THE SOUNDCHECK 2023 COUNTDOWN: No 14

TOP 20 - 2023

Ο Δεκέμβριος μαζί με τα φώτα, τα στολίδια και τα μελομακάρονα φέρνει πάντα και τις λίστες της χρονιάς. Ένα μουσικό έθιμο σχεδόν φετίχ πια, τηρήθηκε με ευλάβεια από τη συντακτική ομάδα του Soundcheck, και έχοντας έτοιμα τα συγκεντρωτικά αποτελέσματα, ξεκινάμε από το χαμηλότερο σκαλί της 20άδας των συντακτών για το 2023, ανεβαίνοντας καθημερινά προς την κορυφή.
(επιμέλεια άρθρου: Γιώργος Γεωργίου)

No 14: GRAVE PLEASURES: “Plagueboys”

“Ready an’ Willing”

Εν αρχή ήσαν οι Beastmilk, που ιδρύθηκαν το 2010 από τους Mat McNerney, Johan Snell, Valtteri Arino και Paile στο Ελσίνκι της Φινλανδίας. Το όνομα του συγκροτήματος προέκυψε από το “White Stains” του Aleister Crowley. Το συγκρότημα αργότερα αυτοχρηματοδότησε ένα demo, το “White Stains on Black Tape”, την ίδια χρονιά.

Μετά το EP “Use Your Deluge” στη φινλανδική δισκογραφική Svart Records,τον Ιούνιο του 2013, το συγκρότημα ηχογραφεί στο Σάλεμ της Μασαχουσέτης το ντεμπούτο του άλμπουμ  “Climax”, που κυκλοφόρησε στις 29 Νοεμβρίου 2013, από την εταιρεία Magic Bullet Records. Μετά τη θετική υποδοχή του “Climax”, η Sony ενδιαφέρθηκε να προσφέρει στους Beastmilk συμβόλαιο στην Columbia Records. Την ώρα της προσφοράς, υπήρχαν εντάσεις μεταξύ του Snell και των υπόλοιπων Beastmilk. Οι εξελίξεις βρίσκουν δύο από τα βασικά μέλη της μπάντας ,τον Snell και τον drummer Paile, να αποχωρούν.

Οι Mat McNerney και Valtteri Arino συνέχισαν από τότε το συγκρότημα με το  όνομα Grave Pleasures, κυκλοφορώντας το άλμπουμ “Dreamcrash”, έχοντας πια στη σύνθεση την κιθαρίστρια Linnea Olsson (The Oath), τον drummer Uno Bruniusson (In Solitude) και τον session κιθαρίστα Juho Vanhanen (Oranssi Pazuzu).

Self Portrait”

Οι ίδιοι έχουν πει “apocalyptic post punk”. Αναμφισβήτητα οι αντηχήσεις των early 80’s είναι παραπάνω από αισθητές, και απλώνονται σε μια μεγάλη γκάμα εκπροσώπων της post punk παράταξης. Και αν όλα εκείνα τα καταλυτικά ονόματα της άνθισης του είδους προσφέρουν απλόχερα τα σκοτάδια τους, τους έχουν αφήσει ταυτόχρονα και το μαγικό άγγιγμα του εν δυνάμει single, που άλωσε συχνά στο ένδοξο παρελθόν του είδους, το pop chart. Από τους Joy Division και τους Bauhaus, στην ραδιοφωνική ευελιξία των Depeche Mode, των Echo & the Bunnymen, ή ακόμα και των ύστερων The Cure, οι Φινλανδοί μεταμορφώνονται εύκολα σε σύγχρονους γητευτές του σκοτεινού και απόκοσμου, τραβώντας μας με σθένος στις ρυθμικές, δελεαστικές όχθες της γοτθικής μελαγχολίας του 21ου αιώνα.

“The Leader of the Pack”

Ένας 12χρονος που τραγούδησε σε συγκρότημα του γυμνασίου του με το όνομα “Vomitorium, είναι δύσκολο να περάσει απαρατήρητος. Ο Matthew Joseph McNerney, γεννημένος στο Wimbledon του Λονδίνου, έγινε γρήγορα πολίτης του κόσμου, περνώντας τη ζωή του σε διάφορα μέρη της Ευρώπης, κυρίως στη Νορβηγία και την Ολλανδία. Με ανάλογο τρόπο εξελίχθηκε και σε μουσικό του κόσμου, όντας κιθαρίστας, τραγουδιστής και βασικός συνθέτης στους Hexvessel, περνώντας από τα μικρόφωνα των Dodheimsgard και Code. Αυτός αποτελεί την φωνή, την ψυχή και το χρώμα στους Grave Pleasures, και είναι βέβαιο πως η βομβαρδισμένη με μουσικά ερεθίσματα βρετανική ψυχή του είναι ο ιδανικός μεταβατικός μεταφραστής όλων αυτών στο σημερινό μουσικό πεδίο της μπάντας.

“Where Eagles Dare”

Όσο δελεαστική και ποιοτική και αν είναι τόσο η διαδρομή τους όσο και η άμεση προϊστορία τους, το τρίτο έργο των Grave Pleasures τους βρίσκει να σκαρώνουν έναν πραγματικό θρίαμβο. Με μια μουσική που συνεχίζει να ακολουθεί σθεναρά τα πρώτα της ίχνη, υπάρχει μια σεβαστή ισορροπία της αφιέρωσης με την αυτόνομη έκφραση, κάτι που κάνει τον δίσκο να ακούγεται σαν ο νόμιμος κάτοχος μιας βαριάς και πολύτιμης κληρονομιάς ενός μεγάλου κομματιού της σύγχρονης μουσικής ιστορίας. Τι πιο κολακευτικό θα μπορούσε να ζητήσει ή να φανταστεί κανείς για το μουσικό του έργο;

Looking for Today”

Ο Αχιλλέας Χαρίτος έγραψε στις 19 Απριλίου για το “Plagueboys”:

“Μέσα στο “Plagueboys” θα ακούσεις ξεκάθαρα πλέον τις επιρροές τις οποίες κουβαλάνε οι Φινλανδοί και έρχονται από τη δεκαετία των 80’s. Οι Grave Pleasures έρχονται με τα 10 κομμάτια του “Plagueboys” να δώσουν καινούργια πνοή στο μοντέρνο post-punk που οι περισσότεροι αγαπήσαμε μέσα από άλλες μπάντες του είδους, τα τελευταία 20 χρόνια, με απλά, αλλά περίτεχνα, βήματα. Στα, σχεδόν, 45 λεπτά που διαρκεί το “Plagueboys”, θα ακούσεις riffs, κοφτερές κιθάρες, δυνατές μπασογραμμές, μελωδικό και σκοτεινό post-punk και όλα αυτά να εκφράζονται με την απίθανη φωνή του Mat McNerney.

To “Plagueboys”, ίσως, δε θα έπρεπε να συγκρίνεται με το “Motherblood” (πράγμα, όμως, αδύνατο), αφού θα μπορούσε να αποτελεί ένα, ξεκάθαρα, νέο κεφάλαιο για τους Grave Pleasures. Ίσως, τελικά, η μεγάλη χρονική περίοδος που χωρίζει τα δύο albums να μην είναι καθόλου τυχαία”.

Facebook

Avatar photo
About Soundcheck Partner 333 Articles
Souncheck.network