Άρθρο – JOHN PEEL

ARTICLE

O John Robert Parker Ravenscroft γεννήθηκε σε έναν οίκο ευγηρίας στο Heswall, στις 30 Αυγούστου 1939. Η μητέρα του ήταν η Joan Mary και ο πατέρας του ο έμπορος βαμβακιού Robert Leslie. Είχε δυο μικρότερα αδέρφια και μεγάλωσε στο διπλανό χωριό Burton. Μπήκε σαν οικότροφος στο σχολείο του Shrewsbury, μαζί με τον μελλοντικό Monty Python, Michael Palin. Εκεί αναγκάστηκε να μάθει να ζει με το πρώτο μεγάλο μυστικό της ζωής του καθώς, όπως γράφτηκε στην αυτοβιογραφία του που εκδόθηκε μετά το θάνατό του, βιάστηκε από έναν μεγαλύτερο μαθητή του σχολείου.

Ο John Peel, όπως τον γνωρίζουμε όλοι μας, ήταν από μικρό παιδί μανιώδης ακροατής ραδιοφώνου και συλλέκτης δίσκων. Μυήθηκε στα πρώτα του ακούσματα από το American Forces Network και το Radio Luxembourg. Έτσι, πολύ νωρίς του γεννήθηκε η επιθυμία να έχει το δικό του ραδιοφωνικό πρόγραμμα, “για να μπορεί να παίζει τις μουσικές που άκουσε και θα ήθελε να τις ακούσουν και άλλοι”. Μόλις ολοκλήρωσε τη θητεία του στο Βασιλικό Πυροβολικό, εργάστηκε για ένα διάστημα σαν χειριστής μύλου στο Townhead Mill  στο Rochdale, όπου έμενε τις καθημερινές σε ένα ενοικιαζόμενο δωμάτιο. Κάθε Σαββατοκύριακο επέστρεφε στο Heswall με ένα σκούτερ που είχε δανειστεί από την αδερφή του.

Το 1960, σε ηλικία 21 ετών, ο Peel πήγε στις Ηνωμένες Πολιτείες για να εργαστεί για έναν βαμβακοπαραγωγό που είχε επιχειρηματικές σχέσεις με τον πατέρα του. Στη συνέχεια άλλαξε πολλές άλλες δουλειές, και ενώ δούλευε για μια ασφαλιστική εταιρεία, έγραψε προγράμματα για υπολογιστή IBM 1410, και κέρδισε την πρώτη του δουλειά στο ραδιόφωνο δουλεύοντας αμισθί για το WRR (AM ) στο Ντάλας. Εκεί παρουσίαζε τη δεύτερη ώρα στο βραδινό πρόγραμμα της Δευτέρας  του Kat Karavan, το οποίο παρουσιαζόταν κατά κύριο λόγο από τον Αμερικανό τραγουδιστή και ραδιοφωνική περσόνα Jim Lowe. Μετά από αυτό, και καθώς η Beatlemania εισέβαλε  στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Peel προσλήφθηκε από τον ραδιοφωνικό σταθμό KLIF του Ντάλας σαν ο επίσημος ανταποκριτής των Beatles λόγω της ισχυρής σύνδεσής του με το Λίβερπουλ. Αργότερα εργάστηκε για το Koma στην Oklahoma City, μέχρι το 1965, όταν μετακόμισε στο Kmen στο San Bernardino της Καλιφόρνια, και χρησιμοποίησε το πραγματικό του όνομα, John Ravenscroft, στην παρουσίαση πρωινής εκπομπής.

Ο Peel επέστρεψε στην Αγγλία στις αρχές του 1967 και βρήκε δουλειά στον offshore πειρατικό ραδιοφωνικό σταθμό Radio London. Του προσφέρθηκε η βάρδια από τα μεσάνυχτα μέχρι τις δύο, η οποία σταδιακά εξελίχθηκε σε ένα πρόγραμμα με τον τίτλο “The Perfumed Garden”. Η εκπομπή του Peel αποτέλεσε μια πραγματική διέξοδο για τη μουσική της underground σκηνής του Ηνωμένου Βασιλείου. Έπαιξε κλασικά blues, folk μουσική και ψυχεδελική rock, με έμφαση στη νέα μουσική που αναδύθηκε από το Λος Άντζελες και το Σαν Φρανσίσκο. Εξίσου σημαντικό με το μουσικό περιεχόμενο του προγράμματος ήταν ο προσωπικός –ενίοτε εξομολογητικός– τόνος της παρουσίασης του Peel και η συμμετοχή των ακροατών που έδινε ένα ξεχωριστό ύφος στο αποτέλεσμα. Σχολιασμοί και ενδιαφέρουσες συζητήσεις μεταξύ της μουσικής οδήγησαν την εκπομπή του πολύ μακριά από την καθημερινή τυπική μορφή του Radio London. Οι ακροατές έστελναν στον Peel επιστολές, ποιήματα και δίσκους από τις δικές τους συλλογές, έτσι ώστε το πρόγραμμα να έχει αμφίδρομη επικοινωνία. Μέχρι την τελευταία εβδομάδα του Radio London έπαιρνε πολύ περισσότερα μηνύματα από οποιονδήποτε άλλο DJ στο σταθμό.

Μετά το κλείσιμο του Radio London στις 14 Αυγούστου 1967, ο Peel έγραφε μια στήλη διατηρώντας τον τίτλο “The Perfumed Garden”, για την underground εφημερίδα International Times (από το φθινόπωρο του 1967 έως τα μέσα του 1969). Παράλληλα, χωρίς να χάσει χρόνο, εντάχθηκε στο νέο μουσικό σταθμό του BBC, το BBC Radio 1, το οποίο άρχισε να εκπέμπει στις 30 Σεπτεμβρίου 1967. Οι εκπομπές στο Radio 1 ήταν ένα μείγμα μετάδοσης ηχογραφημένης μουσικής με ζωντανές μπάντες στο στούντιο να παρουσιάζουν τη δουλειά τους. Ο Peel είχε πει πως πίστευε πως τον προσέλαβαν επειδή στο BBC δεν είχαν την παραμικρή ιδέα τι να κάνουν, έτσι προσέλαβαν τους παραγωγούς που είχαν δουλέψει σε πειρατικούς σταθμούς, αφού δεν υπήρχαν άλλοι.

Στο Radio 1 παρουσίαζε αρχικά ένα πρόγραμμα που ονομαζόταν Top Gear. Στο ξεκίνημα ήταν υποχρεωμένος να μοιράζεται τα καθήκοντα παρουσίασης με άλλους DJs (ο Pete Drummond και ο Tommy Vance ήταν μεταξύ των συμπαρουσιαστών του) αλλά τον Φεβρουάριο του 1968 του δόθηκε η αποκλειστική ευθύνη της εκπομπής, ώσπου ολοκληρώθηκε το 1975. Το πρόγραμμα “Night Ride”, που διαφημίστηκε από το BBC ως εξερεύνηση λέξεων και μουσικής, φαινόταν να ξεκινά από εκεί που είχε σταματήσει το “The Perfumed Garden”. Περιλάμβανε rock, folk, blues, κλασική αλλά και ηλεκτρονική μουσική. Ένα μοναδικό χαρακτηριστικό του προγράμματος ήταν η μετάδοση κομματιών, κυρίως εξωτικής μη δυτικής μουσικής, που προέρχονταν από το αρχείο ήχου του BBC. Τα πιο δημοφιλή από αυτά συγκεντρώθηκαν σε ένα LP της BBC Records, το “John Peel’s Archive Things” το 1970. Το Night Ride περιελάμβανε επίσης απαγγελίες ποίησης και πολυάριθμες συνεντεύξεις με ένα ευρύ φάσμα καλεσμένων, όπως του Marc Bolan, του δημοσιογράφου και μουσικού Mick Farren, του ποιητή Pete Roche, της τραγουδίστριας και συνθέτριας Bridget St John, και αστέρων όπως οι Byrds, οι Rolling Stones και ο John Lennon με τη Yoko Ono. Το πρόγραμμα κατέγραψε ένα μεγάλο μέρος της δημιουργικής δραστηριότητας της underground σκηνής. Η αντισυμβατική και  απρόβλεπτη στάση του, δεν βρήκε ποτέ έγκριση από την ιεραρχία του BBC και η εκπομπή σταμάτησε τον Σεπτέμβριο του 1969 μετά από 18 μήνες. Στις σημειώσεις του στο εσώφυλλο του LP “Archive Things”, ο Peel χαρακτηρίζει την ελεύθερη μορφή του “Night Ride” σαν την ραδιοφωνική μορφή που προτιμά. Οι επόμενες εκπομπές του περιλάμβαναν ένα μείγμα παρουσίασης δίσκων και ζωντανών εμφανίσεων, μια μορφή που θα χαρακτήριζε τα προγράμματά του στο Radio 1 για το υπόλοιπο της καριέρας του.

Ο ενθουσιασμός του Peel για μουσική μακριά από το mainstream τον έφερνε συχνά σε σύγκρουση με την ιεραρχία του Radio 1. Σε μια περίπτωση, ο ελεγκτής του σταθμού Derek Chinnery επικοινώνησε με τον John Walters και του ζήτησε να επιβεβαιώσει ότι η εκπομπή δεν έπαιζε punk μουσική, για το οποίο είχε διαβάσει τα χειρότερα στον τύπο. Ο Chinnery έμεινε σοκαρισμένος από την απάντηση του Walters ότι τις τελευταίες εβδομάδες δεν έπαιζαν τίποτα άλλο. Ο Peel ανακάλυψε ενθουσιασμένος το 1976 τους Ramones, το πρώτο punk συγκρότημα της Νέας Υόρκης και ξετρελάθηκε με τον ήχο τους. Έπαιξε 5-6 τραγούδια από τον δίσκο τους και αμέσως έλαβε μηνύματα από τους ακροατές να μην ξαναπαίξει τέτοια μουσική. Όποτε συνέβαινε αυτό, πήγαινε πάντα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Σε ένα μήνα ο μέσος όρος της ηλικίας των ακροατών μειώθηκε κατά δέκα χρόνια, η κοινωνική τάξη άλλαξε, και αυτός ήταν ευτυχισμένος. Ο Peel κατάφερε να περάσει τον τρόπο του και το 1979 δήλωνε χαρακτηριστικά:  “πληρώνομαι από το BBC για να μην πάω και δουλέψω σε έναν εμπορικό ραδιοφωνικό σταθμό… Δεν θα ήθελα να πάω σε έναν τέτοιον ούτως ή άλλως, γιατί εκεί δεν θα με άφηναν να κάνω αυτό που με αφήνει το BBC”.

Η φήμη του Peel σαν σημαντικού DJ που κατάφερε να περάσει μπάντες χωρίς συμβόλαιο στο mainstream ήταν τέτοια που οι νεαροί μουσικοί του έστελναν έναν τεράστιο όγκο δίσκων, CD και κασετών. Όταν επέστρεψε στο σπίτι από διακοπές τριών εβδομάδων στα τέλη του 1986, τον περίμεναν 173 LP, 91 12″ και 179 7″. Το 1983 ο Alan Melina και ο Jeff Chegwin, οι μουσικοί εκδότες του ανυπόγραφου τότε καλλιτέχνη Billy Bragg, κατευθύνθηκαν στο στούντιο του Radio 1 με ένα λαχταριστό πιάτο “ μανιτάρια μπιριάνι” και ένα αντίγραφο του δίσκου του, όταν άκουσαν τον Peel να αναφέρει ότι πεινούσε. H επόμενη εκπομπή του ξεκίνησε την καριέρα του Billy Bragg.

Εκτός από την εκπομπή του στο Radio 1, ο Peel έκανε εκπομπές στην BBC World Service, στη British Forces Broadcasting Service για 30 χρόνια, στο VPRO Radio3 στην Ολλανδία, στο YLE Radio Mafia στη Φινλανδία, στο Ö3 στην Αυστρία και στο Radio 4U, το Radio Eins, το Radio Bremen (Ritz) και πολλούς ανεξάρτητους ραδιοφωνικούς σταθμούς στη Γερμανία. Ήταν επίσης περιστασιακός παρουσιαστής του Top of the Pops στο BBC1 από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 έως τα μέσα της δεκαετίας του 1990, και συγκεκριμένα από το 1982 ως το 1987 όταν εμφανιζόταν τακτικά. Παρουσίαζε συχνά την τηλεοπτική κάλυψη μουσικών γεγονότων του BBC, ιδίως το Φεστιβάλ Glastonbury.

Μεταξύ 1995 και 1997, ο Peel παρουσίασε το “Offspring”, μια εκπομπή για παιδιά, στο BBC Radio 4. Το 1998, το “Offspring” εξελίχθηκε σε εκπομπή ντοκιμαντέρ τύπου “Home Truths”. Όταν ανέλαβε τη δουλειά της παρουσίασης του προγράμματος, το οποίο αφορούσε την καθημερινή ζωή στις βρετανικές οικογένειες, ο Peel ζήτησε να είναι απαλλαγμένο από διασημότητες, καθώς έβρισκε τις ιστορίες της πραγματικής ζωής πιο διασκεδαστικές.

Στις 25 Οκτωβρίου 2004, στη διάρκεια των διακοπών του στην πόλη Κούσκο του Περού, ο Peel έπαθε καρδιακή προσβολή και πέθανε ξαφνικά σε ηλικία 65 ετών. Λίγο μετά την ανακοίνωση του θανάτου του, οι θαυμαστές και υποστηρικτές του απέτισαν φόρο τιμής σε αυτόν, ενώ την επόμενη μέρα, το BBC Radio 1 άλλαξε ολοκληρωτικά το πρόγραμμά του για να μεταδώσει μια ημέρα αφιερωμάτων. Οι πίνακες Evening Standard του Λονδίνου εκείνο το απόγευμα έγραφαν “η μέρα που πέθανε η μουσική”, υιοθετώντας την γνωστή επιτυχία του Don McLean “American Pie”.

Ο Peel ήταν ένας από τους πρώτους που έπαιξe δίσκους ψυχεδελικής rock και progressive rock στο βρετανικό ραδιόφωνο. Καθιερώθηκε για την προώθηση καλλιτεχνών πολλών ειδών, όπως pop, dub reggae, punk rock και post-punk, ηλεκτρονική μουσική και χορευτική μουσική, indie rock, extreme metal και βρετανικό hip hop. Ο συνεργάτης του DJ Paul Gambaccini περιέγραψε τον Peel σαν “το πιο σημαντικό πρόσωπο στη pop μουσική από το 1967 έως το 1978 περίπου. Πέρασε στο κοινό σημαντικότερους καλλιτέχνες από οποιονδήποτε άλλο.”

Ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του πολύ κακό επιχειρηματία, ίσως ορμώμενος από την περιπέτεια της ίδρυσης της δικής του δισκογραφικής εταιρείας, της Dandelion Records ( στην οποία έδωσε το όνομα του χάμστερ του). Η δισκογραφική κυκλοφόρησε 27 άλμπουμ από 18 καλλιτέχνες και το 1972 έκλεισε. Ο Peel όμως, με την ανεξάντλητη δίψα του για νέα μουσική, την εμμονή του με τη Liverpool, την δηλωμένη αγάπη του για τους The Fall του Mark E. Smith, το σκοτεινό κεφάλαιο με τις κατηγορίες για ερωτικές επαφές με ανήλικα κορίτσια, άλλαξε για πάντα την έννοια του ραδιοφωνικού παραγωγού. Στη διάρκεια των 37 χρόνων του στο BBC Radio 1, ηχογραφήθηκαν περισσότερα από 4000 από τα περίφημα Peel Sessions με περισσότερους από 2000 καλλιτέχνες, αφήνοντας μια ανυπολόγιστη ζωντανή παρακαταθήκη της σύγχρονης μουσικής ιστορίας.

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 1102 Articles
Αν και από την τρυφερή ηλικία των ισχυρών δονήσεων κυνηγούσε την άκρη του Ουράνιου Τόξου, κάποια στιγμή στην εφηβεία του ανακάλυψε πως γεννήθηκε με ένα Triryche σημάδι, έστω και αν αυτό τον πρόδωσε μόλις τον οδήγησε στη Γη της Επαγγελίας. Ψάχνοντας για μια καλύτερη ζωή ένωσε το αγαπημένο του δίπολο, από το απόλυτο Καναδικό τρίο ως τα παλικάρια του "Νησιού" από το Aylesbury που ανάστησαν ένα ιδίωμα με τον Ψηλό ποιητή-ψάρι και αγκάλιασαν το μέλλον με τον κύριο "Η". Έμαθε και συνεχίζει να αγαπά με το ίδιο πάθος τους μεγάλους του τσίρκου της μουσικής αλλά και τα άγνωστα ευρήματα των ατέλειωτων ανασκαφών, όπως αγαπά και τις υπερβάσεις στα μουσικά ιδιώματα και άνετα θα έπινε κουβάδες από καφέ με τον Martin Walkyier και τον Paddy McAloon στο ίδιο τραπέζι. Ένας από τους διακαείς πόθους του με το πληκτρολόγιο ή την "πένα" είναι να συμφιλιώσει την παραδοσιακή prog metal παράταξη με τους μοντέρνους πιονιέρους του χώρου, μένοντας με πάθος ετοιμοπόλεμος σε κάθε προειδοποίηση της μοίρας για την εξάπλωση των λεπρών. Δυσκολεύεται ακόμα και σήμερα να δραπετεύσει από τις σελίδες του Σαρτρ, έστω και αν ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Σιχαίνεται τη σοβαροφάνεια, τον φασισμό κάθε απόχρωσης και τον Κούγια. Ο κινηματογράφος μάλλον στένεψε πολύ γι' αυτόν μετά το "Διάφανο Δέρμα", ενώ όταν κοιτάζει το Subbuteo με μεγεθυντικό φακό, προτιμά οι ομάδες του σε οποιοδήποτε χορτάρι του πλανήτη να φοράνε βυσσινί.