . Είναι το περίτεχνο, συναισθηματικό χάραγμα ενός κύκλου, όπου ένας έρημος τόπος εξελίσσεται όλο και περισσότερο σε μια μικρή βιομηχανική πόλη, γίνεται μια μεγάλη, κατοικημένη περιοχή, και μετά από λίγο εγκαταλείπεται εντελώς, κλείνει και ερημώνει όπως πριν. Είναι ένα τραγούδι με πλούσια διαδρομή εκφράσεων που σε κάνει να σκέφτεσαι και να συγκινείσαι και έγινε ένα από τα πιο εμβληματικά τραγούδια του γκρουπ. Αγαπήθηκε πολύ και δεν είναι περίεργο το γεγονός πως πολλοί φίλοι τους έδωσαν διαφορετικές προεκτάσεις στο περιεχόμενο, συνδυάζοντας την ιστορία και με τον κύκλο της σχέσης δυο ανθρώπων.
Αποτέλεσε ξεκάθαρα, αν και εναρκτήριο, το κεντρικό κομμάτι του δίσκου, μια διαφορετική πρόκληση για τον μέσο, mainstream ακροατή. Η ιστορική του βαρύτητα, η εσωτερική ένταση, το θέμα της ανοικοδόμησης της Αμερικής και η κατάρριψη των ονείρων του απλού ανθρώπου, η ποικιλία τόσων οργανικών φωνών μέσα από τη διαδρομή του, το κατέστησαν ένα πολύτιμο κομμάτι σύγχρονης μουσικής τέχνης για πάντα.