CRIPPLED BLACK PHOENIX: “The Resurrectionists & Night Raider”

ALBUM TRIBUTE

Το 2004 σχηματίστηκε η κολεκτίβα των Crippled Black Phoenix, το project του Justin Greaves πρώην drummer των Iron Monkey, Electric Wizard και των Teeth of Lions Rule the Divine κι έπειτα από το εμφατικό τους ντεμπούτο “A Love Of Shared Disasters” (2007) που τους κατέταξε σ’ ένα από τα ανερχόμενα σχήματα του prog ιδιώματος, πέφτει στα χέρια μας το 2009 ένα μεγαλεπήβολο διπλό αριστούργημα, το “The Resurrectionists / Night Raider”.

Δικαιολογημένα, χαρακτηρίστηκε από τη μεγαλύτερη μερίδα του κοινού, ως η πλέον μεταβατική τους δουλειά, όπου, ναι μεν, ιχνηλατούν το ύφος τους, αλλά από την άλλη ολοκληρώνεται η τριλογία των “endtime ballads”, ένα έργο που δούλευε ακατάπαυστα ο Greaves για τουλάχιστον μια πενταετία (ενώ το ηχογραφούσε ταυτόχρονα από το 2007 έως το 2009), κι εδώ, είχε την αμέριστη αρωγή του Joe Volk, που συνέδραμε στο στιχουργικό και το συνθετικό κομμάτι, πέρα από ότι έντυσε με την εμβληματική φωνή του αυτή τη δουλειά.

Αν το “A Love Of Shared Disasters” σαγήνευσε με την πεσιμιστική του ατμόσφαιρα και την αποτύπωση μιας χαώδους παρασιτικής πραγματικότητας, το “The Resurrectionists” αποπνέει μια πιο “αποσαφηνισμένη” μελαγχολία με λιγότερες παλινδρομήσεις, πιο ομαλή ροή και ψήγματα ανατροπής / αντίστασης και εν είδει επιμυθίου η τριλογία καταλήγει στο “Night Raider”, όπου σταχυολογούνται οι προοπτικές της ανασύνταξης ή της αυλαίας.

Σαφέστατα πρόκειται για ένα concept album, το οποίο διαπερνά ένα “νήμα” περασμένο απ’ όλες τις συνθέσεις και τις συνδέει νοηματικά. Είναι ευδιάκριτα τα διαφορετικά θέματα και οι διαφορετικές ιστορίες και όταν εισχωρούμε στις λεπτομέρειες αυτών, υποβόσκει κάτι το γενικότερο που τα ενοποιεί. Μια Floyd-ική λογική κι αλληλουχία που όχι μόνο δεν απαρνείται ο Greaves, αλλά την ανυψώνει, την προσαρμόζει στα μέτρα του και την αποδέχεται ως μέρος του εαυτού του.

Συνθετικά, στιχουργικά κι ενορχηστρωτικά όλο το “The Resurrectionists” είναι ποτισμένο ως το μεδούλι με τους Floyd και δεν ήταν υπερβολικοί οι χαρακτηρισμοί που το συνόδευσαν με την κυκλοφορία του (κυρίως από μέρος του κοινού κι όχι των συγκρατημένων κριτικών), ότι πρόκειται για την μουσική αντανάκλαση του “Wish you were here” στο σήμερα, με την concept λογική του “Animals”, ενώ ταυτόχρονα, διαπνέεται από το σύνολο των επιρροών / συνεργασιών του Greaves και κυρίως το πέρασμά του από τους Electric Wizard.

Ο βασικός σκελετός του “The Resurrectionists” συγχωνεύει σε μια ambient ατμόσφαιρα, space/psych rock στοιχεία, post-rock υπαινιγμούς, και κρυμμένες folk-indie σφήνες, διαμορφώνοντας ένα σύγχρονο spaghetti western soundtrack, δίχως όμως πολλούς πειραματισμούς, αποδίδοντας διαμάντια όπως “Burnt Reynolds”, “Rise Up And Fight”, “444”, με τις περιγραφές να είναι περιττές.


Στον αντίποδα το “Night Raider”, χαρακτηρίζεται από ένα πιο πειραματικό / jam χαρακτήρα, με πιο συμπαγείς instrumental συνθέσεις να αναλαμβάνουν ρόλο ψυχικής ανάτασης από τον απόηχο του “The Resurrectionists”. Τα εναρκτήρια tracks “Time Of Ye Life/Born For Nothing/Paranoid Arm Of Narcoleptic Empire” προσομοιάζουν αρκετά στο “Come on Die Young” των Mogwai, σε διαφορετικό concept, ενώ και πέρα από αυτό η μοναδική κλιμακούμενη ατμόσφαιρα, άριστα δοσμένου space rock, με αρμονικά διάσπαρτους πειραματισμούς να κορυφώνονται στο ακροτελεύτιο “I Am Free, Today I Perished”, κατατάσσει την συγκεκριμένη έκδοση σε μια από τις πλέον υποτιμημένες του είδους.

Η τριλογία των “endtime ballads” που ολοκληρώνεται με τη διπλή αυτή εκδοση, δίνει μια διαφορετική εκδοχή για το τέλος του κόσμου. Αντλούν στοιχεία από στιγμές αποκάλυψης των GYBE, παρακάμπτουν όμως την παρατεταμένη ζοφερότητα τους (δίχως όμως να την απορρίπτουν) αντιπαραβάλλοντας λυρισμό στην επιβεβλημένη τάξη που επιδιώκουν οι δυνάστες να βάλουν στο χάος, ενώ όλοι λυτρώνονται στο τέλος με ραγισμένες καρδιές, αντικρύζοντας τον ήλιο για τελευταία φορά.

Σχεδόν ταυτόχρονα με την κυκλοφορία αυτής της διπλής έκδοσης κυκλοφόρησε και το ίσως πιο γνωστό “200 Τons Of Bad Luck”, όντας στην ουσία μια συλλογή με τα καλύτερα τραγούδια από τα “The Resurrectionists” και “Night Raider”. Παρ’ όλ’ αυτά, θα στηρίζω την αρχική διπλή ολοκληρωμένη δουλειά, θεωρώντας ότι δεν περισσεύει τίποτα από συγκεκριμένο έργο.

Κάποιες κυκλοφορίες μέλει να είναι τόσο καταλυτικές στην πορεία ενός σχήματος, παρόλο την περίοδο που κυκλοφόρησαν λειτούργησαν ως μεταβατικά έργα, με συνέπεια να μη συγκαταλέγονται στις κορυφαίες στιγμές τους. Οι CBP χαίρουν της αναγνώρισης που τους πρέπει μετά από ένα απίστευτο δημιουργικό ίστρο την τελευταία δεκαετία, εντούτοις, έχει μεγάλη σημασία να μνημονεύονται, να ακούγονται και να εμπνέουν δουλειές τους, που αποτέλεσαν το σημείο καμπής μιας εξαιρετικής πορείας, που δεν έχει ταβάνι, καθώς φαίνεται, κι η συγκεκριμένη είναι ένα αριστούργημα.
(Το άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο rockway.gr)


Είδος: Post-rock, Progressive Rock, Εxperimental rock
Δισκογραφική: Invada
Έτος Κυκλοφορίας: 2009

Website
Facebook
Bandcamp
Spotify

Avatar photo
About Παναγιώτης Σπυρόπουλος 90 Articles
Γεννήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 70 και μεγάλωσε στα Δυτικά της Αθήνας, γαλουχημένος με ρεμπέτικα και λαϊκά από το σπίτι, κλασική / λόγια μουσική στα ωδεία, τον σκληρό ήχο μιας οργισμένης κι επαναστατημένης εφηβείας, τα blues σε μια περίοδο ανώριμης εξέλιξης και από progressive metal ηχοτοπία σε φάση περισυλλογής. Προσπαθεί να ισορροπήσει σ’ ένα αντεστραμμένο κόσμο, απαλλαγμένος από τη δικτατορία των πεποιθήσεων των άλλων. Δε θα ερμηνεύσει την τέχνη στους δημιουργούς της, αλλά θα μοιραστεί τις εντυπώσεις που αποκόμισε μ’ ένα ευρύτερο κοινό.