The Legendary Pink Dots
Γράφει ο Αχιλλέας Χαρίτος
Αν προσπαθήσεις να αναλύσεις το μουσικό παράδοξο που λειτουργεί κάτω από το όνομα The Legendary Pink Dots, είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα φτάσεις σε συμπεράσματα τα οποία θα σου δείξουν ότι αυτή η μουσική παρέα δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ένα από τα πιο επιτυχημένα σκοτεινά πειράματα του dark ηχητικού φάσματος. Και αυτό δεν απορρέει, σώνει και καλά, από το τελευταίο τους live στην Αθήνα και στο Gagarin 205, αλλά από τη συνολική τους εικόνα και τον πολυδιάστατο ηχητικό κόσμο στον οποίο περιπλανώνται σε όλα τους τα albums και τις ζωντανές εμφανίσεις. Και μιλάμε για πολλά albums και ατελείωτες ώρες μουσικής.
Στην εμφάνιση τους στην Αθήνα οι θρυλικοί Dots ήρθαν με συγκεκριμένο πλάνο και αυτό ήταν η παρουσίαση της τελευταίας τους δουλειάς, το “The Museum Of Human Happiness”. To album που η μπάντα απο την Αγγλία και την Ολλανδία, ξεκίνησε να γράφει και να παρουσιάζει ζωντανά λίγο πριν ολόκληρη η υφήλιος “φάει” τη σφαλιάρα της πανδημίας και της απομόνωσης. Και όλο το album τελείωσε μέσα σε αυτή τη δυστοπία και γράφτηκε για τη μουσειακή αξία της ανθρώπινης χαράς. Το setlist του Σαββάτου, λοιπόν, είχε μεγάλο κομμάτι από το “The Museum Of Happiness” με όλους τους πειραματισμούς που κουβαλάει το “Μουσείο”. Πηγαίνοντας από τις industrial γραμμές του “Hands Face Space” στα avant-garde τοπία του “Cloudsurfer” και του “Postcards From Home” και στην εμμονική ψυχεδέλεια του “This Is The Museum” και του “Cruel Britania”. Πολύ καλή στιγμή το industrialized “Nightingale”, ίσως από τα highlights του show αλά και του album.
Οι TLPD όμως έριξαν και μικρές ματιές στο παρελθόν της μπάντας. Αυτές ήταν μετρημένες και οι επιλογές δεν έρχονται από το πολύ μακρινό παρελθόν αλλά κυρίως από το πρόσφατο, όπως μεσα από το προηγούμενο album τους, “Angel In The Detail” του 2019 με το catchy, psychedelic pop του “Jankyard” που σου αφήνει και μια “γεύση” από Massive Attack, ή το παιχνιδιάρικα, πειραματικό, “Happy Birthday Mr. President”. Η ψυχεδέλεια είχε το peak της στο Floydish “Rainbows Too?”.
Μια από τις καλύτερες στιγμές του show ήταν, επίσης, μια από αυτές τις αναφορές στο παρελθόν με το “Isis Veiled” να γεμίζει το Gagarin 205 στο encore. Το “Isis Veiled” έρχεται από το μακρινό 1992 και το album “The Last Man To Fly”, από την φοβερή συνεργασία του Edward Ka-Spell και του cEvin Key των τεράστιων Skinny Puppy, στο δικό τους ψυχεδελικό, πειραματικό project, The Tear Garden.
Οι The Legendary Pink Dots, ίσως, είναι ένα δύσκολο live να απολαύσεις, αφού χρειάζεται μια σχετική οικειότητα με τον άκρως πειραματικό ήχο τους και τον ολόδικό τους τρόπο να αποδίδουν τις σκοτεινές και industrial συνθέσεις τους. Η εμπειρία που κουβαλούν από όλα αυτά τα χρόνια κάνει τα show τους μουσικές εμπειρίες για εξοικειωμένα αυτιά, κυρίως σε ότι έχει να κάνει με το ψυχεδελικό avant-rock. Παρόλα αυτά μπορεί πολύ εύκολα να χάσεις αυτή την εμπειρία αν δεν βρεθείς εκεί με τη κατάλληλη διάθεση. Αν με ρωτάς, θα ήθελα ένα, δύο τραγούδια παραπάνω, από το πλούσιο παρελθόν τους.
The Legendary Pink Dots setlist:
Hands Face Space
Cloudsurfer
Postcards From Home
This Is the Museum
Junkyard
Cruel Brittania
Nightingale
The Mouse That Ate the Shopping Mall
Rainbows Too?
Encore:
Isis Veiled (The Tear Garden cover)
Happy Birthday Mr. President
The Grain Kings
And Also The Trees
Γράφει ο Γιώργος Γεωργίου
Κάποια στιγμή ένιωσα πως βίωσα το σύνδρομο της υπερβολικής έκθεσης, αυτό που μπορεί να τρυπώσει μέσα σου όταν φαίνεται πως έχεις εξαντλήσει όλα τα στάδια εξάρτησης, αλληλεπίδρασης, αποκρυπτογράφησης, ατέρμονης εξέτασης. Όταν νιώθεις σαν τον σκαπανέα που βγαίνει από το τελευταίο ορυχείο της ζωής του και πιάνει τον εαυτό του έτοιμο να ασχοληθεί πια μόνο με τον μικρό του κήπο. Όταν φτάνω να θεωρήσω από απόσταση τον ανυπολόγιστο χρόνο που άφησα στον κόσμο των μυστικών ηρώων από το Inkberrow να πολιορκήσει και να αλλάξει τη δική μου πραγματικότητα, συχνά πιστεύω πως μπορώ πια να είμαι ένας κλινικός παρατηρητής μιας δεδομένης, υπολογισμένης πια απόλαυσης. Είμαι χαρούμενος που έκανα πάλι λάθος…
43 χρόνια περίπου μετά το ξεκίνημα εκείνων των χωριατόπαιδων, ψάχνοντας για την αποκλειστικά δική μου ανάγκη μιας ευπρόσδεκτης δικαιοσύνης απέναντι σε μια σπάνια και ειλικρινή δημιουργική διαδρομή, βλέπω ένα Gagarin γεμάτο. Και απέναντι σε αυτή την υπέροχη πληθυσμιακή πρόοδο που έχουν να αντιμετωπίσουν, είναι παραπάνω από βέβαιο πως η μπάντα τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει την πιο απαιτητική και εκτελεστικά ετοιμοπόλεμη ομάδα μουσικών. Ζώντας την εξέλιξη της ζωντανής τους εκδοχής όσα χρόνια πρόσθεσαν τη χώρα μας στη λίστα τους, ο ακριβής συντονισμός, ο σεβασμός στη λεπτομέρεια, η επιμονή στη ηχητική λεπτομέρεια, έχουν προσθέσει εδώ και αρκετά χρόνια την υφή της αρτίστικης πολυτέλειας στις εμφανίσεις τους. Και αν ο δύσπιστος θεατής προλάβει να αναρωτηθεί αν η ντελικάτη αυτή τελειομανία τρόχισε και έφθειρε εκείνο το αρχέγονο πάθος μιας μεγάλης, περισσότερο ενστικτώδους φορτισμένης τους περιόδου, η βραδιά της 4ης Φεβρουαρίου ήταν προορισμένη να δώσει την πιο αποστομωτική απάντηση.
Με το “The Bone Carver”, την 15η προσθήκη στη δισκογραφία τους (υπολογίζοντας και το ακουστικό άλμπουμ “When the Rains Come” του 2009), να βρίσκεται αναμενόμενα στην φρέσκια διαδικασία προώθησης, ανοίγουν τη νύχτα τους με την αναδυόμενη, κλιμακωτή αποκάλυψη των χρωμάτων του ήδη δημοφιλούς “In a Bed in Yugoslavia”. Η βαρύτονη κιθάρα του “Beyond Action and Reaction” και οι εικόνες που απλώνονται από τους στίχους και τις κινήσεις του Simon, σε συνάρτηση με το έντονο φινάλε του, είναι το πιο ευρύχωρο πέρασμα για μια άλλη μια περιπλάνηση μέσα από τα χρόνια. Ένα βήμα για τις πιο μεγάλες εκπλήξεις της νύχτας, αποτέλεσε το “Your Guess”, ένα από τα πιο έντονα τραγούδια των τελευταίων χρόνων που έχουν βρει τους The Trees να ψάχνουν τις αυξομειώσεις των συγκινήσεων με περίσσεια ηχητική ευγένεια.
Έχοντας δεσμευτεί για κάποιες ξεχωριστές επιλογές, και γνωρίζοντας πολύ καλά πως κάποιες αιώνιες συντεταγμένες τους θα βρίσκονται πάντα στο σανίδι και θα παίζονται για να ισορροπούν και να κυβερνούν κάθε εμφάνισή τους, πρώτα μας χαστούκισαν με μια καθηλωτική απόδοση του “Maps in her Wrists and Arms”, και μια απόκοσμη επιστροφή στο αρχέγονο “Shantell”, που ενισχύθηκε από το άγγιγμα του κλαρινέτου του Colin Ozanne. Η φωτεινή αχτίδα του “The Book Burners” με την παιχνιδιάρικη, mariachi ευδαιμονία του πλούτισε τις διαθέσεις της νύχτας, και χωρίς να πάρουμε ανάσα, ένα από τα πιο εντυπωσιακά openers της καριέρας τους, το ταξιδιάρικο “Brother Fear” μας έκανε να βουλιάξουμε στη θέση του ιδεατού μας αυτοκινήτου και να γυρίσουμε στις σελίδες του “Angelfish”. Άλλο ένα τελετουργικό “Virus Meadow”, καταραμένο να μην αποτυγχάνει ποτέ, άπλωσε την αγωνία του και ανέβασε τις εντάσεις.
Η προσεκτική νοσταλγία και ευγένεια του “Bridges” μας χάιδεψε με την ασφάλεια μιας γεωγραφικής απόστασης και αφήγησης, ενώ η δεδομένη πια δημοφιλία του αγαπημένου “Dialogue”, αποτέλεσε τον μοναδικό υπαινιγμό της νύχτας στο “The Klaxon”. Το αυτόνομο “Wallpaper Dying”, της εποχής των απαραίτητων singles που προλόγιζαν τα άλμπουμ χωρίς να συμπεριληφθούν σε αυτά, ξεσήκωσε πάλι τους νοσταλγούς, που ανακάλυψαν συχνά λόγους να συγκινηθούν αυτή τη νύχτα, σαν την απρόσμενη επιστράτευση του “Scarlet Arch”, ή την οργισμένη, καταλυτική απόδοση του “So This Is Silence” στο encore.
Ένα τοτέμ που μοιάζει αμετακίνητο στο τελετουργικό τους είναι η μεγαλοπρέπεια του “Prince Rupert”, σε άλλη μια ηγεμονική εκτέλεση που ξεδίπλωσε την αύρα της εποχής του, ενώ δεν γίνεται να μην επεκταθώ στο ξεχωριστό βάρος του “Rive Droite”. Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία πως το “(Listen for) The Rag and Bone Man” είναι από τα πληρέστερα και πιο σημαντικά άλμπουμ της καριέρας τους, και αυτό το τραγούδι με την απίθανη, γραμμική διαδρομή του και όλες αυτές τις σελίδες των διαθέσεων με τις αντίστοιχες λεπτομέρειες, είναι ένα πολύ ξεχωριστό έργο τους. Απέναντι σε όλα, μοιάζει να στάθηκε η υπεροπτικά αφαιρετική πορεία του κινηματογραφικού “Missing”, άλλης μια ξεχωριστής εκφραστικής άποψής τους, με αυτή την πάντα ενδιαφέρουσα πειραματική, χαοτική ρότα. Ανάμεσα σε όλα αυτά, το ομότιτλο του φρέσκου άλμπουμ υποστήριξε σθεναρά τη δική του μυστικοπάθεια με τις γλώσσες του κλαρινέτου να το εμπλουτίζουν αντάξια με τη στούντιο εκδοχή του.
Οι ιστορίες από την εποχή του μολυσμένου λιβαδιού του Inberrow μοιάζει να έχουν επωμιστεί την αποστολή του τελευταίου αποχαιρετισμού, έτσι για άλλη μια “νύχτα γιομάτη θάματα, νύχτα σπαρμένη μάγια”, “το αγόρι με τον αργό σφυγμό, στάθηκε στο παράθυρο και άφησε τη φωτιά να βυθιστεί στο δέρμα του”.
Μένουν λοιπόν πολλά, μετά την τελευταία υπόκλιση, πέρα από την ευτυχή διαπίστωση πως έκανα πάλι λάθος. Οι τυπικές εκτιμήσεις θα καλυφθούν από την καλύτερη ίσως συνολικά παράσταση μιας μπάντας με διαρκώς αυξανόμενη χημεία και οργανική επικοινωνία, από ένα υποδειγματικό συνοδευτικό σετ φωτισμού, και σίγουρα από έναν πεντακάθαρο, ισορροπημένο, απόλυτα δίκαιο ήχο με τη σφραγίδα του σπουδαίου και πάντα αποτελεσματικού Matthew Devenish.
Αυτό που έρχεται συνεχώς μαζί μου και δεν ξεθωριάζει είναι η δυνατή επιβεβαίωση της δικαίωσης. Οι μορφές των δυο αδερφών κόντρα σε οτιδήποτε απείλησε τη συνέχεια, εξακολούθησαν να ενσαρκώνουν μια σειρά από ήρωες και ιστορίες, που μάλλον τις περισσότερες φορές που απειλήθηκαν από περιφρόνηση ή λήθη, αποδείχτηκαν περισσότερο ανθεκτικές ακόμα και από την ίδια τη ζωή.
And Also The Trees Setlist:
- In a Bed in Yugoslavia
- Beyond Action and Reaction
- Your Guess
- Maps in Her Wrists and Arms
- Shantell
- The Book Burners
- Brother Fear
- Virus Meadow
- Bridges
- Dialogue
- Wallpaper Dying
- The Seven Skies
- Missing
- Rive Droite
Encore:
- Prince Rupert
- The Bone Carver
- Scarlet Arch
- So This Is Silence
Encore 2:
- The Slow Pulse Boy
Φωτογραφίες/video: Ιωάννης Φράγκος